ΑΠΟΨΕΙΣ
“ΕΛΛΑΔΑ-ΣΚΟΠΙΑ: ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ”

Του Κώστα Καπνίση

Έχουμε πει χιλιάδες φορές ότι είναι κάτι παραπάνω από σημαντική η συστηματική ανάγνωση της Ιστορίας. Η Ιστορία, η διασταύρωση των πηγών, η μελέτη του παρελθόντος, μπορούν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο, μία χώρα, έναν πλανήτη σε ασφαλή μονοπάτια ώστε να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Με πολύ απλά λόγια, η Ιστορία διδάσκει και είναι οδηγός για το παρόν και το μέλλον για όλες τις αποφάσεις που ελήφθησαν ή πρόκειται να ληφθούν. Αυτά τα λέμε με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ (μέσα στο Κοινοβούλιο της χώρας του!!!) περί «Μακεδόνων του Αιγαίου», «μακεδονικής» γλώσσας που επιθυμεί ο ίδιος να «διδάξει» στην Ελλάδα. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι τα γεωπολιτικά παιχνίδια στην περιοχή των Βαλκανίων έχουν επιστρέψει και τα Σκόπια χρησιμοποιούνται από τους ισχυρούς του πλανήτη ως όχημα της νέας προπαγάνδας για τους σχεδιασμούς-συμφέροντα των ισχυρών στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων αναζωπυρώθηκε με τη λεγόμενη «συμφωνία» των Πρεσπών. Γι’ αυτή τη «συμφωνία» έχουν γραφτεί πολλά και δεν θα προχωρήσουμε σε ανάλυση των σημείων της. Άλλωστε αυτή η «συμφωνία» έχει ήδη καταπέσει στα μάτια όχι μόνο της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού, αλλά και στη συντριπτική πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας του πλανήτη. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την τελευταία, οποιοσδήποτε σοβαρός πολιτικός επιστήμονας ή αναλυτής εύλογα αναρωτιέται για το ποιος ήταν ο λόγος που η Ελλάδα προχώρησε σε μία τέτοια «συμφωνία», η οποία όχι μόνο δεν στέκεται σε κάποιο ιστορικό υπόβαθρο, αλλά θέτει τη χώρα σε κίνδυνο εν όψει νέων αλυτρωτικών διαθέσεων της γειτονικής χώρας. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και το ΝΑΤΟ, αλλά και οι υπόλοιποι παίκτες που έχουν διεισδύσει εκ νέου (αν έφυγαν και ποτέ) στα Βαλκάνια δεν βγάζουν λέξη για την προπαγανδιστική και ανιστόρητη «ρητορική» των Σκοπιανών και τις διεκδικήσεις τους σε βάρος της Ελλάδας. Αυτό όμως ούτε νέο είναι, ούτε κάτι που θα έπρεπε να αιφνιδιάζει τη χώρα μας. Άλλωστε, την ίδια στιγμή το ΝΑΤΟ πιέζει τη Σερβία να προχωρήσει σε «συνομιλίες» και «συνεννόηση» με το Κόσοβο.

Όλα αυτά βέβαια με την παράλληλη ανάπτυξη «ρητορικής» περί ειρηνικής συνύπαρξης στην περιοχή, περί κοινής ανάπτυξης και άλλων τέτοιων χαριτωμένων ΜΚΟ-λογούντων. Στις διεθνείς σχέσεις, στην εξωτερική πολιτική, στην πολιτική γενικότερα τέτοια πράγματα δεν υπάρχουν και όποιος τολμά να αγνοεί τους κανόνες του παιχνιδιού απλά συντρίβεται στο τέλος και χάνει και όλα όσα θεωρούνται ως δεδομένα. Ακόμα όμως και να ήθελε κάποιος να καταπιεί αμάσητη την προπαγάνδα ΕΕ, ΝΑΤΟ και άλλων «ειρηνοποιών» για την περιοχή των Βαλκανίων, να την κάνει κτήμα του, να την πιστέψει, τα γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή θα τον έκαναν να αναθεωρήσει άμεσα και χωρίς δεύτερη σκέψη. Παραδείγματα πολλά. Η περίπτωση της Ουκρανίας, η περίπτωση της Συρίας, οι διαρκείς απειλές της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, η περίπτωση των χωρών της Β. Αφρικής, η διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση στο χώρο της Μέσης Ανατολής. Όλα αυτά μόνο στην περιοχή μας, στη γειτονιά μας. Επομένως, καλό θα ήταν να μην δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε όλα όσα περί ειρηνικής συνύπαρξης και κοινής ανάπτυξης για το «καλό μας» στην περιοχή των Βαλκανίων, όταν αυτά έρχονται από «ειρηνοποιούς» όπως αυτοί της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, άλλων παικτών, αλλά ακόμα και διαφόρων «ΜΚΟ» που η ρητορική τους περί «ανοιχτών κοινωνιών» μόνο γέλιο προκαλεί.

Ξαναγυρνάμε στα Σκόπια που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν ένας πολύ εύκολος αντίπαλος για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, καθώς τα «επιχειρήματά» τους είναι κάτι παραπάνω από αστεία. Πάμε λοιπόν να δούμε κάτι από Ιστορία, από εξωτερική πολιτική και κάποια από τα τεχνάσματα που αυτή χρησιμοποιεί, προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς της. Το 1997, στη Β’ Σύνοδο της Βουλής των Εφήβων είχα αναπτύξει με την αρμοδιότητα του Εισηγητή της Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων δύο θέματα. Το ένα ήταν η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και το μέλλον της και το άλλο το Σκοπιανό (επίκαιρα και τα δύο 20 χρόνια μετά). Οι εισηγήσεις βρίσκονται στα πρακτικά της Β’ Συνόδου. Είχα την τιμή να τις παρουσιάσω ως Εισηγητής και στην Ολομέλεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παραθέσω εδώ την εισήγησή μου για τα Σκόπια:

«Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας προέκυψε για την Ελλάδα το πρόβλημα των Σκοπίων (της πρώην «Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», FYROM). Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι το όνομα «Μακεδονία» το είχαν πάρει τα Σκόπια την εποχή που ο στρατάρχης Τίτο έκανε τη στροφή του από την επιρροή της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Τότε το ΝΑΤΟ πίεσε την Ελλάδα να μην προκαλέσει προβλήματα, ειδικά από τη στιγμή που ο Τίτο στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Θα είχε ενδιαφέρον να δει κάποιος διπλωματικά έγγραφα της εποχής σχετικά με το θέμα. Μετά από τη κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας σφετερίστηκαν τα Σκόπια και το όνομα της Μακεδονίας και τον Ήλιο της Βεργίνας και κατά γελοίο τρόπο την Ιστορία. Έπειτα άρχισαν να «διαπραγματεύονται» με «χαρτιά» διαπραγμάτευσης, αυτά που αυθαίρετα επεδίωξαν να ιδιοποιηθούν.

Ίσως θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με άλλους τρόπους, από τους οποίους άξιος λόγου θα ήταν ο εξής: Η Ελλάδα απλά, αφοπλιστικά, να δηλώσει επίσημα ότι θεωρεί τους Σκοπιανούς ως Ελληνογενείς και Βυζαντινογενείς. «Απόδειξη» το όνομα που θέλουν για τον εαυτό τους. Ότι θα τους δεχόταν στα πλαίσια του ελληνικού Κράτους ειρηνικά –αν αυτή είναι η βούλησή τους- όπως θα μπορούσε να εκφραστεί σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης μέσα από ένα δημοψήφισμα υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Μία τέτοια θέση θα ερχόταν, βέβαια, σε αντίθεση με την αλλαγή των συνόρων, αλλά για ποια σύνορα μιλάμε μετά από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας; Επίσης, μία τέτοια θέση θα προσέκρουε σε συμφέροντα άλλων γειτονικών λαών. Εδώ η Ελλάδα θα παρατηρούσε ότι δεν τους διεκδικεί. Ευχάριστα όμως δέχεται να αυτοδιατεθούν και να ενταχθούν, με όποιο σχήμα, στην ελληνική επικράτεια. Ενδιαφέρον έχει το τελικό αποτέλεσμα. Η ηγεσία των Σκοπίων θα έτρεχε να βρει όνομα, αλλά και θα παρουσίαζε μία άλλη εκδοχή για την ιστορική προέλευση αυτής της ανομοιογενούς κοινωνίας.

Έπειτα, η Ελλάδα θα μπορούσε να δηλώσει επίσημα ότι αποδέχεται τη θέση αυτή και να κλείσει το θέμα αφήνοντας -με φιλικούς πάντα τόνους- να φανεί το ενδιαφέρον της για ελληνική μειονότητα, που υπολογίζεται στο 10%12% του πληθυσμού των Σκοπίων, έτσι σαν αντίβαρο για όσα λένε οι Σκοπιανοί για «μακεδονική εθνότητα» που μάλιστα καταπιέζεται στην Ελλάδα! Μία ανησυχία στα Σκόπια για το που το πάει η Ελλάδα θα είχε πολύ ενδιαφέρον.

Τέλος, δεν θα έβλαπτε να αναζητηθεί το οικογενειακό παρελθόν της ηγετικής ομάδας των Σκοπίων, που θα μπορούσε να πει πολλά για την ελληνική τους προέλευση. Ασφαλώς, σε καμία περίπτωση δεν θα τους χαρακτηρίζαμε ως «πολιτιστικούς γενίτσαρους». Μία ένσταση σε αυτή την θεώρηση του προβλήματος θα ήταν ότι δεν είναι σοβαρή, έχει μία ελαφρότητα και άλλα παρόμοια. Όμως, αυτό που κάνουμε τώρα –με περισσή σοβαρότητα- είναι να συζητάμε με τους Σκοπιανούς όπως ένας νηφάλιος με έναν μεθυσμένο. Οι αρχαίοι μας έλεγαν ότι «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται». Η άποψη αυτή μπορεί να έχει και τώρα αποτέλεσμα. Αφού τόσο θέλετε να λέγεστε Μακεδόνες, εμείς σας δεχόμαστε ως Βυζαντινογενείς και Ελληνογενείς!».

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές, για όσους αγαπούν και γνωρίζουν την Ιστορία, αλλά και θέματα εξωτερικής πολιτικής ότι η παραπάνω άποψη (αποτυπωμένη στα 1997) είναι ένα διπλωματικό τέχνασμα. Άλλωστε έλαβε θετικές κριτικές από γνώστες του ζητήματος (ακόμα και από ανθρώπους σε σπουδαία αξιώματα). Για όσους, ευτυχώς ελάχιστους, το εξέλαβαν αλλιώς, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο πέρα από το να προτείνουμε να διαβάσουν Ιστορία.

Γνωρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο, καθώς απαιτεί πολύ χρόνο, διασταύρωση πηγών, αλλά και κατανόηση του ότι δεν μπορείς να ανταλλάσσεις-χρησιμοποιείς τα ίδια επιχειρήματα κάθε φορά που οι συνομιλητές σου αλλάζουν. Κάθε φορά, ειδικά όταν πρόκειται για εξωτερική πολιτική, «ζυγίζεις» το συνομιλητή σου και έτσι επιλέγεις αν θα μιλήσεις πρώτος ή δεύτερος, αν θα επιλέξεις να ακούσεις πρώτα τα επιχειρήματα ή «επιχειρήματα» του συνομιλητή σου και να απαντήσεις μετά με δικά σου επιχειρήματα ή «επιχειρήματα». Όλο αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα. Απαιτεί γνώση, ειδικά σε μία εποχή όπου η γνώση έχει ηττηθεί κατά κράτος από αυτό που ονομάζουμε πληροφορία. Δεν δίνουμε σημασία στην ουσία ενός κειμένου, σε αυτό που πραγματικά θέλει να αναδείξει, αλλά στον τίτλο, στην πληροφορία (η οποία τις περισσότερες φορές είναι είτε παραπλανητική είτε ψευδής). Αυτό γίνεται για πολλούς και διάφορους λόγους.

Αυτό που έκανε ο πρωθυπουργός των Σκοπίων δεν είναι τίποτε παραπάνω από αυτό που επιδιώκει η ηγεσία των Σκοπίων τις τελευταίες δεκαετίες. Η ηγεσία των Σκοπίων ψάχνει «ταυτότητα», προσπαθεί να ενώσει μία εξαιρετικά ανομοιογενή κοινωνία, προσπαθεί να επιβάλλει μία ανύπαρκτη και ανιστόρητη ατζέντα για να βρει ένα εθνικό αφήγημα. Από ελληνικής πλευράς έχουν γίνει πολλά λάθη σε ότι αφορά την εξωτερική της πολιτική και την αντιμετώπιση της παράλογης και ανιστόρητης προπαγάνδας των Σκοπίων. Ουσιαστικά, από το 1948 και μετά, η Ελλάδα υποτίμησε τις εξελίξεις στην περιοχή των Βαλκανίων (και όχι μόνο), άφησε τους Σκοπιανούς να προωθούν την προπαγάνδα τους εκτιμώντας (πιθανώς) ότι δεν πρόκειται να τους πάρει κανείς στα σοβαρά. Τεράστιο λάθος. Όταν αφήνεις πράγματα (όσο απίθανα και αν είναι αυτά) να λέγονται -για δεκαετίες μάλιστα- και να μένουν αναπάντητα, τότε κάποια στιγμή θα τα βρεις μπροστά σου.

Είναι τουλάχιστον αφελές (αν μη τι άλλο) να γίνεται λόγος για «μακεδονική γλώσσα», για «μακεδονική εθνότητα», για «μακεδονική μειονότητα» στην Ελλάδα. Μία βόλτα στη γειτονική χώρα ή μία συνομιλία με πολίτη αυτής της χώρας που ζει στο εξωτερικό είναι ικανή για να πείσει. Οι άνθρωποι ομιλούν τη σλαβική γλώσσα. Γι’ αυτό και συνεννοούνται απόλυτα με κάποιον που είναι (για παράδειγμα) από τη Σερβία ή την Βουλγαρία. Δεν γνωρίζουν και δεν ομιλούν κάποια άλλη γλώσσα, πόσο μάλλον τη «μακεδονική γλώσσα» (και πως θα μπορούσαν άλλωστε να μιλήσουν σε μία γλώσσα που δεν υπάρχει). Με λίγα λόγια, επιδιώκουν να εισέλθουν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ εκτιμώντας ότι αυτό θα λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων τους. Αυτό βέβαια είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους. Δεν έχουν όμως κανένα δικαίωμα να σφετερίζονται την Ιστορία ενός γειτονικού τους λαού (ενός λαού που τους έχει βοηθήσει μάλιστα όλα αυτά τα χρόνια ώστε να έχουν μία βιώσιμη οικονομία). Δεν έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν ως «όχημα» τη «μακεδονική γλώσσα», τη «μακεδονική εθνότητα» και τη «μακεδονική μειονότητα», ή ότι άλλο σκαρφιστούν, προκειμένου να αποδείξουν περίτρανα (για άλλη μία φορά) τις αλυτρωτικές διαθέσεις τους έναντι της Ελλάδας.

Η «συμφωνία» των Πρεσπών βέβαια έδωσε δικαίωμα-πάτημα στους Σκοπιανούς στο να συντηρήσουν ζωντανό το παρα-μύθι τους και τις διεκδικήσεις που είχαν πάντα έναντι της Ελλάδας και να μιλούν (ξανά) για «Μακεδονία του Αιγαίου». Θα το πούμε όσο πιο απλά γίνεται. Ακόμα και αν ολόκληρος ο πλανήτης αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία», αυτό δεν θα έχει ποτέ αξία αν δεν τους αναγνωρίσει η Ελλάδα. Μιλάμε για απλά μαθήματα Ιστορίας και εξωτερικής πολιτικής. Για να το πούμε ακόμα πιο απλά. Δεν μπορεί η Ελλάδα να ηττηθεί (έχοντας μάλιστα το δίκιο με το μέρος της) διπλωματικά από τα Σκόπια. Έχουν συμβεί πολλά τα τελευταία χρόνια σε τούτη τη χώρα. Πολλοί λανθασμένοι χειρισμοί, πολλά τρομακτικά λάθη, σε πολλούς τομείς. Αν η χώρα ηττηθεί και από τα Σκόπια, τότε ειλικρινά δεν μπορούμε να φανταστούμε το τι μπορεί να γίνει αν οι «εταίροι» και «σύμμαχοι» φέρουν την Ελλάδα σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Για το «καλό μας» βέβαια και για την «ειρήνη» και «συν-ανάπτυξη» στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής περιοχής της Μεσογείου…

Στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν ούτε αγάπες, ούτε λουλούδια, ούτε άλλα τέτοια …χαριτωμένα. Η Ελλάδα είναι μία ειρηνική χώρα και έχει (οφείλει να έχει) μία πάγια και αμετάβλητη θέση. Δεν διεκδικεί τίποτε από τους γείτονές της, αλλά δεν παραχωρεί και τίποτε από αυτά που δικαιωματικά της ανήκουν. Τελεία, παράγραφος…

Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις 

Πηγή: Info2daynews.blogspot.com

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *