ΑΠΟΨΕΙΣ
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΦΕΡΝΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Του Αργύρη Στριγγάρη*

Την ανάγκη να υπάρξει η απαραίτητη προετοιμασία ώστε με την λήξη της πανδημίας να αποφευχθεί το φαινόμενο της αύξησης της βίας στην κοινωνία τονίζει στο liberal.gr ο καθηγητής Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων Αργύρης Στριγγάρης, σημειώνοντας ότι η ενδοοικογενειακή βία, που αυξάνεται ανησυχητικά, δημιουργεί συνθήκες για ανάπτυξη κακοποιητικής συμπεριφοράς από τα παιδιά που την υφίστανται. Παράλληλα αναφέρει τι πρέπει να κάνουν οι γονείς την περίοδο του lockdown.

Ο καθηγητής Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων στο ΕΚΠΑ, Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων και ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες του κορονοϊού σημειώνοντας πως

«Όταν μια κοινωνία, μια οικογένεια μια κοινωνική ομάδα, αρχίζει να θεωρεί πως με τη χρήση της βίας μπορεί να καταφέρει τους σκοπούς της, τότε μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο θυμού και βίας. Αυτό θα δούμε και σε ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί»

Αν και διευκρινίζει πως εν μέσω της πανδημία και του lockdown έχει αλλάξει ο εγκληματολογικός χάρτης και βία στην κοινωνία έχει μειωθεί, η αύξηση της ενδοοικογενειακής δημιουργεί συνθήκες δυσμενείς για την επόμενη ημέρα.

Και αυτό διότι όπως αναφέρει «τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον κακοποίησης, έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν και τα ίδια κακοποιητική συμπεριφορά. Όπως και, κατά μέσο όρο, τα θύματα του εκφοβισμού είναι πολύ πιο πιθανό να εκφοβίσουν και τα ίδια. Αυτό πολύ άνθρωποι δεν το γνωρίζουν και χωρίζουν τους ανθρώπους σε θύματα και θύτες».

Ο κ. Στριγγάρης αναφέρεται και σε κάποια θετικά σημεία της πανδημίας όπως για παράδειγμα οι σχέσεις σε μια οικογένεια που επανακαθορίζονται μέσα από την παραμονή των γονιών στο σπίτι και την ύπαρξη ποιοτικού χρόνου μεταξύ των μελών της.

Και καταλήγει λέγοντας πως πρέπει να υπάρξει υποστήριξη ειδικά σε αυτούς που δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν ψυχολογικά τον εγκλεισμό και την πανδημία.

 

Συνέντευξη στον Τάσο Ευαγγελίου

– Φόβος και θυμός τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα την περίοδο του κορονοϊού. Το είδαμε στην πρώτη φάση, το βλέπουμε και τώρα;

Ο φόβος και ο θυμός είναι απολύτως φυσιολογικά συναισθήματα και απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Χωρίς τον φόβο, αν δηλαδή δεν φοβόμασταν τις επιπτώσεις του κορονοϊού δεν θα λαμβάναμε προφυλάξεις. Το πρόβλημα είναι ο υπερβολικός φόβος και ο υπερβολικός θυμός. Αυτά που μπορούν να μας κάνουν αυτοκαταστροφικούς ή να βλαπτικούς για τους άλλους.

Αυτά τα συναισθήματα προφανώς κυριαρχούν αυτό τον καιρό. Υπάρχει ο φόβος του ίδιου του ιού, των επιπτώσεων δηλαδή στην υγεία μας τη σωματική, υπάρχει και ο πολύ μεγάλος φόβος, δικαιολογημένος θα έλεγα, για τις επιπτώσεις της πανδημίας και του lockdown στην οικονομία και την καθημερινότητά μας.

Υπάρχει και ο θυμός που μεγαλώνει από τις δυσμενείς επιπτώσεις και συνδέεται όμως με άλλα, όπως για παράδειγμα η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.

 

– Τείνει όμως να μετατραπεί η βία σε κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης; Όπως η ενδοοικογενειακή στην οποία αναφερθήκατε αλλά και στο γενικότερο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.

Σίγουρα, στην ενδοοικογενειακή βία, όπου καταγράφεται πολύ σημαντική αύξηση. Μάλιστα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την Ανατολική Μεσόγειο, όπου υπαγόμαστε και εμείς ως χώρα, για αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο καθένας μπορεί να βρεθεί στη θέση του θύματος, γυναίκες και άντρες. Σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε αυτή τη θέση βρίσκονται γυναίκες κυρίως όμως τα μικρά παιδιά και αυτό είναι τραγικό για τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα ακούσουμε και ακούμε άλλωστε πολλά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας όπου οι γονείς, ο πατέρας περισσότερο, ξεσπούν πάνω στα παιδιά. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες είτε άμεσες μέσω της πρόκλησης τραυματισμού είτε αυτές που δεν φαίνονται άμεσα όπως τα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα φαίνεται να έχουν αυξηθεί.

Η κάπως θετική πλευρά είναι πως ορισμένες άλλες συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων κάποιων μορφών βίας, ίσως έχουν περιοριστεί διότι το lockdown δυσκολεύει κάποιες εγκληματικές συμπεριφορές. Μπορούμε να πούμε ότι και ο χάρτης της εγκληματικότητας έχει αλλάξει κάπως λόγω της πανδημίας.

Εκείνο που είναι πάρα πολύ επικίνδυνο είναι ότι η κοινωνική και οικονομική κατάσταση αυτή τη στιγμή δύναται να εκληφθεί από πολλούς ως απειλή. Και πάνω σε αυτή την απειλή οι άνθρωποι εκδηλώνουν πάρα πολύ έντονα συναισθήματα. Πολλές φορές τα συναισθήματα αυτά είναι ακραία και βίαια. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει αν κάποια στιγμή νέοι που δοκιμάζονται από την αυξανόμενη ανεργία και την αβεβαιότητα, εν μέρει και λόγω των επιπτώσεων από την πανδημία, καταφύγουν σε αυτή. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι ως κοινωνία και να προφυλάξουμε τους νέους αλλά και να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο αυτό.

– Θέλω να σταθώ στο σημείο που αναφερθήκατε στα παιδιά και στα τραύματα από την άσκηση της ενδοοικογενειακής βίας. Και τα εμφανή και τα ψυχικά. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να δούμε παιδιά να μεγαλώνουν με θυμό πέραν του φυσικού που όπως είπατε ως συναίσθημα υπάρχει σε όλους;

Βεβαίως. Όταν κανείς κακοποιείται τα τραύματα είναι θα έλεγα πολλαπλά. Πέραν των εμφανών, των σωματικών, τα μακροπρόθεσμα που δημιουργούνται είναι τεράστια. Γι´ αυτό το λόγο σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο τουλάχιστον, έχει απαγορευθεί η χρήση βίας στα παιδιά και δεν θεωρείται ότι ο σωφρονισμός των παιδιών πρέπει να γίνεται μέσω της χειροδικίας -απαγορεύεται δια νόμου. Και θέλω να καλέσω εδώ καθένα μας να αναφέρει περιστατικά βίας που εκδηλώνονται στο περιβάλλον του. Είναι υποχρέωσή μας να προστατεύουμε τους αδύνατους, είτε αυτοί είναι γυναίκες, παιδιά, άνθρωποι που ανήκουν σε μειονότητες προσανατολισμού φύλλου ή οτιδήποτε άλλο.

Σε κάθε περίπτωση τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον κακοποίησης, έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν και τα ίδια κακοποιητική συμπεριφορά. Όπως και, κατά μέσο όρο, τα θύματα του εκφοβισμού είναι πολύ πιο πιθανό να εκφοβίσουν και τα ίδια. Αυτό πολύ άνθρωποι δεν το γνωρίζουν και χωρίζουν τους ανθρώπους σε θύματα και θύτες. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη.

Οι λόγοι που έχουμε αυτό το αποτέλεσμα είναι πολλοί. Ένας εξ αυτών είναι πως όταν ένα παιδί βλέπει τον πατέρα του να τον κακοποιεί ουσιαστικά βλέπει ένα μοντέλο, ένα παράδειγμα για το πώς να συμπεριφέρεται το ίδιο στους γύρω του, στους φίλους του σήμερα, στη γυναίκα του αύριο, και εν τέλει στα ίδια του τα παιδιά. «Ο πατέρας χτυπάει άρα και εγώ θα χτυπάω θα κάνω το ίδιο πράγμα, έτσι κάνουν οι πατεράδες». Ένας ακόμη λόγος είναι ότι αυτό που βλέπει είναι ότι ο θυμός, η βία αυτό που ο λαός μας αποκαλεί τσαμπουκά, ουσιαστικά επιβραβεύεται. Ότι γίνεται το δικό σου, κάνεις αυτό που θέλεις αν χρησιμοποιήσεις αρκετό θυμό και βία.

Η βία γίνεται δηλαδή είναι το μέσο με το οποίο ένα τέτοιο παιδί διδάσκεται να επιλύει τις διαφορές του με το περιβάλλον του. Ουσιαστικά μαθαίνει το παιδί να χρησιμοποιεί τη βία για να πετύχει τους σκοπούς του στο μέλλον. Όταν μια κοινωνία, μια οικογένεια μια κοινωνική ομάδα, αρχίζει να θεωρεί πως με τη χρήση της βίας μπορεί να καταφέρει τους σκοπούς της, τότε μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο θυμού και βίας. Αυτό θα δούμε και σε ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί.

 

– Το ενδεχόμενο να δούμε παιδιά στην εφηβεία αλλά και πιο μεγάλα, έχοντας την βία ως μοντέλο, να εντάσσονται σε ομάδες και σε συστήματα και να συμβάλλουν στην επανεμφάνιση ακραίων μορφών λειτουργίας και δράσης όπως η ακροδεξιά είναι ορατό;

Οι άνθρωποι καταφεύγουν στη βία για διάφορους λόγους. Όταν υπάρχουν οικονομικά προβλήματα και οι άνθρωποι θεωρούν πως δεν έχουν εναλλακτική ή ότι μπορούν με άλλον τρόπο να αποκτήσουν αυτά που λείπουν αλλά και για αλλότριους λόγους, καταφεύγουν στη βία. Πολλές φορές, ένα άτομο, για να εκδηλώσει τη βίαιη συμπεριφορά του εντάσσεται σε ομάδες, που μπορεί να είναι από ποδοσφαιρικές μέχρι πολιτικές. Η ιδεολογία των ομάδων δεν είναι το παν. Μπορεί να είναι άκρα αριστερά, άκρα δεξιά μπορεί να είναι οτιδήποτε που έχει κοινή συνισταμένη την βία.

Ουσιαστικά, ψάχνουν τέτοια άτομα να «ντύσουν» την έφεση για βία με κάποια ιδεολογία. Η επίκληση ανωτέρων ιδεών για την άσκηση βίας αποτελεί ιστορικό φαινόμενο και ψυχολογική ανάγκη. Συμβαίνει και στις μέρες μας. Σίγουρα υπάρχουν ιδεολογίες που καλλιεργούν τη βία και έχουν ως βασική τακτική αυτό που στα αγγλικά λέγεται hate speech, καλλιέργεια του μίσους, για τις οποίες θα αισθανθεί έλξη όποιος έχει έφεση στη βία. Ξέρουμε ότι σε περιόδους κρίσεως ακραίες πολιτικές τάσεις είναι εκείνες οι οποίες θα τραβήξουν κάποιους νέους, οι οποίοι θα εκδηλώσουν τα βίαια συναισθήματά τους.

Εκτιμώ πως υπάρχει πιθανότητα αυτό το φαινόμενο να το δούμε να αυξάνεται και θα είναι πολύ σημαντικό να το προλάβουμε όσο γίνεται. Αν εκδηλωθεί δε πρέπει να λάβουμε μέτρα αντιμετώπισης.

– Η πανδημία δημιουργήσει και την οικονομική ασφάλεια. Όλα αυτά πόσο επηρεάζουν τις προσωπικές και τις επαγγελματικέ σχέσεις;

Συνήθως, ένας άνθρωπος για να ευτυχήσει πρέπει να βρει ένα νόημα στη ζωή του. Να θεωρήσει ο ίδιος ή η ίδια πως έχει η ζωή του έχουν μια ουσία. Ως σύγχρονοι άνθρωποι σε ένα μεγάλο ποσοστό ορίζουμε τον εαυτό μας, σχηματίζουμε την ταυτότητά μας, μέσα από τη δουλειά μας. Δηλαδή κάνω μια δουλειά και αυτή η δουλειά με ορίζει, με χαρακτηρίζει. Τι γίνεται λοιπόν όταν ένας άνθρωπος έχει χάσει τη δουλειά του, δεν χάνει μόνο τον τρόπο με τον οποίο βιοπορίζεται αλλά και κάτι με το οποίο ο ίδιος φτιάχνει την ίδια του την εικόνα. Δηλαδή χάνεται αυτό που είπαμε, ένα μέρος αυτού που δίνει νόημα στη ζωή του

Αν μιλήσει κάποιος με ανθρώπους που έχουν γίνει άνεργοι, θα σας περιγράψουν με μελανά χρώματα την κατάσταση αυτή.

Βεβαίως και επηρεάζονται και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Σκεφτείτε πως μέσα σε μια οικογένεια μπορεί κάποιος να έχει τη δυνατότητα να θρέψει τα μέλη της ή να συμβάλλει σε αυτό. Οι διενέξεις μεταξύ των συντρόφων θα είναι το επόμενο βήμα όπως και αυτές με τα παιδιά

 

– Η απόσταση μεταξύ των ανθρώπων που προκαλεί το lockdown, ειδικά στην Ελλάδα όπου οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί (φάνηκε και στην οικονομική κρίση με την αλληλοϋποστήριξη που υπήρχε) πόσο πλήττει τους Έλληνες ανεξαρτήτως ηλικίας.

Η πανδημία έχει δύο όψεις. Αυτό που έχουμε δει είναι πως σε ορισμένες οικογένειες έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά. Υπάρχουν περιπτώσεις που θα ακούσετε ότι για πρώτη φορά ο γονιός είχε χρόνο να περάσει μαζί με τα παιδιά. Η ότι για πρώτη φορά καταφέραμε να κάτσουμε το μεσημέρι όλοι μαζί στο τραπέζι αφού το lockdown οδήγησε τους γονείς να δουλεύουν από το σπίτι.

Έτσι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις – έχουν οι γονείς τη δουλειά, μπορούν να δουλέψουν από το σπίτι – υπάρχουν πράγματα που πολλοί τα βλέπουν θετικά. Αυτό το διαπιστώνουμε και από τις έρευνες που κάνουμε.

Προφανώς υπάρχουν και τα αρνητικά. Σε οικογένειες όπου οι πόροι είναι περιορισμένοι, για παράδειγμα μια οικογένεια όπου η μητέρα μεγαλώνει τα παιδιά μόνη της, η κατάσταση είναι δύσκολη. Από την ανάγκη της εργασίας είτε εντός είτε εκτός κατοικίας μέχρι την ταυτόχρονη υλοποίησή της με την ανάγκη των παιδιών να μετέχουν στην τηλεκπαίδευση.

Μεγάλο είναι και το πρόβλημα με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Μερικές οικογένειες που έχουν τη δυνατότητα δημιουργούν τη λεγόμενη «φούσκα» (“social bubble”) στην οποία τους συμπεριλαμβάνουν. Βέβαια αυτό δεν είναι εφικτό σε μεγάλη κλίμακα δεδομένου ότι πολλοί είναι αυτοί που εργάζονται έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και οι ηλικιωμένοι πρέπει να κρατούν μεγαλύτερη απόσταση εντός μια οικογένειας.

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες σε αυτή την περίπτωση λείπουν από τα παιδιά. Δημιουργείται όμως και μεγαλύτερη αίσθηση μοναξιάς για τους ίδιους. Βρίσκονται ξαφνικά μόνοι τους και χάνουν ένα νόημα βασικό σε αυτή την ηλικία από τη ζωή τους.

 

– Τα παιδιά πως βιώνουν αυτή την κατάσταση που δημιουργεί η πανδημία; Φοβούνται; Δημιουργείται η εντύπωση της απώλειας κάποιου οικείου προσώπου; Συμμετέχουν στις συνθήκες προστασίας;

Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των ηλικιών των ίδιων των παιδιών. Τα μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου και των πρώτων τάξεων του δημοτικού δεν έχουν απαραίτητα την αντίληψη που έχει ένας 16χρονος για το τι σημαίνει πανδημία. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι και πάλι, τα παιδιά που ζουν σε οικογένειες που ήταν κοινωνικοοικονομικά ευάλωτες από πριν, επηρεάζονται πιο πολύ.

Επίσης υπάρχουν παιδιά που ήταν αγχώδη και πριν την εμφάνιση της πανδημίας, τα οποία φοβούνται όλο και περισσότερο. Και μας το λένε. Μας λένε ότι φοβούνται για το τι μπορεί να συμβεί στον παππού και στην γιαγιά ακόμη και στους γονείς. Διαπιστώνουμε ότι σε ορισμένα παιδιά έχει αυξηθεί κατά μεγάλο ποσοστό ο φόβος, το άγχος και η κατάθλιψη.

Οφείλω να ομολογήσω πως εμείς περιμέναμε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα, αφού η αύξηση του φόβου και τους άγχους δεν είναι καθολική κάτι που θα έλεγα πως είναι θετικό μέσα σε όλη αυτή την τραγική κατάσταση που βιώνουν οι κοινωνίες μας.

– Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουν οι γονείς και μεταξύ τους και με τα παιδιά κυρίως; Πως πρέπει να συμπεριφέρονται; και πως πρέπει να λειτουργεί μια ομάδα ανθρώπων που συμβιώνει μέσα στον χώρο εργασίας;

Το πρώτο πράγμα που άλλαξε η πανδημία είναι η ρουτίνα μας. Και η συνήθεια είναι πολύ σημαντικό πράγμα για τον άνθρωπο, διότι ο εγκέφαλός μας μοιάζει να μην θέλει τις μεγάλες εκπλήξεις. Μας τρομάζουν οι μεγάλες εκπλήξεις και η αβεβαιότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και φτιάχνουμε μια ρουτίνα στη ζωή μας, μια καθημερινότητα που έχει στόχο να είναι τα πράγματα, όσο αυτό φυσικά γίνεται, προβλέψιμα.

Η πανδημία το αλλάζει αυτό. Από την εργασία και τον τρόπο λειτουργίας εκεί, από την αλλαγή της καθημερινής διαδρομής από και προς αυτήν μέχρι τα απλά πράγματα. Ξυπνάς πλέον το πρωί και ουσιαστικά δεν έχεις πρόγραμμα, δεν ξέρεις τι να κάνεις και αυτό στα παιδιά ειδικά, κυρίως στους εφήβους δημιουργεί πολύ μεγάλα προβλήματα. Αλλάζει τις συνήθειες από αυτή τις διαδικασίας του ύπνου μέχρι το φαγητό και τις δραστηριότητες. Όλα αυτά μπορεί να έχουν επιπτώσεις και στην ψυχική τους υγεία και στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις.

Και στο χώρο εργασίας ισχύει το ίδιο. Ξαφνικά χάνουμε το ρόλο μας. Τι πρέπει να κάνουμε; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξαναφτιαχτεί μια ρουτίνα. Να φτιάξουμε ένα γενικό πρόγραμμα και να πούμε ότι αυτό θα τηρείται. Να λέμε ότι εμείς ως οικογένεια θα ξυπνάμε αυτή την ώρα ή αφού ξυπνήσουμε θέλουμε μέσα στην ημέρα να κάνουμε τρία πράγματα. Να τα ολοκληρώσουμε. Φτιάχνουμε μια λίστα με στόχο να γίνουν αυτά τα τρία πράγματα. Προσοχή όχι δέκα ή δεκαπέντε, όχι να κυνηγάμε το ανέφικτο. Λίγα βασικά πράγματα είναι αρκετά τουλάχιστον στην αρχή αυτής της διαδικασίας που βιώνουμε.

Προσπαθούμε πάντοτε και απευθυνόμαστε ειδικά στους εφήβους σε αυτή την περίπτωση, να κρατάμε μια ρουτίνα σχετικά με τον ύπνο. Δεν κοιμόμαστε μέσα στην ημέρα 4 με 5 ώρες γιατί δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε διότι θα χαλάσει ο βιορυθμός μας. Να τρώμε κανονικά και να προσέχουμε να κάνουμε ορισμένα πράγματα που έχουν να κάνουμε τα εξής:

Πρώτον να βγαίνουμε έξω για να μας βλέπει το φυσικό φως κάτι που έχει αποδειχθεί πως έχει μεγάλη επίδραση στην ψυχική μας υγεία.

Δεύτερον να έχουμε κάτι που να μας δίνει ευχαρίστηση. Για παράδειγμα να περάσουμε έστω και 10 λεπτά με τα παιδιά μας. Να παίξουμε ένα παιχνίδι ή ό,τι άλλο ευχαριστεί και τους δύο. Αυτό που αποκαλούμε ποιοτικό χρόνο.

Τρίτον πρέπει να κάνουμε μια συμφωνία με τα παιδιά για το πόση ώρα θα αναλώνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να αποφύγουμε την υπερβολική έκθεση στην ενημέρωση που αφορά στις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Και αυτό διότι δύναται να υπάρξει αρνητική επίδραση στην ψυχική μας υγεία

 

– Μεταξύ αστείου και σοβαρού λένε πως τα ζευγάρια που θα αντέξουν την κρίση και τις επιπτώσεις, ειδικά το lockdown, δεν θα χωρίσουν ποτέ. Οι οικογένειες αυτές δύσκολα θα διαλυθούν. Ισχύει;

Είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση για έρευνα. Κοιτάξτε η πανδημία είναι μια μεγάλη δοκιμασία για όλους μας, αλλά αυτό που είπατε θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο μπορεί κανείς να δει τα θετικά και το φως στο βάθος του τούνελ που διαφαίνεται.

Πιστεύω όμως ότι αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε εκείνοι οι οποίοι δεν τα κατάφεραν τόσο καλά τι θα έχουμε να τους προσφέρουμε έτσι ώστε όταν περάσει η πανδημία είτε να είναι μαζί είτε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του να μείνουν μαζί. Αυτό πραγματικά με ενδιαφέρει πολύ και ειδικά σε σχέση με τα παιδιά που έζησαν την ενδοοικογενειακή βία και αυτά οι γονείς των οποίων μπορεί να χωρίσουν.

*Ο Αργύρης Στριγγάρης είναι καθηγητής Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων στο ΕΚΠΑ, Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων και ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ

 

 

(Το άρθρο εκφράζει αποκλειστικά προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη)

Πηγή: Liberal.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *