ΥΓΕΙΑ
ΥΠΕΡΙΩΔΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ (U.V.) ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΟΦΘΑΛΜΟ

Η υπεριώδης ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία εκτείνεται από τα 40 nm έως περίπου τα 400 nm. Ανάλογα με το βιολογικό αποτέλεσμα που προκαλεί στον ανθρώπινο οργανισμό έχει διαιρεθεί σε τρεις επί μέρους περιοχές: την υπεριώδη Α (UV-A), την υπεριώδη Β (UV-B) και την υπεριώδη C (UV-C).

  • Η UV-C εκτείνεται από τα 40 έως τα 280 nm και είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Έχει χρησιμοποιηθεί εργαστηριακά για την πρόκληση κληρονομικών αλλαγών στους οργανισμούς (μεταλλάξεις), καθώς και για την αποστείρωση επιφανειών.
  • Η UV-B εκτείνεται από τα 280 μέχρι τα 315 nm. Προκαλεί το μαύρισμα του δέρματος από τον ήλιο αλλά και σοβαρές βλάβες στο δέρμα.
  • Η UV-A εκτείνεται από τα 315 μέχρι τα 400 nm και σε μεγάλες δόσεις μπορεί να είναι επικίνδυνη.

Παρά την μικρή της ένταση, η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στον άνθρωπο, όταν αυτός εκτίθεται παρατεταμένα.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, η κύρια πηγή έκθεσης σε ακτινοβολία UV είναι ο ήλιος.

Μόνο ένα κλάσμα της ενέργειας της U.V. που απορροφάται από έναν ιστό μπορεί να τον αλλάξει ή να προκαλέσει ζημιά. Η μικρότερη ποσότητα ενέργειας που απαιτείται για να προκαλέσει μια βιολογική δράση είναι γνωστή ως το κατώτατο όριο δόσης.

Υπάρχουν πολλές πηγές υπεριώδους ακτινοβολίας που ο μέσος άνθρωπος αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση όπως λαμπτήρες πυρακτώσεως και φθορισμού, ηλεκτροσυγκόλληση και συγκόλληση λέιζερ, αλλά η κύρια πηγή εκπομπής είναι ο ήλιος. Ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται σε εσωτερικούς χώρους λαμβάνει περίπου το 3% του συνολικού επιπέδου U.V. ακτινοβολίας του περιβάλλοντος. Όμως, εργαζόμενοι σε εξωτερικό περιβάλλον όπως κηπουροί, ψαράδες και οι αγρότες οικοδόμοι, λαμβάνουν πάνω από 10% της UV ακτινοβολίας του περιβάλλοντος.

Διάφορες δομές του οφθαλμού παίζουν ρόλο στην απορρόφηση της επιβλαβούς αυτής ακτινοβολίας. Ο κερατοειδής, ιδίως το επιθήλιο, απορροφά την ελάχιστη UVC που περνάει από το στρώμα του όζοντος και την UVB, με τη μεγαλύτερη απορρόφηση να φτάνει στα 270nm. Ο κρυσταλλοειδής φακός απορροφά την UVB μεταξύ 295-315nm, και μέρος της UVΑ αλλά με τον καιρό, η απορρόφηση του φακού αλλάζει και μειώνεται.

Το στρώμα του όζοντος παίζει μεγάλο ρόλο στην μείωση της UV ακτινοβολίας που φτάνει στο μάτι. Απορροφά σχεδόν όλη την UVC και 70-90% από την UVB. Με τη παρουσία του στρώματος όζοντος στην ατμόσφαιρα, στην ουσία καθόλου UVC, UVB και λιγότερο από το 1% της UVA φτάνει στον αμφιβληστροειδή.

Το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να αντιληφθεί την υπεριώδη ακτινοβολία, άρα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε αυτή είναι ισχυρή και πότε όχι. Γενικά ή έντασή της ακολουθεί τις μεταβολές της ορατής ακτινοβολίας που προκαλούνται π.χ. από την αλλαγή της θέσης του ήλιου σε σχέση με τον ορίζοντα, ή από τα νέφη. Κάποιοι παράγοντες όμως επιδρούν μόνο στην υπεριώδη ακτινοβολία, όπως π.χ. το όζον. Αν μειωθεί το όζον πάνω από έναν τόπο, η υπεριώδης ακτινοβολία θα αυξηθεί, όμως η ορατή ακτινοβολία θα παραμείνει αμετάβλητη. Τα τελευταία 15 χρόνια η υπεριώδης ακτινοβολία που φθάνεις το έδαφος έχει αυξηθεί σημαντικά σε πολλές περιοχές της Γης, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, σαν αποτέλεσμα της μείωσης του όζοντος, και της ελάττωσης των ατμοσφαιρικών αιωρημάτων που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία. Ανεξάρτητα όμως από την αυξητική τάση, οι βλαβερές επιπτώσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας θα μπορούσαν να προκληθούν ακόμη και αν είχε παρατηρηθεί ελάττωση της υπεριώδους ακτινοβολίας, διότι εξαρτώνται καθαρά από τον χρόνο έκθεσης σε αυτήν.

Η υπεριώδης ακτινοβολία που δεχόμαστε προέρχεται είτε απευθείας από τον ήλιο είτε μέσω ανακλάσεων στα διάφορα συστατικά της ατμόσφαιρας. Ενώ στην περιοχή του ορατού φάσματος η απευθείας ακτινοβολία είναι εντονότερη της διάχυτης, στην υπεριώδη περιοχή οι δύο τύποι ακτινοβολίας είναι περίπου ισοδύναμοι. Συνεπώς ακόμη και αν προφυλάσσουμε το σώμα μας από την άμεση (π.χ. με μία ομπρέλα) εξακολουθούμε να δεχόμαστε εξίσου μεγάλη ποσότητα διάχυτης ακτινοβολίας που προέρχεται από την ατμόσφαιρα που μας περιβάλλει. Το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να αντιληφθεί την υπεριώδη ακτινοβολία, άρα δεν μπορεί να προφυλαχθεί όταν δεχθεί τέτοιου είδους ακτινοβολία. Έτσι η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στα μάτια, χωρίς να το αντιληφθούμε.

Ο μοναδικός τρόπος προστασίας είναι η χρήση γυαλιών τα οποία έχουν τις κατάλληλες προδιαγραφές για να εξασθενίζουν αποτελεσματικά την υπεριώδη ακτινοβολία επιτρέποντας να διέρχεται ικανή ποσότητα ορατής ακτινοβολίας ώστε να μπορούμε να βλέπουμε. Τα μάτια κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από την απευθείας ακτινοβολία από ότι από τη διάχυτη. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να κοιτάμε ποτέ απευθείας τον ήλιο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν κάνουμε ηλιοθεραπεία και τα μάτια μας είναι στραμμένα προς τον ουρανό, πολύ κοντά στην κατεύθυνση που βρίσκεται ο ήλιος το καλοκαίρι κατά τις μεσημεριανές ώρες.

Πρότυπα προστασίας δείχνουν ότι μεταξύ 315nm και 400 nm, δηλαδή για την UVA, η ακτινοβολία που προσπίπτει στο μάτι, δεν πρέπει να υπερβαίνει 1mW/cm2 για περιόδους μεγαλύτερες από 103 δευτερόλεπτα (16 λεπτά). Για χρόνους έκθεσης λιγότερο από 103 δευτερόλεπτα, η συνολική έκθεση σε ακτινοβολία δεν πρέπει να υπερβαίνει 1 Joule/cm2 στο σύνολο. Οι βιολογικές επιδράσεις της UVA είναι πολύ λιγότερο σοβαρές από εκείνες της UVB και UVC. Οι πιθανοί κίνδυνοι για οφθαλμικές βλάβες από έκθεση στο φάσμα 315nm 400nm είναι γνωστοί. Οι μελέτες δείχνουν ότι τα κατώτατα όρια για την αποφυγή φωτοκερατίτιδας (από μήκη κύματος κάτω από 400nm) και καταρράκτη (από μήκη κύματος κάτω από 325nm) έχουν σημαντική άνοδο με την αύξηση του μήκους κύματος, από περίπου 10 Joule/cm2 στα 320nm και πάνω από 250 Joule/cm2 στα 390nm.

Η τυπική δόση UV εμπειρικά σε ηλιόλουστη μέρα, όταν κάνουμε ιστιοπλοΐα ή θαλάσσιο σκι μπορεί να είναι αρκετή για να προκαλέσει φωτοκερατίτιδα, για την οποία το κατώτατο όριο για τα 300nm στο UVB είναι 0.03-0.08 Joule/cm2. Μία από τις πιο σημαντικές μελέτες για το κατώτατο όριο που επαρκεί για να προκαλέσει βλάβη στο μάτι διεξήχθη από τον Pitts (1973). Αυτός χρησιμοποίησε 40 εθελοντές στους οποίους καταγράφηκε η οπτική οξύτητα πριν και μετά την έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία. Επίσης έγινε έλεγχος στη σχισμοειδή λυχνία . Η μείωση της οπτικής οξύτητας εμφανίστηκε μέσα σε δύο ώρες από την έκθεση για κάποια άτομα, ενώ για άλλους η μείωση διήρκησε πάνω από επτά ώρες. Η οπτική οξύτητα μειωνόταν τυπικά κατά δύο γραμμές στον οπτότυπο Snellen για τα περισσότερα άτομα. Συχνά συμπτώματα που αναφέρθηκαν ήταν αίσθηση ξένου σώματος και δακρύρροια, αν και μόνο σε λίγους ήταν τα συμπτώματα αρκετά σοβαρά ώστε να επηρεάζουν τις συνήθεις δραστηριότητές τους. Φωτοφοβία και γενικά οπτικές ενοχλήσεις αναφέρθηκαν από τους περισσότερους εθελοντές.

 

Ο δείκτης U.V. (Ultra-Violet) είναι ένα μέγεθος το οποίο καθιερώθηκε διεθνώς ως ένα απλό μέσο έκφρασης της επικινδυνότητας της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η τιμή του Δείκτη U.V. στην Ελλάδα μπορεί να φτάσει μέχρι και 10 ή 11, τιμές που εκφράζουν εξαιρετικά ισχυρή ακτινοβολία και κατά συνέπεια την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων προστασίας από τον ήλιο.

 

Βιολογικές επιπτώσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας

Το δέρμα και τα μάτια είναι τα όργανα που υφίστανται την μεγαλύτερη έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου. Αν και τα μαλλιά και τα νύχια είναι περισσότερο εκτεθειμένα, είναι λιγότερο σημαντικά από ιατρικής άποψης. Η έκθεση στην ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία μπορεί να καταλήξει σε άμεσα και σε χρόνια προβλήματα υγείας του δέρματος, των ματιών και του ανοσοποιητικού συστήματος.

  • Τα άμεσα αποτελέσματα της έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία είναι η πρόκληση εγκαύματος στο δέρμα και φωτοκερατίτιδας στο μάτι.
  • Χρόνια αποτελέσματα είναι ο καρκίνος και η πρόωρη γήρανση του δέρματος, ενώ στα χρόνια αποτελέσματα του ματιού περιλαμβάνονται ο καταρράκτης, το πτερύγιο και η κερατοπάθεια.

 

Ενώ η υπεριώδης ακτινοβολία Β (UV-B) προκαλεί έγκαυμα και διάφορες μορφές καρκίνου του δέρματος, η υπεριώδης ακτινοβολία Α (UV-A) επιδρά στον υποδόριο ιστό και μπορεί να αλλάξει η δομή του κολλαγόνου και των ινών ελαστίνης του δέρματος, επιταχύνοντας έτσι την γήρανσή του. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το δέρμα έχει την ικανότητα να αφομοιώσει την υπεριώδη ακτινοβολία παράγοντας μελανίνη (μαύρισμα), η οποία προστατεύει από την έκθεση στην UV ακτινοβολία. Το ανθρώπινο μάτι όμως δεν έχει τέτοια ικανότητα. Οι αρνητικές συνέπειες των εγκαυμάτων είναι αθροιστικές. Η ικανότητα του ανθρώπινου σώματος να προστατεύει και να αποκαθιστά τις βλάβες που προκαλούνται από την υπεριώδη ακτινοβολία, μειώνεται κατά τη διάρκεια της ζωής μας.

Γενικά, όσο μικρότερο το μήκος κύματος, τόσο μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι από την έκθεση σε ακτινοβολία U.V.

 

Ορισμένα άτομα παρουσιάζουν αντιδράσεις φωτοευαισθησίας στην έκθεση σε ακτινοβολία U.V. (photosensitivity) λόγω γενετικών-μεταβολικών ιδιαιτεροτήτων ή χρήση φαρμάκων

Επίδραση και βλάβες στα βλέφαρα

Ξεκινώντας από τους εξωτερικούς χιτώνες του οφθαλμού, τα βλέφαρα είναι εκείνα στα οποία καταλήγουν όλες οι ακτίνες και κατά συνέπεια η γήρανση του ευαίσθητου λεπτού δέρματος τους έρχεται πιο γρήγορα από το υπόλοιπο δέρμα. Αποτέλεσμα οι πρώιμες ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Προκαλείται γήρανση του δέρματος (αφυδάτωση, ρυτίδωση, κηλίδωση κλπ). Το πιο σοβαρό όμως είναι οι διάφορες μορφές καρκίνου του δέρματος των βλεφάρων που μπορεί να αναπτυχθούν, με σοβαρές συνέπειες ακόμα και για την ίδια μας τη ζωή. (Το 90% των καρκίνων του δέρματος προκαλείται από την ηλιακή ακτινοβολία)4.1.2.

 

Βασικό κυτταρικό καρκίνωμα

 

Βασικό κυτταρικό καρκίνωμα (BCC) είναι η πιο κοινή μορφή καρκίνου του δέρματος στους ανθρώπους. Προκύπτει από τη βασική στιβάδα των κυττάρων της επιδερμίδας και αντιπροσωπεύει το 90% των κακοηθειών στα βλέφαρα. Οι Καυκάσιοι κέλτικης καταγωγής (Βόρειοι λαοί) έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο για το βασικό κυτταρικό καρκίνωμα (BCC) σε σύγκριση με τους Αφροαμερικανούς, τους Ασιάτες και τους Ισπανόφωνους. Το βασικό κυτταρικό καρκίνωμα του βλέφαρου εντοπί-εται στο κάτω βλέφαρο (50%), στους κανθούς (33%), και στο άνω βλέφαρο (27%).

Πλακώδες κυτταρικό καρκίνωμα

 

Το Πλακώδες κυτταρικό καρκίνωμα (SCC) μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο το βλέφαρο, αλλά τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα επίσης. Είναι ο δεύτερος πιο κοινός όγκος των βλεφάρων (5%) και εντοπίζεται συχνότερα σε ηλικιωμένα, ανοιχτόχρωμης επιδερμίδας άτομα. Η χρόνια έκθεση στον ήλιο φαίνεται να είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας προδιάθεσης, ακόμα κι αν η έκθεση έγινε δεκαετίες πριν από την ανάπτυξη του. Το Πλακώδες κυτταρικό καρκίνωμα συχνά ξεκινά από την σκληροκερατοειδική στεφάνη στην περιοχή ανάμεσα στα βλέφαρα, αλλά μπορεί να προκύψει και στη μεσοβλεφαριακή περιοχή, στον επιπεφυκότα και στον κερατοειδή χιτώνα.

 

Επίδραση και βλάβεςστον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα

Φωτοκερατίτιδα

 

Ο κερατοειδής απορροφά την UVC και UVB μεμέγιστη δράση στα 270nm. Οι μελέτες κατά την τελευταία δεκαετία έχουν δείξει ότι η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του κερατοειδούς είναι πολύ πιο επιζήμιες από ό,τι πιστευόταν παλαιότερα. Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι τα εξωτερικά επιθηλιακά στρώματα είναι η περιοχή που καταστρέφεται περισσότερο από την υπεριώδη ακτινοβολία. Πιο πρόσφατα μελέτες έδειξαν ότι τα και τα ενδοθηλιακά κύτταρα του κερατοειδούς επίσης καταστρέφονται (ειδικά από UVB του μήκους κύματος 300nm) και αυτό σε αντίθεση με την επιθηλιακή ζημία είναι μόνιμη (Pitts et al,1987). Η υψηλή έκθεση του κερατοειδούς στην υπεριώδη ακτινοβολία κατά την οξεία φάση της φωτοκερατίτιδας από ηλεκτροσυγκολλήσεις έχει δείξει μια άμεση αντίδραση από το ενδοθηλιακό στρώμα και μείωση του αριθμού των εξαγωνικών του κυττάρων.

Μετά την έκθεση του κερατοειδούς στην U.V., η πρόσληψη οξυγόνου μειώνεται και τα επίπεδα γλυκόζης αυξάνονται. Η υπεριώδης ακτινοβολία ως εκ τούτου είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή διαταραχή του κερατοειδούς μεταβολισμού.

Η ακτινοβολιακή έκθεση που μπορεί να προκαλέσει φωτοκερατίτιδα είναι αρκετά χαμηλή. Μόνο 4 Joule/cm2 σε μήκος κύματος 270nm είναι το κατώτατο όριο για την πρόκληση βλάβης, και έκθεση ακτινοβολίας γύρω από το διπλάσιο όριο της τιμής μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη του κερατοειδούς.

Πτερύγιο-στεάτιο

Ένα πτερύγιο είναι μια ινοαγγειακή τριγωνικής μορφής ανάπτυξη, η οποία εμφανίζεται σαν να είναι συνέχεια του επιπεφυκότα και μπορεί να εισχωρήση στον κερατοειδή. Είναι η πιο συχνή βλάβη που επηρεάζει τον επιπεφυκότα. Τα στοιχεία είναι σαφή ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ χρόνιας έκθεσης UVB και πτερύγιου. Μια μελέτη σε ψαράδες στο Μέριλαντ, των ΗΠΑ, βρήκε ένα πολύ αυξημένο ποσοστό πτερύγιου στα άτομα αυτά που λαμβάνουν υψηλές εκθέσεις σε U.V. (Taylor, 1989). Το ίδιο συμβαίνει και με το στεάτιο το οποίο είναι συνδεμένο με την έκθεση στην UVB (Taylor et al, 1989).

 

Το στεάτιο είναι ένας καλοήθης εκφυλιστικός όγκος που συνήθως εκδηλώνεται στον προμήκη επιπεφυκότα εντός της μεσοβλεφάριας σχισμής. Πρόκειται για εκφύλιση που συνδέεται με την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία (Taylor et al, 1989 Charman,1994). Το πτερύγιο εμφανίζεται συνήθως και στα δύο μάτια, είναι ασύμμετρο, εμφανιζόμενο με μεγαλύτερη συχνότητα στον ρινικό κερατοειδή χιτώνα. Σε αντίθεση με το στεάτιο, το οποίο είναι άνευ αγγείων, τα πτερύγια είναι πλούσια σε ανάπτυξη των αιμοφόρων αγγείων που φαίνεται να δημιουργούν τη βλάβη στον κερατοειδή. Μια πορτοκαλί-καφέ (γραμμή του Stocker) μπορεί να φανεί στην αιχμή του πτερύγιου του κερατοειδούς χιτώνα.

Όγκοι κερατοειδούς και επιπεφυκότα

Οι όγκοι του κερατοειδούς και του επιπεφυκότα μπορεί να είναι μια συνέπεια της υπερβολικής έκθεσης σε υπεριώδη ακτινοβολία, συνήθως από τα επιθηλιακά κύτταρα. Έχουν υπάρξει αναφορές των εν λόγω καρκινωμάτων (GuexCrosier et al, 1993) σε ασθενείς ηλικίας 30 ετών, οι οποίοι ήταν χρήστες φακών επαφής, που εκτέθηκαν σε σημαντικά επίπεδα της ηλιακής και τεχνητής υπεριώδης ακτινοβολίας.

Επίδραση και βλάβη στον ραγοειδή

 

Υπεριώδη μήκη κύματος μεταξύ 295nm και 310nm προκαλούν πρόσθια ραγοειδίτιδα, μια φλεγμονή ανάμεσα στην μεμβράνη του Descemet του ενδοθηλίου του κερατοειδούς και της ίριδας. Το αποτέλεσμα είναι ερυθρότητα του ματιού κοντά στον κερατοειδή και φλεγμονή στο πίσω μέρος του ενδοθηλίου στην επιφάνεια του κερατοειδούς. Συνήθως αυτό είναι μόνο ένα προσωρινό πρόβλημα.

Επίδραση και βλάβη στον κρυσταλλοειδή φακό

Καταρράκτης

 

Η ακτινοβολία UVB απορροφάται από τον κρυσταλλοειδή φακό του ανθρώπινου ματιού και μάλιστα ορισμένες φορές και τμήμα της UVA από μεγαλύτερης ηλικίας άτομα. Η απορρόφηση των μικρών ποσοτήτων UV καθημερινά κατά τη διάρκεια πολλών ετών είναι υπεύθυνη για την πρόκληση ή την επιτάχυνση στο σχηματισμό καταρράκτη. Πληθαίνουν τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπλέκουν την υπεριώδη ακτινοβολία UV ως αιτιολογικό παράγοντα για την δημιουργία καταρράκτη, ιδιαιτέρα ο ηλικιακός καφετί ή «brunescent» καταρράκτης που εμφανίζεται στον πυρήνα του φακού. Η επιδημιολογία δείχνει ότι η πρόωρη εμφάνιση του καταρράκτη συσχετίζεται με την έκθεση στο φως του ήλιου και με την UV έκθεση για τα άτομα που ζουν στα διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη. Παραδείγματος χάριν, η επίπτωση του καταρράκτη αυξάνεται για όλες τις ηλικιακές ομάδες στο Ισραήλ περισσότερο από ότι στην Οξφόρδη της Αγγλίας, και στην Φλόριντα, σε σύγκριση με την Νέα Υόρκη. Οι περιοχές των ΗΠΑ με τη μεγαλύτερη «διάρκεια» φωτός του ήλιου έχουν μια υψηλότερη συχνότητα του καταρράκτη από τις περιοχές με την πιο σύντομη «διάρκεια».

 

Ο φακός αρχίζει να απορροφάει UV κατά περίπου 290-295nm και απορροφά ένα μεγάλο μέρος του UV φάσματος μέχρι περίπου 375nm. Φαίνεται ότι η ζώνη απορρόφησης, με μέσο όρο περίπου τα 365nm, είναι η αιτία των καταρρακτών που οφείλονται στην UV ακτινοβολία.

 

Πολυάριθμες μελέτες έχουν προσπαθήσει να συνδέσουν τη UV ακτινοβολία ως αιτία του καταρράκτη. Οι McCarty και Taylor αναθεώρησαν 22 μελέτες εκτελούμενες μεταξύ 1977 και 2000, οι οποίες επιχείρησαν να τεκμηριώσουν αυτή τη συσχέτιση. Οι 15 από τις 22 βρήκαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ της υπεριώδους και του καταρράκτη, κυρίως φλοιώδη. Επίσης βρέθηκαν συσχετισμοί που περιλάβουν τους πυρηνικούς καταρράκτες.

 

Οι αλλαγές στην πρόσθια και οπίσθια φλοιώδη περιοχή αποδίδονται σε επίδραση της UVB μέσω της βλάβης του DNA στα επιθηλιακά κύτταρα του φακού. Η ακτινοβολία UVA απορροφάται από το κυτταρικό DNA. Οι πρωτεΐνες των φακών μπορούν επίσης να πάθουν ζημιά εξαιτίας των απορροφητικών ικανοτήτων των αρωματικών αμινοξέων όπως το «tryptophane». Αυτό προκαλεί ένα κίτρινο-καφέ αποχρωματισμό του πυρήνα των φακών. Δεδομένου ότι ο φακός δεν αναπαράγει τα συστατικά του, τα αποτελέσματα είναι αθροιστικά.

Βλάβες στο βυθό του ματιούΗλιακή αμφιβληστροειδοπάθεια

Η ηλιακή αμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια διαταραχή της ωχράς κηλίδας (macula) που προκαλείται από έκθεση σε υψηλές εντάσεις στο φως του ήλιου ακόμη και για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η νόσος εξελίσσεται μέσα από διάφορα στάδια. Σε περίπου μία έως τέσσερις ημέρες μετά την έκθεση εμφανίζονται τα εξής: μία εκτενής τρύπα στην ωχρά κηλίδα, ιδιοπαθής κεντρική ορώδης χοριοειδοπάθεια και κεντρικά drusen. Μετά από δύο εβδομάδες ή και περισσότερο μετά την εκδήλωση, ένα πεταλοειδές άνοιγμα (οπή) στην ωχρά κηλίδα και κυστικό οίδημα της ωχράς κηλίδας με μια μεγάλη κεντρική κύστη. Συχνά εμφανίζεται μία μείωση της οπτικής οξύτητας, αλλά η όραση μπορεί να κυμαίνεται από 6/12 έως και 6/60. Αυτό συμβαίνει αμφίπλευρα αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Σύντομα, μετά την πρόκληση του γεγονότος, πολλοί ασθενείς εμφανίζουν μερική τύφλωση (ή θαμπώματα) και θετική μεταμορφοψία. Αυτά αντικαθίστανται σιγά σιγά από ένα μικρό κεντρικό σκότωμα σε χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από ώρες έως και ημέρες. Επιπλέον μπορεί να εμφανιστούν χρωματικές διαταραχές στην όραση, μεταμορφοψία και φωτοευαισθησία. Επίσης υπάρχουν παράπονα για προσωρινούς μετωπιαίους πονοκεφάλους και οπισθοβολβικό πόνο.

Ηλικιακός εκφυλισμός της ωχράς κηλίδας

Ο ηλικιακός εκφυλισμός της ωχράς κηλίδας είναι η κύρια αιτία της τύφλωσης στο δυτικό κόσμο. Ο ηλικιακός εκφυλισμός της ωχράς κηλίδας είναι μια πολυπαραγοντική νόσος με άγνωστη αιτιολογία. Γενετικοί, καρδιαγγειακοί και περιβαλλοντικοί (διατροφή και το ιστορικό της έκθεσης στο φως του ήλιου) είναι παράγοντες που πιστεύεται ότι παίζουν ρόλο στην νόσο. Η επίπτωση είναι υψηλότερη στους Καυκάσιους σε σύγκριση με τους ασθενείς της αφρικανικής καταγωγής, αν και η συχνότητα του ηλικιακού εκφυλισμού της ωχράς κηλίδας αυξάνεται τώρα και στους Ασιάτες, Δεν υπάρχει καμία γνωστή διαφορά στη συχνότητα εμφάνισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά υπάρχει μια προφανής ηλικιακή επίδραση σχετιζόμενη με τον ηλικιακό εκφυλισμό της ωχράς κηλίδας.

Επίλογος

Η ηλιακή υπεριώδης ακτινοβολία (UV) αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος του φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος της Γης. Παρά την μικρή της ένταση, η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στον άνθρωπο, όταν αυτός εκτίθεται παρατεταμένα στον ήλιο. Η πλέον συνηθισμένη, ήπιας μορφής, επίπτωση είναι το κοκκίνισμα του δέρματος. Όμως η υπερβολική και για σειρά ετών έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε πιο σοβαρές βλάβες, σε καταρράκτη των οφθαλμών, εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος, υπό προϋποθέσεις δε, ακόμη και σε ορισμένες μορφές καρκίνου του δέρματος. Ο χρόνος έκθεσης μέσα στον οποίο η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει τα προβλήματα αυτά διαφέρει από άτομο σε άτομο, και εξαρτάται από τον τύπο του δέρματος, ή του οργανισμού γενικότερα, και από την ένταση της ακτινοβολίας. Μην ξεχνάμε λοιπόν ότι ο ήλιος δρα συσσωρευτικά.

Εκπαιδευτική & Ερευνητική ομάδα Οπτικής & Οπτομετρίας του Α.Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Πηγή: Peoo.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *