ΔΙΕΘΝΗ
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ ΚΙΝΑΣ-ΤΑΪΒΑΝ (ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΕΜΟ)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ “ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΩΝ”. Στα διεθνή μέσα ενημέρωσης εμφανίσθηκε η εκτίμηση πως η Ταϊβάν, ένα λιλιπούτειο νησί κοντά στην Κίνα το οποίο το Πεκίνο θεωρεί ότι αποτελεί μέρος της κινεζικής επικράτειας αλλά διαφωνούν οι ΗΠΑ, η Δύση και οι κάτοικοί του, μπορεί να αποτελέσει αφορμή για έναν, ακόμη, Παγκόσμιο Πόλεμο. Το θέμα της Ταϊβάν θα αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης απο την Ουάσιγκτον στη διαμάχη της με την Κίνα. Γι αυτό, αξίζει να δούμε τις ρίζες και την εξέλιξη αυτής της διαμάχης. 

 

 

Η ΕΣΣΔ και η Ανατολή (1923-1927)

Οι μη ευρωπαϊκές χώρες ελάχιστα είχαν απασχολήσει τον Μαρξ, όπως επίσης και την Πρώτη και τη Δεύτερη Διεθνή. Ακόμα και ο Λένιν, στο γνωστό του έργο που δημοσιεύτηκε το 1916, έκανε λόγο για τον ιμπεριαλισμό ως «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», αλλά αυτό που πραγματευόταν ήταν κυρίως οι επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού στις αναπτυγμένες χώρες και όχι στις αποικίες.

Οι διακηρύξεις με αποδέκτες τους λαούς της Ασίας κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο ήταν κατά βάση προτροπή προς αυτούς να εξεγερθούν κατά της κυριαρχίας των ξένων, και κυρίως των Βρετανών.

Στις αποφάσεις του 1ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, τον Μάρτιο του 1919, υπήρχε απλώς μια έκκληση προς τους «σκλάβους της αποικιοκρατίας στην Ασία και την Αφρική». Στο 2ο Συνέδριο, τον Ιούνιο του 1920, έγινε για πρώτη φορά προσπάθεια να χαραχτεί συγκεκριμένη πολιτική για τις χώρες που βρίσκονταν υπό «αποικιακό ή ημιαποικιακό ζυγό». Στο σχετικό κείμενο, γραμμένο από τον ίδιο τον Λένιν, γινόταν λόγος για «στενή συμμαχία όλων των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιοκρατικών κινημάτων με τη Σοβιετική Ρωσία». Το αν αυτή η συμμαχία θα είχε αστικοδημοκρατικούς ή προλεταριακούς/κομμουνιστικούς στόχους θα ήταν συνάρτηση του επιπέδου της συγκεκριμένης χώρας, από άποψη οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης.

Σε πιο «καθυστερημένες» χώρες, οι κομμουνιστές θα έπρεπε να υποστηρίζουν κάθε εθνικοα- πελευθερωτικό κίνημα, έστω και αν αυτό είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα. Η προσέγγιση αυτή φαινόταν βασισμένη στην κοινή λογική• ωστόσο, τα προβλήματα που ανέκυπταν από την πρακτική εφαρμογή της δεν ήταν λίγα.

Λίγους μήνες έπειτα από το 2ο Συνέδριό της, η Κομιντέρν συγκάλεσε ένα Συνέδριο των Λαών της Ανατολής, στο Μπακού. Από τους σχεδόν 2.000 συνέδρους οι περισσότεροι προέρχονταν από περιοχές της Κεντρικής Ασίας και ήταν μουσουλμάνοι. Όλοι αυτοί είχαν εν πολλοίς έναν κοινό εχθρό: τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, εξού και το θέμα της αντιμετώπισής του κυριάρχησε στις ομιλίες των συνέδρων.

Ωστόσο, τα πράγματα έδειξαν να περιπλέκονται αφενός λόγω των θρησκευτικών (και δη ισλαμικών) ευαισθησιών αρκετών συνέδρων, και αφετέρου λόγω της παρουσίας στο συνέδριο του Εμβέρ πασά, ενός από τους ηγέτες της Επανάστασης των Νεοτούρκων το 1908, ο οποίος όχι μόνον ελάχιστη σχέση είχε με τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά προτάγματα, αλλά και θεωρούνταν εν πολλοίς υπεύθυνος για τις σφαγές των Αρμενίων.

Το Συνέδριο των Λαών της Ανατολής δεν είχε συνέχεια, και οι πρακτικές συνέπειές του ήταν ελάχιστες. Είναι ενδεικτικό ότι ένα δεύτερο συνέδριο που επρόκειτο να συνέλθει στο Ιρκούτσκ τον επόμενο χρόνο δεν έγινε ποτέ. Βέβαια, τον Ιανουάριο του 1922 συνήλθε στη Μόσχα ένα ανάλογο συνέδριο, αλλά ήδη ο αρχικός οίστρος και ενθουσιασμός έδειχναν να έχουν υποχωρήσει.

Σε ό.τι αφορά την Απω Ανατολή, η Ιαπωνία ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά χώρα, που είχε ακολουθήσει εν πολλοίς την πορεία των χωρών της Δύσης, είχε ήδη ισχυρό προλεταριάτο, και επομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο πρόσφορο έδαφος για ενδεχόμενη σοσιαλιστική επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά, στα συνέδρια της Κομιντέρν δεν είχε καν εμφανιστεί Ιάπωνας αντιπρόσωπος, ενώ και η επιρροή του κομμουνισμού έδειχνε να είναι μάλλον ασήμαντη στη λεγάμενη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.

Αντιθέτως, το πιο γόνιμο πεδίο προπαγάνδας αλλά και δράσης για τη σοβιετική διπλωματία αποδείχθηκε η Κίνα, όπου ήδη έτεινε να αναπτυχθεί ένα ολοένα και πιο δυναμικό κίνημα κατά των αποικιοκρατικού χαρακτήρα συμφωνιών και κατά του ελέγχου από ξένους των λεγάμενων «λιμανιών των συνθηκών».

Το 1912 ο Λένιν, υπό την επήρεια της Κινεζικής Επανάστασης του 1911, είχε γράψει ότι «τα εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζομένων της Ασίας έχουν έναν αξιόπιστο σύμμαχο: το προλεταριάτο των προηγμένων χωρών». Παράλληλα, προέβλεπε ότι η νίκη του προλεταριάτου «θα απελευθερώσει όχι μόνον τους λαούς της Ευρώπης αλλά και τους λαούς της Ασίας», ενώ περιέγραφε τον ηγέτη της Κινεζικής Επανάστασης, τον Σουν Γιατ-σεν, σαν «ναροντνίκο» του οποίου το πρόγραμμα είχε κατά βάση «επαναστατικό-δημοκρατικό» χαρακτήρα. Όταν το 1918 ο Σουν Γ ιατ-σεν σχημάτισε δική του κυβέρνηση στην Καντόνα, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του ως ηγέτη του κινεζικού εθνικού κινήματος, η αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ των δύο επαναστατικών κέντρων, της Καντόνας και της Μόσχας, επικυρώθηκε με την ανταλλαγή επιστολών και τηλεγραφημάτων μεταξύ Σουν και Τσιτσέριν.

Έτσι, από τα πρώτα ήδη χρόνια της δεκαετίας του 1920 η σοβιετική διπλωματία είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται ολοένα και περισσότερο στην Κίνα.

Ιαπωνικά στρατεύματα εξακολουθούσαν να παραμένουν στη Σιβηρία ακόμα και όταν όλες οι άλλες χώρες που είχαν εμπλακεί στον Εμφύλιο Πόλεμο είχαν αποσύρει τις δυνάμεις τους. Ωστόσο, το 1921, λόγω και των σχετικών πιέσεων που ασκούσε η αμερικανική κυβέρνηση, οι Ιάπωνες ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν από τα ρωσικά εδάφη. Την ίδια λίγο πολύ εποχή δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού είχαν αρχίσει να κινούνται όλο και περισσότερο προς τα ανατολικά.

Εκδιώκοντας τις δυνάμεις των Λευκών που είχαν καταλάβει την Εξωτερική Μογγολία, οι δυνάμεις αυτές, τον Νοέμβριο του 1927, ανακήρυξαν τη Μογγολία λαϊκή δημοκρατία, υπό τον έλεγχο και την προστασία της Μόσχας.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Γιόφε ανέλαβε να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη σκιώδη και εν πολλοίς αδύναμη κινεζική κυβέρνηση του Πεκίνου, αλλά χωρίς επιτυχία. Από την άλλη, τον Ιανουάριο του 1923 ο Γιόφε είχε μια συνάντηση στη Σανγκάη με τον Σουν Γιατ-σεν, ο οποίος είχε εκδιωχθεί πριν από λίγο καιρό από την Καντόνα. Πλέον, η σοβιετική εξωτερική πολιτική ήταν σαφώς προσανατολισμένη στην πολιτική του ενιαίου μετώπου, αλλά και στη συνεργασία με τα εθνικά κινήματα που αντιμάχονταν τον ιμπεριαλισμό.

Η συνάντηση του Γιόφε με τον Σουν Γιατ-σεν επισφραγίστηκε με την αποδοχή εκ μέρους του Σοβιετικού αντιπροσώπου της άποψης του Σουν ότι, με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις και συνθήκες, δεν μπορούσε και να γίνεται λόγος για εγκαθίδρυση του κομμουνισμού ή του σοβιετικού συστήματος στην Κίνα.

Από την άλλη, συμφωνήθηκε ότι

«το κύριο και πιο πιεστικό πρόβλημα της Κίνας είναι η αποκατάσταση της εθνικής ενότητας και η εξασφάλιση πλήρους εθνικής ανεξαρτησίας»•

ως προς την επίτευξη των στόχων αυτών, ο Γιόφε διαβεβαίωσε τον Σουν ότι η Κίνα μπο-ρούσε να υπολογίζει στη θερμή υποστήριξη της Μόσχας.

Η συμφωνία αυτή ήταν η αφετηρία μιας μακράς περιόδου γόνιμης συνεργασίας του σοβιετικού καθεστώτος με τον Σουν (ο οποίος, έπειτα από δύο μήνες, είχε ανακτήσει την εξουσία στην Καντόνα) και το κόμμα του, το Κουομιτάνγκ.

Το φθινόπωρο του 1923 ο Τσιανγκ Κάι-σεκ, ένας από τους υπαρχηγούς του Σουν Γιατ-σεν, στάλθηκε στη Μόσχα, προκειμένου να διαπραγματευτεί την προμήθεια όπλων και άλλου πολεμικού υλικού• παράλληλα, ο Μποροντίν, αμερικανικής καταγωγής Ρώσος κομμουνιστής που μιλούσε καλά αγγλικά, στάλθηκε στην Καντόνα, με την ιδιότητα του συμβούλου του Σουν.

Τους επόμενους μήνες ο Μποροντίν κατάφερε να συσφίξει τις προσωπικές του σχέσεις με τον Σουν αλλά και τις σχέσεις μεταξύ της σοβιετικής κυβέρνησης και του Κουομιτάνγκ, θέτοντας ως κοινό στόχο την απελευθέρωση της Κίνας από την κυριαρχία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και ειδικότερα της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας.

Ο Σουν αφότου είχε εγκατασταθεί και πάλι στην Καντόνα, είχε σχηματίσει εκεί μια κυβέρνηση που φιλοδοξούσε να οργανώσει στρατιωτική εκστρατεία κατά του βορρά, με σκοπό την επανένωση της Κίνας και την εκδίωξη «των ξένων ιμπεριαλιστών». Η στρατιωτική βοήθεια από τη Μόσχα είχε αρχίσει να φτάνει στην Καντόνα σε ολοένα αυξανόμενες ποσότητες, ενώ Σοβιετικοί στρατιωτικοί σύμβουλοι βοηθούσαν στη δημιουργία του νέου στρατού της κυβέρνησης της Καντόνας και στην εκπαίδευση των απαραίτητων αξιωματικών. Παράλληλα, ο Σουν Γιατ-σεν με την προτροπή και τη βοήθεια του Μποροντίν, προσπαθούσε να μετατρέψει το Κουομιτάνγκ σε καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο κόμμα.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), που είχε ιδρυθεί το 1921, στα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν είχε περισσότερα από περίπου 1.000 μέλη, κι αυτά κυρίως μαρξιστές διανοούμενους. Πριν ακόμη από την άφιξη του Μποροντίν στην Καντόνα, απ’ ό,τι φαίνεται με προτροπή της Κομιντέρν, είχε συμφωνηθεί τα μέλη του ΚΚΚ να γίνουν συγχρόνως και μέλη του Κουομιτάνγκ.

Επρόκειτο για κάτι ανάλογο με αυτό που γινόταν με τα μέλη του Κ.Κ. Μεγάλης Βρετανίας και το Εργατικό Κόμμα, με σκοπό να ενισχύεται ο αγωνιστικός και μαχητικός χαρακτήρας του πολύ μαζικότερου αλλά χαλαρότερου οπωσδήποτε πολιτικού οργανισμού λόγω της παρουσίας στους κόλπους του μιας ομάδας δυναμικής, σφιχτοδεμένης, αφοσιωμένης στον στόχο της επανάστασης.

Όλες αυτές οι ρυθμίσεις και οι διατυπώσεις, αλλά και η «διπλή ένταξη» ειδικότερα, συγκάλυπταν ουσιαστικά τις

διαφορές μεταξύ της μαρξιστικής θεωρίας και των «τριών αρχών» (εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, ευημερία του λαού) του Σουν Γιατ-σεν.

Όσο όλα τα άλλα ζητήματα υποτάσσονταν στον πρωταρχικό στόχο της αποτίναξης των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Όταν, όμως, ο Μποροντίν άρχισε να πιέζει προκειμένου να περιληφθεί στο πρόγραμμα του Κουομιτάνγκ η απαλλοτρίωση της μεγάλης γαιοκτησίας, ο Σουν αντέδρασε και οι Σοβιετικοί σύμβουλοί του αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν.

Στα τέλη του 1924 ο Σουν Για τσεν αποφάσισε να ταξιδέψει στη βόρεια Κίνα και την Ιαπωνία, προκειμένου να αποκτήσει προσωπική εικόνα της κατάστασης. Όμως, καθ’ οδόν αρρώστησε και, τον Μάρτιο του 1925. πέθανε στο Πεκίνο. Πιθανότερος διάδοχός του φαινόταν να είναι ο Ουάνγκ Τσιν- γκουέι, γνωστός για την οξυδέρκειά του αλλά αδύναμος χαρακτήρας, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Κουομιτάνγκ.

Ωστόσο, οι στρατιωτικές ικανότητες του Τσιανγκ Κάισεκ και το κύρος που είχε αποκτήσει λόγω του ταξιδιού του στη Μόσχα είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει αυτός ο διάδοχος του Σουν.

Αρχικά, ο Τσιανγκ δεν έδειξε να έχει πολιτικές φιλοδοξίες, αρκούμενος στην προσπάθεια να αξιοποιήσει τη σοβιετική βοήθεια προκειμένου να δημιουργήσει αξιόμαχο στρατό. Στις 30 Μαΐου 1925, στη Σανγκάη, η τοπική αστυνομία, με επικεφαλής Βρετανό διοικητή, άνοιξε πυρ εναντίον μιας πορείας εργατών και σπουδαστών, σκοτώνοντας αρκετούς διαδηλωτές. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες, οι οποίες θα διαρκέσουν περίπου δύο μήνες και θα επεκταθούν στην Καντόνα. Για πρώτη φορά τότε έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους στη Σανγκάη συνδικάτα ελεγχόμενα από το ΚΚΚ, ενώ και τα μέλη του κόμματος έφτασαν, σε λίγες μόλις εβδομάδες, τις 10.000.

Μια από τις συνέπειες που είχαν αυτά τα γεγονότα ήταν επίσης να οξυνθούν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Μεγάλης Βρετανίας. Μια άλλη συνέπεια, εξάλλου, ήταν η ανάδυση στους κόλπους του Κουομιτάνγκ μιας «δεξιόστροφης» τάσης, η οποία επέμενε στον στόχο της εθνικής ανεξαρτησίας αλλά ήταν κατηγορηματικά αντίθετη με την όποια κοινωνική ανατροπή. Όσο για τον Τσιανγκ Κάι-σεκ, προς το παρόν φρόντιζε να ισορροπεί επιδέξια μεταξύ δεξιάς και αριστερής πτέρυγας του κόμματός του.

Το ενδιαφέρον της Μόσχας για όσα συνέβαιναν στη νότια Κίνα με επίκεντρο την Καντόνα, έδρα της κυβέρνησης του Κουομιτάνγκ, δεν σήμαινε σε καμιά περίπτωση ότι η σοβιετική εξωτερική πολιτική δεν ενδιαφερόταν εξίσου για τις εξελίξεις στη βόρεια Κίνα, με την οποία και συνόρευε η Σοβιετική Ένωση.

Τον Αύγουστο του 1923 έφτασε στο Πεκίνο ο Καραχάν, ως άτυπος πρέσβης της Μόσχας, ο οποίος τον Μάιο του 1924 υπέγραψε συνθήκη για την ομαλοποίηση των σινο- σοβιετικών σχέσεων. Η σοβιετική κυβέρνηση είχε ήδη παραιτηθεί από τα δικαιώματα ετεροδικίας και τις άλλες παραχωρήσεις που είχε εξασφαλίσει στην Κίνα το τσαρικό καθεστώς – όπως, άλλωστε, και οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Τα σημεία τριβής μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου είχαν έτσι περιοριστεί στην τύχη της Εξωτερικής Μογγολίας, επί της οποίας η κινεζική κυβέρνηση πρόβαλλε κυριαρχικά δικαιώματα, καθώς και στον κατασκευασμένο από τους Ρώσους Κινεζικό Ανατολικό Σιδηρόδρομο (CER), ο οποίος διέσχιζε τη Μαντζουρία για να καταλήξει στο Βλαδιβοστόκ.

Η Εξωτερική Μογγολία αναγνωρίστηκε, με βάση τη συνθήκη που υπογράφτηκε, ως «αναπόσπαστο τμήμα» της Κίνας, χωρίς ωστόσο να οριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και αξιωματούχων, καθώς η Σοβιετική Ένωση έδειχνε αποφασισμένη να διατηρήσει στη ζωή την υπό τον έλεγχό της Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας.

Όσο για τον Κινεζικό Ανατολικό Σιδηρόδρομο, τέθηκε υπό τον έλεγχο ενός διοικητικού συμβουλίου αποτελούμενου από πέντε Κινέζους και πέντε Ρώσους, με τον γενικό διευθυντή ωστόσο να παραμένει άνθρωπος των Σοβιετικών (γεγονός που θα γίνει αιτία αρκετών προστριβών τα επόμενα χρόνια).

Η σοβιετική κυβέρνηση δεν θεωρούσε ότι υπήρχε ασυμβατότητα μεταξύ αφενός της υπεράσπισης των συμφερόντων της σε συνεννόηση με την κυβέρνηση του Πεκίνου, και αφετέρου της παροχής βοήθειας και υποστήριξης προς την επαναστατική κυβέρνηση της Καντόνας. Ωστόσο, ορισμένα από τα στελέχη του Κουομιτάνγκ εξέφραζαν ήδη την έντονη δυσαρέσκειά τους για τη συνθήκη και τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η Μόσχα με τους ορκισμένους εχθρούς τους στο Πεκίνο.

Η κυβέρνηση του Πεκίνου, η οποία είχε διαπραγματευτεί τη Σινοσοβιετική Συνθήκη του 1924, βρισκόταν υπό τον «χαλαρό» έλεγχο του Βου Πέι-φου, πολέμαρχου που για ένα δι-άστημα κυριαρχούσε στην κεντρική Κίνα με την υποστήριξη των Βρετανών.

Το φθινόπωρο του 1924 άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των δυνάμεων του Βου και στρατευμάτων του Τσανγκ Τσο-λιν, πολέμαρχου της Μαντζουρίας και προστατευόμενου των Ιαπώνων.

Η αποσκίρτηση του Φενγκ Γιου-σιανγκ, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του μεγάλο τμήμα της βορειοδυτικής Κίνας, επιτάχυνε την ήττα του Βου. Σύντομα ο Φενγκ, αν και τυπικά πάντα στην υπηρεσία του Βου, ήρθε σε συνεννόηση με το Κουομιτάνγκ και την κυβέρνηση της Καντόνας, γεγονός στο οποίο ίσως να συνέβαλαν η βοήθεια και η υπόσχεση υποστήριξης εκ μέρους της Μόσχας. Με τον Βου να έχει πια αποδυναμωθεί σχεδόν πλήρως, ο Φενγκ επιχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχό του το Πεκίνο και τις γειτονικές στην πρωτεύουσα επαρχίες. Ωστόσο, οι ελπίδες του αποδείχθηκαν φρούδες, καθώς τον Απρίλιο του 1926 ο Τσανγκ Τσο-λιν έτρεψε σε φυγή τις πιστές στον Φενγκ δυνάμεις και εγκατέστησε στο Πεκίνο κυβέρνηση ανδρεικέλων, πιστών σε εκείνον.

Πλέον στην Κίνα υπήρχαν ουσιαστικά δύο μόνον κέντρα εξουσίας και ανάλογης στρατιωτικής ισχύος: ο Τσανγκ Τσο- λιν στον βορρά, και το Κουομιτάνγκ, υπό την ηγεσία του Τσιανγκ Κάι-σεκ, στον νότο.

Όσο για την κεντρική Κίνα, παρέμενε εν πολλοίς διαφιλονικούμενη, όχι μόνο μεταξύ των δύο αυτών πόλων, αλλά και των υπολειμμάτων από τα στρατεύματα του Βου Πέι-φου.

Αυτά ήταν λίγο πολύ τα δεδομένα όταν ο Τσιανγκ Κάι-σεκ, στις αρχές του 1926, πήρε την κρίσιμη απόφαση να εξαπολύσει το επόμενο καλοκαίρι την επίθεσή του κατά του βορρά.

0 Μποροντίν και οι άλλοι Σοβιετικοί σύμβουλοί του δεν συμφωνούσαν με αυτή την απόφαση. Πράγματι, η επίθεση κατά του βορρά είχε συζητηθεί επανειλημμένα ως τελικός στόχος των στρατιωτικών προετοιμασιών, αλλά αυτό δεν σήμαινε, κατά την εκτίμησή τους, ότι έπρεπε να εξαπολυθεί στο άμεσο μέλλον. Η επιτυχία της ήταν αμφίβολη, και επιπλέον θα μπορούσε να προκαλέσει επέμβαση των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων. Άλλωστε, η σοβιετική κυβέρνηση ανησυχούσε σοβαρά την εποχή εκείνη για την πορεία των διαπραγματεύσεων (με τον Τσανγκ Τσο-λιν, πλέον) για τον Κινεζικό Ανατολικό Σιδηρόδρομο, δεν ήθελε άλλες εστίες αναταραχής στην ευρύτερη περιοχή, και ελάχιστη σημασία έδινε στα τεκταινόμενα στην Καντόνα.

Τον Ιανουάριο του 1926 ο Μποροντίν έφυγε από την Καντόνα για να επισκεφθεί το Πεκίνο και το αρχηγείο του Φενγκ Γιου-σιανγκ. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, έντονη δι-αφωνία ξέσπασε μεταξύ του Τσιανγκ Κάι-σεκ και των κυριότερων Σοβιετικών συμβούλων του, οι οποίοι διατύπωναν απροκάλυπτα τις αντιρρήσεις τους για την εκστρατεία κατά του βορρά.

Στις 20 Μαρτίου 1926 ένα μάλλον στημένο επεισόδιο, με πρωταγωνιστή μια κινεζική κανονιοφόρο της οποίας ο πλοίαρχος ήταν κομμουνιστής, έδωσε στον Τσιανγκ το πρόσχημα που ζητούσε για να θέσει σε κατ’ οίκον περιορισμό τους Σοβιετικούς συμβούλους και να συλλάβει κάποιους από τα στελέχη του στρατού του που ήταν κομμουνιστές.

Οι Σοβιετικοί αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι, αλλά ο Τσιανγκ ζητούσε επιτακτικά την ανάκληση όσων είχαν αμφισβητήσει την εξουσία του. Πάντως, όταν ο Μποροντίν επέστρεψε στην Καντόνα, στα τέλη Απριλίου, τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει. Οι σύμβουλοι που ήταν πλέον ανεπιθύμητοι από τον Τσιανγκ είχαν φύγει, και η νέα σοβιετική αποστολή είχε επικεφαλής τον Μπλύχερ (ή Γκαλίν), αξιωματικό του Κόκκινου Στρατού που είχε υπηρετήσει κατά το παρελθόν στην Κίνα και ήταν αρεστός στον Τσιανγκ. Στο εξής όλοι έστρεψαν την προσοχή τους στην επικείμενη εκστρατεία και ο Μπλύχερ με τους συνεργάτες του εργαζόταν πυρετωδώς για την καλύτερη δυνατή οργάνωσή της. Όμως, ο συσχετισμός και η ισορροπία δυνάμεων ήταν σαφές ότι είχαν αλλάξει• το πάνω χέρι στην Καντόνα το είχε πλέον ο Τσιανγκ Κάι-σεκ.

Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου 1926 ο στρατός του Κουομιτάνγκ, αποτελούμενος από 70.000 άνδρες και συνεπικουρούμενος από Σοβιετικούς συμβούλους, κινήθηκε προς βορράν. Η επιτυχία της εκστρατείας ήταν πλήρης• όχι μόνο δεν υπήρξε σχεδόν καμιά αντίσταση, αλλά καθ’ οδόν στις δυνάμεις του Τσιανγκ προστέθηκαν και νέες – είτε από τα υπολείμματα του στρατού του Βου Πέι-φου, είτε και ένοπλοι αγρότες που είχαν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνουν ή/και να λεηλατούν εκτάσεις που ανήκαν σε μεγαλογαιοκτήμονες.

Τον Σεπτέμβριο, όταν ο στρατός του Τσιανγκ Κάι-σεκ μπήκε στο Χανκόου, μεγάλη βι-ομηχανική πόλη της κεντρικής Κίνας και κάποτε προπύργιο και πρωτεύουσα του Βου Πέι-φου, αριθμούσε ήδη 250.000 άνδρες. Έπειτα από μερικές εβδομάδες ο Τσιανγκ κινήθηκε προς τα νοτιοανατολικά και εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Ναντσάνγκ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς τη Σανγκάη. Τον Νοέμβριο η ηγεσία του Κουομιτάνγκ, ακολουθούμενη από τον Μποροντίν και το επιτελείο του, εγκαταστάθηκε στο Χανκόου, όπου, εν μέσω γενικού ενθουσιασμού, αναγγέλθηκε ο σχηματισμός εθνικοαπελευθερωτικής-επαναστατικής κυβέρνησης. Η πόλη, μάλιστα, ενώθηκε με δύο γειτονικές (επίσης βιομηχανικές) πόλεις και μετονομάστηκε σε Βουχάν. Η ικανοποίηση ήταν απόλυτη, τόσο στο Βουχάν όσο και στη Μόσχα.

Ωστόσο, η νίκη έκρυβε μέσα της και σπέρματα της ήττας. Στο μέτρο που το επαναστατικό κίνημα παρέμενε στο πλαίσιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και έθετε ως στόχο την απαλλαγή της χώρας από τις ξένες επεμβάσεις, η ενότητα ήταν δεδομένη. Όταν, όμως, ορισμένοι άρχισαν να κάνουν λόγο για την απελευθέρωση των αγροτών και των εργατών, από τη φεουδαλική και την καπιταλιστική καταπίεση αντίστοιχα, άρχισαν οι παραφωνίες και οι κραδασμοί.

Τα μέλη του Κουομιτάνγκ ήταν κυρίως μικροαστοί, αλλά υπήρχαν και στελέχη του που κατείχαν μεγαλύτερες ή μικρότερες εκτάσεις γης – μεταξύ αυτών και αρκετοί αξιωματικοί του στρατού του. Από την άλλη, οι δεσμοί του με τους εργάτες των πόλεων και με τα συνδικάτα της Σανγκάης. που είχαν αυξήσει τη δύναμή τους μετά τα γεγονότα του Μαίου του 1925. ήταν ελάχιστοι, αν όχι ανύπαρκτοι.

Η σύνοδος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Νοέμβριο του 1926 στη Μόσχα, χαιρέτιζε τη νίκη της Κινεζικής Επανάστασης, αλλά με μια απόφαση που δεν ήταν σαφές προς ποια κατεύθυνση στρεφόταν. Έκανε, έτσι, λόγο για τον ηγεμονικό ρόλο που καλούνταν να παίξει το προλεταριάτο κατά το επόμενο στάδιο της επανάστασης, τονίζοντας όμως παράλληλα τη σημασία που είχε, στην περίπτωση της Κίνας, η αγροτική επανάσταση.

Οι οδηγίες προς τους Κινέζους κομμουνιστές ήταν να παραμείνουν στις τάξεις του Κουομιτάνγκ και να εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον αγώνα του για αποτίναξη της ξένης εξάρτησης. Η ηγεσία του Κ.Κ. Κίνας έδειχνε διατακτική και αναποφάσιστη, αλλά ο Μποροντίν φρόντισε να μεταφέρει σωστά τις οδηγίες της Μόσχας, καλώντας τους Κινέζους συντρόφους να εξακολουθήσουν να στηρίζουν το Κουομιτάνγκ, έστω και αν αυτό σήμαινε μετάθεση των αγροτικών και εργατικών διεκδικήσεων στο μέλλον.

Η κρίση πυροδοτήθηκε από μια σύγκρουση στο εσωτερικό του Κουομιτάνγκ. Η κυβέρνηση του Βουχάν, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της αριστερής πτέρυγας του Κουομιτάνγκ και υπό την άμεση επιρροή του Μποροντίν, δεν παρέλειπε να προβάλλει, δίπλα στον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του κινήματος, και τον στόχο της κοινωνικής επανά-στασης.

Οι αγροτικές εξεγέρσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές στην επαρχία του Χουνάν, νότια από το Βουχάν, με τον νεαρό Μάο Τσε-τουνγκ να κάνει για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία του ως υπέρμαχος των ριζικών αλλαγών στην κινεζική ύπαιθρο.

Αντιθέτως, στο Ναντσάνγκ, ο Τσιανγκ Κάι-σεκ και οι στρατηγοί του μετακινούνταν προς όλο και πιο συντηρητικές θέσεις, εκφράζοντας ανοιχτά την εχθρότητά τους προς τους κομμουνιστές και προς τις επαναστατικές τάσεις και κινήσεις στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις έπαιξε και η αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης.

Βλέποντας τη σαρωτική προέλαση προς βορρά των δυνάμεων του Κουομιτάνγκ, οι Βρετανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν σκόπιμη μια προσέγγιση και συμφωνία με τον Τσιανγκ. Προκειμένου, μάλιστα, να ανοίξει ο δρόμος για μια τέτοια προσέγγιση, η βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε να τεθούν υπό κινεζικό έλεγχο οι βρετανικές ζώνες ελεύθερου εμπορίου στο Χανγκτσόου και το Κιουκιάνγκ και πρότεινε την κατάργηση -ή έστω, τη χαλάρωση- άλλων «υποχρεώσεων» που είχαν επιβληθεί στην Κίνα με τις ανισοβαρείς συνθήκες και συμφωνίες του παρελθόντος.

0 Τσιανγκ Κάι-σεκ, που έτσι κι αλλιώς δεν ένιωθε καθόλου άνετα με τη σοβιετική κηδεμονία και που αισθανόταν πια αρκετά ισχυρός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του με τις ευλογίες των «ιμπεριαλιστών», των οποίων η αντιπάθεια προς τους κομμουνιστές και προς το πρόγραμμά τους κοινωνικής ανατροπής ήταν όση και η δική του.

Οι πλήρεις συνέπειες αυτής της αλλαγής προσανατολισμού δεν έγιναν αμέσως αισθητές. Η Σανγκάη βρισκόταν την εποχή εκείνη υπό τον έλεγχο ενός ελάσσονος πολέμαρχου, του Σουν Τσουάν-φανγκ, ο οποίος ήταν όμως αρκετά ανίσχυρος για να μπορεί να την κρατήσει. Τον Φεβρουάριο του 1927 τα συνδικάτα της Σανγκάης οργάνωσαν μια εργατική εξέγερση, πιστεύοντας ότι θα είχαν και την υποστήριξη του Τσιανγκ Κάι-σεκ, στον οποίο και εξακολουθούσαν να προσβλέπουν ως ελευθερωτή.

0 Τσιανγκ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση και ο Σουν Τσουάν-φανγκ δεν δυσκολεύτηκε να καταστείλει την εξέγερση. Λίγες εβδομάδες αργότερα οι δυνάμεις του Σουν ηττήθηκαν από εκείνες του Τσιανγκ σε μια μάχη εκ παρατάξεως λίγο έξω από τη Σανγκάη. Για μια ακόμα φορά οι εργάτες ξεσηκώθηκαν, εξέλεξαν επιτροπές που θα είχαν την ευθύνη για την πόλη, και ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τις δυνάμεις του Κουομιτάνγκ.

Όταν ο Τσιανγκ μπήκε πράγματι στη Σανγκάη, η δυσαρέσκειά του για αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες έγινε φανερή. Έτσι, αφού πρώτα φρόντισε να επιβληθεί τάξη στην πόλη και να διαλυθούν οι αυτοδιοικητικές επιτροπές, στις 12 Απριλίου ο Τσιανγκ εξαπέλυσε κύμα διώξεων κατά των κομμουνιστών και άλλων ριζοσπαστικών στοιχείων, που θα κατέληγε σε πραγματική σφαγή. Το Κ.Κ. Κίνας και τα συνδικάτα είχαν δεχτεί καίριο πλήγμα. Αυτή τη φορά το μήνυμα ήταν σαφές. Η κυβέρνηση του Βουχάν και η Μόσχα έσπευσαν να αποδοκιμάσουν και να καταγγείλουν τον Τσιανγκ. Ωστόσο, αυτές οι καταγγελίες μικρή σημασία είχαν από τη στιγμή που ο Τσιανγκ Κάι-σεκ είχε πλέον τον πιο ισχυρό στρατό, τον έλεγχο της νότιας και κεντρικής Κίνας, αλλά και την υποστήριξη -επίσημη ή ανεπίσημη- των Δυτικών Δυνάμεων.

Λίγες μέρες νωρίτερα η πολιτική και το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης στην Κίνα είχε δεχτεί ένα ακόμα καίριο πλήγμα. Με εντολή του Τσανγκ Τσο-λιν, και με τη σύμφωνη γνώμη των ξένων πρεσβειών, η κυβέρνηση του Πεκίνου οργάνωσε μια έφοδο των υπηρεσιών ασφαλείας στη σοβιετική πρεσβεία. Η κατοικία του πρέσβη εξαιρέθηκε, αλλά στα υπόλοιπα κτίρια έγινε εξονυχιστική έρευνα, αρκετοί υπάλληλοι συνελήφθησαν και ουκ ολίγα έγγραφα κατασχέθηκαν. Οι Κινέζοι που δούλευαν στην πρεσβεία εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ οι Σοβιετικοί διπλωματικοί υπάλληλοι ρίχτηκαν στη φυλακή περιμένοντας επί αρκετούς μήνες να δικαστούν.

Κάθε είδους έγγραφα, άλλα γνήσια και άλλα καταλλήλως νοθευμένα, δόθηκαν στη δημοσιότητα, με σκοπό να τεκμηριώσουν την κομμουνιστική συνωμοσία κατά του καθεστώτος. Οι σοβιετικές διαμαρτυρίες αγνοήθηκαν και οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου διακόπηκαν. Αυτά τα γεγονότα, αξίζει να σημειωθεί, προηγήθηκαν κατά περίπου έναν μήνα της ανάλογης εφόδου των βρετανικών αρχών ασφαλείας στη σοβιετική εμπορική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο.

Το καλοκαίρι του 1927 η σοβιετική παρουσία στην Κίνα ζούσε τις χειρότερες μέρες της. Στο Βουχάν, ο τοπικός πολέμαρχος είχε διαχωρίσει τη θέση του από τον Τσιανγκ Κάι-σεκ. Ωστόσο, καθώς ούτε αυτός συμπαθούσε όσους επαγγέλλονταν την κοινωνική επανάσταση, δεν δίστασε να πνίξει στο αίμα μια αγροτική εξέγερση στην περιοχή του Τσανγκσά, πρωτεύουσας της επαρχίας Χουνάν. Ο Μποροντίν και η κυβέρνηση του Βουχάν υπολόγιζαν στην υποστήριξη του Φενγκ Γιου-σιανγκ, ο οποίος είχε μόλις επιστρέφει από μια μακρά και εκ πρώτης όψεως γόνιμη παραμονή στη Μόσχα. Ωστόσο, ο Φενγκ προτίμησε να έρθει σε συμφωνία με τον Τσιανγκ, με βάση την οποία έδιωξε τους Σοβιετικούς συμβούλους του και εκκαθάρισε τα στρατεύματά του από τους κομμουνιστές.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας οργάνωσε ένα συνέδριό του στο Βουχάν, τον Απρίλιο-Μάιο του 1927, στο οποίο τα μέλη του υπολογίστηκαν σε 55.000. Όμως, η αδυναμία του και η περιθωριοποίησή του γίνονταν κάθε μέρα και πιο φανερές. Η κυβέρνηση του Βουχάν, λίγο πριν χάσει και την ελάχιστη εξουσία που διέθετε πλέον, πρόλαβε να ζητήσει την ανάκληση του Μποροντίν. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1927 ο Μποροντίν εγκατέλειψε την Κίνα, για να ακολουθήσουν σύντομα και οι άλλοι Σοβιετικοί σύμβουλοι. Οι τελευταίοι τέσσερις μήνες, παρά τις αυξημένες προσδοκίες της Μόσχας, είχαν αποδειχθεί καταστροφικοί για την πολιτική της. Τα πλήγματα ήταν καίρια και συνεχή, έτσι που ακόμα και ο πιο αισιόδοξος παρατηρητής να μην τολμά να προβλέψει ανάταξη της σοβιετικής παρουσίας στην Κίνα.

Πράγματι, οι μήνες που είχαν προηγηθεί ήταν περίοδος επαναστατικών αλλαγών και ανακατατάξεων στην Κίνα. Ωστόσο, όλο αυτό το ρεύμα και το κίνημα θα παρέμενε, και μάλιστα για αρκετά χρόνια, υποταγμένο στην αδιαφιλονίκητη ηγεμονία του Τσιανγκ Κάι-σεκ.

Κατά καιρούς καταστρώνονταν φιλόδοξα σχέδια για επέκταση της κομμουνιστικής προπαγάνδας και επιρροής και σε άλλες χώρες της Άπω Ανατολής και του Ειρηνικού. Βασικό εργαλείο για την προώθηση αυτού του στόχου θεωρούνταν, μεταξύ άλλων, τα πληρώματα του σοβιετικού εμπορικού στόλου.

Μια Συνδιάσκεψη των Εργατών Μεταφορών της ζώνης του Ειρηνικού, την οποία αποτελούσαν κυρίως ναυτικοί αλλά και κάποιοι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους, οργανώθηκε το καλοκαίρι του 1924 στην Καντόνα, υπό την αιγίδα του Κουομιτάνγκ αλλά και του Κ.Κ. Κίνας. Οι σύνεδροι, που δεν ξεπερνούσαν τους είκοσι, προέρχονταν από τη βόρεια και νότια Κίνα, από την Ινδονησία και από τις Φιλιππίνες, ενώ στους αντιπροσώπους από την Ιαπωνία δεν δόθηκε τελικά άδεια να ταξιδέψουν.

Η συνδιάσκεψη δεν παρέλειψε να στείλει χαιρετιστήριο μήνυμα στην Προφιντέρν, αλλά και στην Κομιντέρν. Όσο για την πλατφόρμα που ενέκρινε, είχε περισσότερο αντι- ιμπεριαλιστικό και λιγότερο κομμουνιστικό χαρακτήρα. Δεν υπήρξε, εξάλλου, κάποια συνέχεια, έως το καλοκαίρι του 1927, τρία χρόνια αργότερα, οπότε οργανώθηκε μια δεύτερη συνδιάσκεψη της ζώνης του Ειρηνικού, αυτή τη φορά στο Βουχάν, και μάλιστα με την παρουσία του Λοζόφσκι, του προέδρου της Προφιντέρν, ο οποίος και συντόνιζε με μαεστρία τις έργασίες.

Υπήρχαν αντιπρόσωποι από την ΕΣΣΔ, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδονησία, την Κορέα, αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μεγάλη Βρετανία – στους αντιπροσώπους από την Ινδία και την Αυστραλία είχαν απαγορεύσει να ταξιδέψουν οι αρχές αυτών των χωρών. Η συνδιάσκεψη διακήρυξε την υποστήριξή της προς την Κινεζική Επανάσταση, ζήτησε ανεξαρτησία για την Κορέα, τη Φορμόζα, τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία, και δημιούργησε μια μόνιμη Γραμματεία Ειρηνικού, η οποία θα παρέμενε υποτυπωδώς εν ζωή για μερικά χρόνια, αλλάζοντας κάθε τόσο έδρα και εκδίδοντας ένα περιοδικό με τον τίτλο Pacific Worker (Εργάτης του Ειρηνικού).

[Οι Ιάπωνες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες αυτές, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και ίδρυσαν το κράτος του Μαντσουκούο. Η ηγεσία του Κουομιντάνγκ, αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των οπαδών του Μάο Τσετούνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιντάνγκ. Τελικά οι Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας. Στο διάστημα μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο κινήματα του Κουομιντάνγκ κι εκείνου στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Το 1946 οδηγήθηκαν σε σύγκρουση, που τέλειωσε με τη νίκη του Μάο Τσε Τον, ενώ ο Τσιαν Κάι Σεκ αναγκάστηκε να περάσει στο νησί Ταϊβάν και ίδρυσε το 1949 την Δημοκρατία της Κίνας. Μεταξύ ενάμιση και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες, ως επί το πλείστον στρατιώτες, τον ακολούθησαν από την ηπειρωτική Κίνα].

Αλλες χώρες της Απω Ανατολής ήταν σαφώς πιο δύσβατο πεδίο δράσης τόσο για τη σοβιετική κυβέρνηση όσο και για την Κομιντέρν. Οι σχέσεις της Μόσχας με την Ιαπωνία ακο-λούθησαν λίγο πολύ το βασικό μοντέλο σχέσεων του σοβιετικού καθεστώτος με τις καπιταλιστικές χώρες. Από τη στιγμή που τα ιαπωνικά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει από τη Σιβηρία, κύρια αιτήματα της Μόσχας ήταν η εκκένωση της βόρειας Σαχαλίνης και η διπλωματική, de jure αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης. Και οι δύο αυτές διεκδικήσεις ικανοποιήθηκαν με βάση τη συνθήκη που υπογράφτηκε ανάμεσα στις δύο χώρες τον Ιανουάριο του 1925. Ωστόσο, παρέμειναν ορισμένα ζητήματα που θα αποτελούσαν συνεχή σημεία τριβής, όπως τα δικαιώματα αλιείας στον βόρειο Ειρηνικό και ο ανταγωνισμός μεταξύ του Κινεζικού Ανατολικού Σιδηροδρόμου, που κατέληγε στο Βλαδιβοστόκ, και του Ιαπωνικού Σιδηροδρόμου της Νότιας Μαντζουρίας, που κατέληγε στο υπό ιαπωνικό έλεγχο λιμάνι του Νταϊρέν (Λυ-τα).

Επιπλέον, οι αρχικές ελπίδες που η Κομιντέρν είχε στηρίξει στο ιαπωνικό προλεταριάτο αποδείχθηκαν φρούδες• οι ιαπωνικές αρχές ασφαλείας ήταν ανελέητες και εξαιρετικά αποτελεσματικές με αποτέλεσμα ήδη από τις αρχές του 1924 το Κ.Κ. Ιαπωνίας να έχει ουσιαστικά διαλυθεί – θα ανασυγκροτηθεί, μόνο εν μέρει και μόνο ως παράνομη οργάνωση, μόλις τον Δεκέμβριο του 1926. Μερικά συνδικάτα προτίμησαν τότε να σχηματίσουν ομοσπονδία με μια ομάδα διαφωνούντων κομμουνιστών και άλλων αριστερών. Ούτε, όμως, και αυτή η προσπάθεια θα αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, συμβάλλοντας απλώς εκ των πραγμάτων στην κατά καιρούς επιδείνωση των σοβιετοϊαπωνικών σχέσεων. Όσο για το Κ.Κ. Ιαπωνίας για μια ακόμα φορά θα διαλυθεί ουσιαστικά το 1929, με τη σύλληψη του συνόλου σχεδόν των ηγετικών στελεχών του.

Αλλά και σε άλλες χώρες της Ασίας ο απολογισμός ήταν φτωχός. Στην Ινδία ο κομμουνισμός είχε ελάχιστη επιρροή. Το μικρό Κ.Κ. Ινδίας, στελεχωμένο εν πολλοίς από Ινδούς που είχαν ζήσει στην Ευρώπη, φυτοζωούσε πολιτικά, υπό την αυστηρή επαγρύπνηση των βρετανικών αποικιακών αρχών. Πιο δραστήριες και πιο αποτελεσματικές θα αποδεικνύονταν έτσι κάποιες εργατικές και αγροτικές ενώσεις που δρούσαν κυρίως τοπικά, υπό κομμουνιστική -άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο- καθοδήγηση. Το αίτημα του Ινδικού Εθνικού Κονγκρέσου για ανεξαρτησία ή αυτονομία είχε απήχηση σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού και οι διαμαρτυρίες κατά των Βρετανών -οι οποίοι περιορίζονταν σε ημίμετρα και σε μετάθεση των όποιων κρίσιμων αποφάσεων στο μέλλον- ήταν συχνές. Ίσως σε ορισμένες απεργίες να μπορούσε κάποιος να διακρίνει τον ρόλο που είχε παίξει -και έπαιζε- η κομμουνιστική προπαγάνδα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι βρετανικές αρχές της χώρας διατηρούσαν τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης.

Στην Ινδονησία, το μικρό τοπικό κομμουνιστικό κόμμα ενισχυόταν από το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία που κυριαρχούσε στον μουσουλμανικό πληθυσμό της χώρας, αλλά και από το αρτιγέννητο συνδικαλιστικό κίνημα. Τον Νοέμβριο του 1926, απ’ ό,τι φαίνεται δίχως σχετική προτροπή ή υποστήριξη από την Κομιντέρν, οι κομμουνιστές οργάνωσαν μια εξέγερση, που ωστόσο πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν εκτελέσεις και μαζικές εκτοπίσεις, με αποτέλεσμα να πάψει ουσιαστικά να υπάρχει το Κ.Κ. Ινδονησίας για αρκετά χρόνια.

Ακόμα λιγότερες ίσως ήταν οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες διείσδυσης, για την Κομιντέρν αλλά και για τη σοβιετική διπλωματία, στη Μέση Ανατολή.

Οι σχέσεις με την Τουρκία και το Ιράν αποσκοπούσαν στο να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στην κυριαρχική παρουσία της Δύσης (και ιδιαίτερα των Βρετανών) σε αυτές τις χώρες, και δευτερευόντως στο να προωθήσουν το διακρατικό εμπόριο. Άλλωστε, κατά κανόνα η σοβιετική εξωτερική πολιτική δεν έδειχνε να συγκινείται ιδιαίτερα από τυχόν κατασταλτικά μέτρα που λαμβάνονταν από τις αρχές μιας ασιατικής χώρας κατά των τοπικών κομμουνιστών.

Τέλος, στην Αίγυπτο το εθνικό κίνημα που στρεφόταν κατά της βρετανικής επικυριαρχίας αναπτυσσόταν με αρκετά αργούς ρυθμούς, μην έχοντας μάλιστα καμιά επαφή με τη Σοβιετική Ένωση. Όλες οι χώρες της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής βρίσκονταν ακόμη υπό τον πλήρη έλεγχο των Βρετανών και των Γάλλων, με αποτέλεσμα η ουσιαστική παρουσία και διείσδυση τόσο της σοβιετικής διπλωματίας όσο και της Κομιντέρν στην περιοχή να είναι σχεδόν αδύνατη.

*Το απόσπασμα προέρχεται απο το βιβλίο του Ε. Χ. Καρ “Μικρή ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης” Ο Έ.Χ. Καρ είναι η αδιαμφισβήτητη αυθεντία στην ιστορία της Σοβιε­τικής Ρωσίας και των πρώτων χρόνων της Σοβιετικής’Ενωσης. Η Μικρή ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, που αποτελεί τη συμπυκνωμένη εκδο­χή του εννεάτομου Η ιστορία της Σοβιετικής Ρωσίας, προσφέρει στον ανα­γνώστη το απόσταγμα της γνώσης μιας ζωής τεράστιου μόχθου και εξο­νυχιστικής έρευνας σε πηγές και αρχεία.

Έ.Χ. Καρ

Πηγή: Anixneuseis.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *