ΕΛΛΑΔΑ
ΡΟΝΤΕΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ: Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟΥΣ «ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ «ΘΕΜΑ»

Ο διάσημος Βρετανός καθηγητής στο Kings College-και διά βίου μελετητής της Ελλάδας- καταγράφει την Ιστορία της χώρας μας από την προϊστορία μέχρι σήμερα και βρίσκει τη διεθνή αναγνώριση με το βιβλίο του «Ελληνες – Μια παγκόσμια ιστορία», το οποίο παραμένει για πάνω από έναν μήνα πρώτο σε πωλήσεις στην Amazon – O συγγραφέας μιλά στο «protothema.gr» και δηλώνει ότι ο «Ελληνας έχει αδικηθεί»

Στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Amazon, στην κατηγορία των μελετών γύρω από την Ευρώπη και την καταγωγή των Ευρωπαίων, το Νο 1 βιβλίο σε πωλήσεις για πάνω από έναν μήνα είναι το «Ελληνες – Μια παγκόσμια ιστορία». Συγγραφέας του είναι ο Ρόντερικ Μπίτον, ένας από τους πλέον γνωστούς σύγχρονους ελληνιστές, με σημαντικό έργο γύρω από διάφορες όψεις του Ελληνισμού.

Ο Βρετανός ιστορικός και διά βίου μελετητής της Ελλάδας σήμερα κατέχει την έδρα «Κοραής» ως επίτιμος καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο φημισμένο King’s College του Λονδίνου. Παράλληλα συμμετείχε στην επιτροπή «Ελλάδα 1821», ενώ έχει τιμηθεί από την ελληνική πολιτεία για την αφοσίωσή του στη χώρα μας στην έρευνα της Ιστορίας και την έμμεση προβολή της Ελλάδας διεθνώς.

Αφότου συνταξιοδοτήθηκε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο Ρόντερικ Μπίτον αποφάσισε να συγγράψει έργα ιστορικού περιεχομένου, πάντα επικεντρωμένα στην Ελλάδα, τα οποία όμως συνδυάζουν τη στέρεη επιστημονική τεκμηρίωση με μια ελεύθερη προσέγγιση στην αφήγηση της Ιστορίας. Από αυτή την άποψη, το τελευταίο έργο του, «Ελληνες – Μια παγκόσμια ιστορία» αποτελεί έξοχο δείγμα εκλαΐκευσης, αλλά χωρίς εκπτώσεις ως προς τη μεθολογικώς ορθή ιστορική προσέγγιση. Στους «Ελληνες» ο Μπίτον επιχειρεί κάτι ασυνήθιστο και τολμηρό με βάση τα δεδομένα των επιστημονικών ιστορικών δοκιμίων: Αφηγείται ολόκληρη την Ελληνική Ιστορία, από τις προϊστορικές απαρχές της έως το σήμερα. Και όπως αποδεικνύεται από την ανταπόκριση του κοινού, οι «Ελληνες» του Βρετανού ελληνιστή βρίσκουν παγκόσμια ανταπόκριση.

beaton-credit-nikos-kokkalias

Μιλώντας στο «protothema.gr», ο Ρόντερικ Μπίτον εξηγεί τι ακριβώς επεδίωξε γράφοντας τους «Ελληνες»: «Το βιβλίο μου, μολονότι μεταφράζεται στα ελληνικά και θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Πατάκη, απευθύνεται στο διεθνές αναγνωστικό κοινό. Ο βασικός στόχος είναι η ενημέρωση, η διαφώτιση. Διότι έχω την εντύπωση ότι ιδιαίτερα ο σύγχρονος Ελληνισμός έχει αδικηθεί στον κόσμο γενικότερα. Αναφέροντας τον όρο “παγκόσμια ιστορία” στον τίτλο, επιχειρώ να επανεντάξω το ελληνικό στοιχείο στην οικουμενική κουλτούρα, όπου πιστεύω ότι ανήκει.

Και όταν λέω ότι ο σύγχρονος Ελληνισμός έχει αδικηθεί, εννοώ αφενός το ελληνικό στοιχείο μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση, αφετέρου ευρύτερα τον νεότερο Ελληνισμό, ο οποίος ξεκινά με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και την Επανάσταση του 1821. Συνήθως, στην αντίληψη των ξένων όλα αυτά υπάρχουν σαν υποσημείωση στην αρχαιότητα. Αυτή η προσέγγιση μού φαίνεται θεμελιωδώς λανθασμένη».

Υπάρχει φυλή;

Αποφασίζοντας να μιλήσει για μια αδιάσπαστη συνέχεια του Ελληνισμού ανά τους αιώνες, ο Μπίτον γνωρίζει πως διακινδυνεύει να βαδίσει στον λεπτό πάγο της αέναης συζήτησης περί «φυλής», με συγκεκριμένα εθνικά -ή εθνοτικά- χαρακτηριστικά κ.λπ. Γι’ αυτό και ξεκαθαρίζει εξ αρχής ότι «πουθενά στο βιβλίο μου δεν υπάρχει αναφορά σε φυλετικές θεωρίες. Αποφεύγω τον όρο “ελληνική φυλή”. Από ιδιοσυγκρασία, εγώ συντάσσομαι με τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη όταν έλεγε “δεν επιμένω στη φυλετική συνέχεια γιατί με φοβίζουν οι φυλετικές θεωρίες”.

«Tον Ιούνιο του 2015, με τις τράπεζες κλειστές και τη χώρα να απέχει μερικές μόνο ημέρες από την επίσημη ανακοίνωση της χρεοκοπίας, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα. Η πλειονότητα ψήφισε υπέρ της απόρριψης των όρων που έθεταν οι θεσμοί. Αυτή ήταν η στιγμή που μια λαϊκιστική κυβέρνηση ατένισε την άβυσσο και, την απολύτως τελευταία στιγμή, πισωπάτησε»

Γι’ αυτό και το δικό μου βιβλίο μου δεν πραγματεύεται καθόλου τη φυλετική καταγωγή των σημερινών Ελλήνων. Εξάλλου το ζήτημα αυτό είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει». Ωστόσο, ο Μπίτον παρουσιάζει τους Ελληνες ως μια συλλογική οντότητα η οποία δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, παρ’ όλες τις κακουχίες που συμπεριέλαβε η μακραίωνη ιστορική περιπέτειά της. Το στοιχείο-κλειδί, «το νήμα της Αριάδνης» όπως το αποκαλεί ο ίδιος, είναι η ελληνική γλώσσα. Ηδη από τις πρώτες λέξεις της εισαγωγής του στους «Ελληνες», ο καθηγητής Μπίτον επισημαίνει ότι «η ελληνική γλώσσα είναι μία από τις ελάχιστες στον κόσμο -μόλις τρεις- η οποία μπορεί να περηφανεύεται ότι διαθέτει γραπτή παράδοση που ξεπερνά τα τρεις χιλιάδες χρόνια. Οι άλλες δύο είναι η κινεζική και η εβραϊκή.

Οι συλλογικοί ήρωες και οι ηρωίδες της ιστορίας που παρουσιάζει αυτό το βιβλίο είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που μίλησαν και έγραψαν στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια των ατελείωτων αιώνων της καταγεγραμμένης εξέλιξής τους. Οι Ελληνες του τίτλου και των σελίδων που ακολουθούν σε αυτό το βιβλίο, θα πρέπει να νοούνται σαν “αυτοί που μιλούν Ελληνικά”. Η ιστορία αυτών των Ελληνόφωνων θα φανεί πως είναι μια ιστορία γύρω από την ταυτότητα – ή, μάλλον, γύρω από τις ταυτότητες, στον πληθυντικό. Οι ομιλούντες την ελληνική είχαν εξ αρχής μεγάλη ικανότητα στο να θέτουν ερωτήματα και στο να αναλύουν τον εαυτό τους. Οι απαντήσεις στις οποίες κατέληγαν, διέφεραν μεταξύ τους πολύ ανά τους αιώνες. Διαχρονικά, οι Ελληνες δημιούργησαν πολλούς και ιδιαίτερα διαφορετικούς τύπους κοινωνιών και πολιτικών συστημάτων.

beaton_portrait

Παρόλο που δεν έπαψαν ποτέ να κατοικούν την ίδια νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης και την ανατολική Μεσόγειο, ταυτόχρονα, άπλωσαν ρίζες σε πολλά διαφορετικά μέρη. Ξανά και ξανά αποδείχθηκαν πολυμήχανοι στο να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους. Πολέμησαν ενάντια σε διαφορετικούς εχθρούς, έκαναν συναλλαγές με διαφορετικούς εταίρους ανά τον κόσμο, λάτρεψαν διαφορετικούς θεούς, έφτασαν ενίοτε να αυτοαποκαλούνται με διαφορετικές ονομασίες». Μέσα σε όλη αυτή τη χαοτική διαφοροποίηση, ο Μπίτον επιλέγει να ακολουθήσει τον μίτο της ελληνικής γλώσσας, θεωρώντας ότι «εγώ δεν προσεγγίζω τον Ελληνισμό σαν κάτι μονοκόμματο και αναλλοίωτο στο χρόνο.

Δεν ψάχνω και κάποια υποτιθέμενη ‘ελληνική ψυχή’. Εμπιστεύομαι το αποδεδειγμένο τεκμήριο της γλώσσας και κατόπιν εξιστορώ τα διάφορα στάδια αυτοσυνείδησης του πληθυσμού ή των πληθυσμών, που σε διάφορες ιστορικές περιόδους και με διάφορα συμφραζόμενα προσδιόριζαν την ταυτότητά τους ως Ελληνες. Σε αυτό το βιβλίο μου δεν ήθελα να δώσω ξεχωριστή έμφαση σε καμία από τις επιμέρους περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Αντιμετωπίζω π.χ. την κλασική περίοδο της αρχαιότητας επί ίσοις όροις όπως με κάθε άλλη. Στη δική μου αντίληψη, όλοι οι ‘ελληνικοί πολιτισμοί’ που δημιούργησαν οι Ελληνες, έχουν ισόβαρη σημασία με την αρχαιότητα».

Η αιώνια διχόνοια

Αναπόφευκτα, όμως, τίθεται το ερώτημα εάν ήταν μόνο η γλώσσα αυτή που κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό, ιδιαίτερα στις πιο σκληρές δοκιμασίες, όταν κινδύνευσε σοβαρά να αφανιστεί από προσώπου Γης. Επ’ αυτού ο καθηγητής λέει στο «ΘΕΜΑ» ότι «σαφώς τον δικό του ρόλο διαδραμάτισε το στοιχείο της θρησκείας στη διατήρηση της συνέχειας.

Στην αρχή ήταν η ειδωλολατρία, κατόπιν ο χριστιανισμός που, ιδιαίτερα μετά από την κτίση της Κωνσταντινουπόλεως, η επικράτηση της τότε νέας θρησκείας συνεπάγεται και την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στη νέα εκδοχή της, την κοινή, η οποία ενσωματώθηκε στον χριστιανισμό. Υπάρχουν όμως κι άλλα κοινά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. η εφευρετικότητα, η διασπορά, οπωσδήποτε ο στενός δεσμός των Ελλήνων με τη θάλασσα και τη ναυτιλία. Από τους πρώτους Μυκηναίους ναυτικούς έως τον Ωνάση και τον Νιάρχο, οι Ελληνες πάντα δημιουργούσαν παροικίες μακριά από την Ελλάδα επειδή αυτό εξυπηρετούσε την οικονομική δραστηριότητά τους. Επίσης, πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων είναι ο συναγωνισμός. Ο αρχαίος Ελληνας εξιδανικεύει την έννοια της αρετής, όπως λέει ο Σωκράτης.

Εχω την εντύπωση ότι ιδιαίτερα ο σύγχρονος Ελληνισμός έχει αδικηθεί στον κόσμο γενικότερα. Αναφέροντας τον όρο “παγκόσμια ιστορία” στον τίτλο, επιχειρώ να επανεντάξω το ελληνικό στοιχείο στην οικουμενική κουλτούρα, όπου πιστεύω ότι ανήκει.

Και αρετή δεν είναι μόνο η χριστιανική, της καλοσύνης και της αγάπης. Εχει και έναν ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Οι φιλόσοφοι, οι αθλητές, οι τραγικοί ποιητές, οι πολιτικοί κ.ο.κ. διαρκώς συναγωνίζονται. Η ιδέα του αγώνα και μάλιστα του αγώνα προς την αρετή είναι κάτι πολύ ξεχωριστό – αυτό, άλλωστε, είναι η θεμελιώδης αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά και της αθηναϊκής δημοκρατίας, τρόπον τινά: Η διοργάνωση της πόλης κράτους βασίζεται στις δημοκρατικές διαβουλεύσεις. Κάθε πολίτης παλεύει για να επικρατήσει η δική του άποψη. Οπότε, υπό αυτή την έννοια, ο συναγωνισμός ή ακόμη και η διχόνοια, δεν είναι πάντα αρνητικά στοιχεία».

Θα μπορούσε, άραγε, η Ιστορία των Ελλήνων να αναγνωστεί σαν μια Ιστορία αέναων και αλλεπάλληλων διχασμών; Ακόμη και η Ιλιάδα, στην ουσία -και σε αυτό συμφωνεί ο Ρόντερικ Μπίτον- είναι η αφήγηση μιας εμφύλιας διαμάχης ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα. Η πολιορκία της Τροίας θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και πρόσχημα ή το φόντο της μυθικής μήνιδος του Αχιλλέα. Οπότε, από τον Ομηρο έως τη δριμεία χιονόπτωση των προηγούμενων ημερών, οι Ελληνες πάντοτε βρίσκουμε αφορμές για να διχαζόμαστε.

Αρκεί όμως αυτό για να χρεωθεί η τάση προς τη διχόνοια σαν ένα χαρακτηριστικό ελληνικό γνώρισμα; «Για το χιόνι δεν ξέρω», σχολιάζει ο Ρόντερικ Μπίτον, «αλλά είναι γεγονός ότι η διχόνοια είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται πολύ συχνά στην Ελληνική Ιστορία. Κάτι που θα βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο μου είναι ότι σε μία από τις χειρότερες στιγμές της Ιστορίας, όταν πραγματικά ο Ελληνισμός κινδύνευσε να χαθεί -μιλώ για την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1204 από τους Ευρωπαίους σταυροφόρους- δεν έφταιξαν μόνο οι ξένοι, όπως τείνουμε να πιστεύουμε. Χωρίς να ξέρουμε γιατί, ήδη δύο δεκαετίες πριν από την Αλωση, το Βυζάντιο είχε διασπαστεί εσωτερικά. Επανήλθε, έτσι, στο προσκήνιο η φυγόκεντρη τάση των Ελλήνων, όπως και στην αρχαιότητα.

f3__4892318
Ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος βραβεύει τον καθηγητή Μπίτον για την αφοσίωσή του στη χώρα μας, στην έρευνα της Ιστορίας και την έμμεση προβολή της Ελλάδας διεθνώς

Ομως, τα στοιχεία που εγγυήθηκαν τη συνέχεια το 1204 ήταν και πάλι η γλώσσα και η θρησκεία. Εγώ αποφεύγω τα στερεότυπα, γι’ αυτό δεν αποδίδω περισσότερη σημασία στη διχόνοια, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο των Ελλήνων, σε καμία περίπτωση. Απλώς, στην ελληνική περίπτωση, τα γεγονότα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένα. Οπότε, το ξεχωριστό για τους Ελληνες δεν είναι η διχόνοια καθαυτή, αλλά η τεκμηρίωση της διχόνοιας. Εστω κι έτσι, όμως, ποιος άλλος λαός έχει μια Ιστορία τόσο μεγάλη όσο ο Ελληνισμός; Και αν μη τι άλλο, παράλληλα με τους εκάστοτε διχασμούς, εγώ πιστεύω ότι μια σταθερά για τον Ελληνισμό είναι η αυτογνωσία. Το “γνώθι σαυτόν”. Με ενδιαφέρει η έννοια της ταυτότητας. Οι Ελληνες από τα αρχαία χρόνια έχουν αυτογνωσία. Ξέρουν ποιοι είναι και πού βρίσκονται σε σχέση με τον κόσμο. Υπάρχουν λαοί που ακόμη και σήμερα δεν έχουν πάρει αυτό το μάθημα».

Χάνεται η ελληνική γλώσσα;

Ο Ρόντερικ Μπίτον, λοιπόν, οικοδομεί την αφήγησή του για την ιστορία των Ελλήνων στην ενότητα της γλώσσας. Η οποία, αναμφίβολα, επιβιώνει μέσα από τις μεταλλάξεις της, παραμένοντας με έναν θαυμαστό τρόπο απαράλλαχτη στο πέρασμα του χρόνου – σε κάποια ουσιαστικά μέρη της, τουλάχιστον.

vivlio_teliko_2
Το βιβλίο του Ρόντερικ Μπίτον «Ελληνες – Μια παγκόσμια ιστορία» παραμένει για περισσότερο από ένα μήνα Νο 1 σε πωλήσεις στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Amazon, στην κατηγορία των μελετών γύρω από την Ευρώπη
Ομως, παρά τον καθοριστικό της ρόλο, η ελληνική γλώσσα συρρικνώνεται διαρκώς, απειλείται – ή μήπως όχι; «Θυμίζω», λέει ο Μπίτον, «ότι στην Αλεξάνδρεια του 3ου αιώνα π.Χ. έλεγαν τα ίδια κατά βάσιν. Στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε όλη την ελληνόφωνη ανατολή, το κίνημα της Β’ Σοφιστικής οφείλει την ύπαρξή του ακριβώς σε αυτό τον φόβο, ότι η γλώσσα μας φθίνει και πρέπει να την υπερασπιστούμε.

Από την άλλη, ο Παπαδιαμάντης που έγραφε στην καθαρεύουσα είχε στη διάθεσή του το λεξιλόγιο και το ύφος των ομηρικών επών, της αρχαίας τραγωδίας, των Ευαγγελίων, της νομικής γλώσσας της εποχής του, της δημοτικής – ακόμη και της σκιαθίτικης διαλέκτου.

Ολες αυτές οι φάσεις της ελληνικής γλώσσας συμβιώνουν, ενσωματώνονται στα έργα του Παπαδιαμάντη. Αντίστοιχα και ο Νίκος Καζαντζάκης αντλεί και αναδημιουργεί υλικό από τα αποθέματα μιας γλώσσας που υφίσταται για τρεις χιλιετίες. Αυτός ο θησαυρός είναι στη διάθεση κάθε ομιλητή, κάθε Ελληνα, στη διάθεση οποιουδήποτε μιλά και γράφει ελληνικά. Αρα, δεν είμαι καθόλου απαισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας».

Περί λαϊκισμού

Είναι αυτονόητο ότι μέσα από ένα σύγγραμμα που επιχειρεί να αποτυπώσει σε σύνοψη μια τόσο μεγάλη πορεία στον χρόνο και τόσο πολυτάραχη όσο η Ιστορία των Ελλήνων, ανακύπτουν πολυάριθμα σημεία άξια περαιτέρω διερεύνησης. Σταχυολογώντας μερικά μόνο εξ αυτών, ο αναγνώστης μπορεί να σταματήσει π.χ. στον τρόπο που ο Μπίτον παρουσιάζει και αξιολογεί την εφεύρεση του αλφαβήτου: «Η αλφαβητική επανάσταση ήταν μια εξέλιξη τόσο καθοριστική όσο και η ψηφιακή επανάσταση που συντελείται στις μέρες μας.

Η ανακάλυψη του αλφαβήτου θα δημιουργούσε τη δική της εκδοχή “του αιώνα της πληροφορίας” για τον κόσμο της αρχαιότητας – με πιο αργούς ρυθμούς, βέβαια, αλλά με εξίσου μακροπρόθεσμη επίδραση για το πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους στον χώρο και τον χρόνο». Μάλιστα, ο Ρόντερικ Μπίτον πιστεύει ότι αλφαβητική γραφή, όπως παρελήφθη σε μια πρωτόλεια μορφή από τους Φοίνικες και τροποποιήθηκε δραστικά στην Ελλάδα τον 8ο αιώνα π.Χ., εφευρέθηκε από έναν και μόνο άνθρωπο, έναν Ελληνα, συγκεκριμένο μεν αλλά καταδικασμένο σε αιώνια ανωνυμία.

Ο Μπίτον στο βιβλίο του περιεργάζεται μεταξύ πολλών άλλων το άλυτο αίνιγμα γύρω από την αληθινή ταυτότητα του ποιητή των δύο αρχέγονων επών, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Και γράφει χαρακτηριστικά ότι «παρόλο που εξακολουθούμε να μιλάμε για τον “Ομηρο” (συνήθως χωρίς εισαγωγικά) χάριν ευκολίας, υπάρχει μια ολοένα και πιο ισχυρή παραδοχή ότι ήταν πολλά διαφορετικά άτομα -γενιές ολόκληρες για την ακρίβεια- τα οποία θα πρέπει να έβαλαν το χέρι τους στη δημιουργία των επών όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.

Πίσω από το όνομα Ομηρος θα ήταν καλύτερα να μη σκεφτόμαστε ένα “βιογραφικό σημείωμα συγγραφέα” στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, όσο τα ονόματα των συντελεστών στους τίτλους τέλους μιας κινηματογραφικής ταινίας». Αφού διατρέξει ολόκληρη την Ελληνική Ιστορία, από την κλασική αρχαιότητα, την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ό,τι επακολούθησε στους ύστερους χρόνους, τον Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, η αφήγηση του Ρόντερικ Μπίτον στους «Ελληνες» προσγειώνεται στο σήμερα – σχεδόν.

Αποφεύγω τον όρο “ελληνική φυλή”. Από ιδιοσυγκρασία, εγώ συντάσσομαι με τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη όταν έλεγε “δεν επιμένω στη φυλετική συνέχεια γιατί με φοβίζουν οι φυλετικές θεωρίες”. Γι’ αυτό και το δικό μου βιβλίο δεν πραγματεύεται καθόλου τη φυλετική καταγωγή των σημερινών Ελλήνων

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του αναφέρεται επί λέξει ότι «τον Ιούνιο του 2015, με τις τράπεζες κλειστές, τη χώρα να απέχει μερικές μόνο ημέρες από την επίσημη ανακοίνωση της χρεοκοπίας και μιας καταστροφικής αποπομπής από την Ευρωζώνη, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα, με διορία μιας μόλις εβδομάδας. Η πλειονότητα ψήφισε υπέρ της απόρριψης των όρων που έθεταν οι θεσμοί. Αυτή ήταν η στιγμή που μια λαϊκιστική κυβέρνηση ατένισε την άβυσσο και, την απολύτως τελευταία στιγμή, πισωπάτησε».

Ως μη γηγενής Ελληνας, αλλά ως αφοσιωμένος ελληνιστής, ο Ρόντερικ Μπίτον καταθέτει την άποψη ενός «ξένου» για όσα έζησε η Ελλάδα πριν από 7 χρόνια: «Για τον λαϊκισμό, με τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από τις δεύτερες εκλογές του 2015, πιστεύω ότι και το ίδιο το κόμμα, όπως και οι Ελληνες ψηφοφόροι είδαν την άβυσσο που είναι ο λαϊκισμός και οπισθοχώρησαν.

Το διαπιστώνουμε αυτό και με τη μετέπειτα ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ που, έστω και όχι πολύ οργανωμένα, φαίνεται πως αλλάζει χαρακτήρα και κατά κάποιον τρόπο διεκδικεί τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, με την εκλογή της νυν κυβέρνησης, του Κυριάκου Μητσοτάκη, φάνηκε πως νίκησε η Δεξιά, όμως οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν τόσο το κόμμα όσο και την κυβέρνηση ως κεντροδεξιά. Κάπως έτσι η Ελλάδα πλησίασε αλλά και απέφυγε να παρασυρθεί μέσα στον στρόβιλο των ακροτήτων ή του άκρατου λαϊκισμού, όπως έγινε στις ΗΠΑ του Τραμπ ή στη Βρετανία με τον Μπόρις Τζόνσον.

Προς το παρόν οι Ελληνες γλίτωσαν. Και ευτυχώς – μολονότι κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τι θα γίνει στο μέλλον. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το μάθημα του 2015 θα μείνει για πάντα. Παντού στον κόσμο σήμερα υπάρχει ο κίνδυνος του λαϊκισμού και του απολυταρχισμού. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι ο απολυταρχισμός είναι ο βαθύτερος στόχος όσων πολιτικών θέλουν να εκλεγούν κάτω από τον μανδύα του λαϊκισμού».

Πηγή: Protothema,gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *