ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ

Στην τελική προεκλογική ευθεία η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να δημιουργήσει μια εικόνα κανονικότητας σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της οικονομίας και την καθημερινότητα του πολίτη.

Διευκολύνεται στην προσπάθειά της και από την προεκλογική λογική που έχει επικρατήσει μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου 2019. Όλοι λένε καλά λόγια για όλους, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια εικόνα προεκλογικής οικονομικής σταθερότητας στην Ε.Ε.

Επιδείνωση κλίματος

Αν κρίνουμε όμως από τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα και τις μελέτες των ειδικών, η προοπτική της ελληνικής οικονομίας, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, μοιάζει αρνητική ή δεν είναι τόσο θετική όσο επιβάλλουν τα σύνθετα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα υποχώρησε σημαντικά τον Ιανουάριο σε σχέση με τον Δεκέμβριο και βρέθηκε για πρώτη φορά μετά από εννέα μήνες κάτω από τις 100 μονάδες.

Τον υπολογισμό του δείκτη οικονομικού κλίματος κάνει η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία καταγράφει τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στα κράτη-μέλη.

Ο δείκτης έπεσε από τις 100,9 μονάδες τον Δεκέμβριο στις 99,6 μονάδες τον Ιανουάριο. Η τελευταία φορά που είχε βρεθεί κάτω από τις 100 μονάδες ήταν τον Μάρτιο του 2008.

Η Ελλάδα έχει τον δεύτερο χειρότερο οικονομικό δείκτη στους «28», μετά τη Σλοβακία, που βρίσκεται στις 97,1 μονάδες. Ο μέσος όρος για την Ευρωζώνη είναι 106,2 μονάδες, σε πτώση από τις 107,4 μονάδες του Δεκεμβρίου του 2018.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τέσσερις πρώην μνημονιακές, επίσημα ή άτυπα, χώρες Κύπρος, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία είναι στην πρώτη δεκάδα της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά το οικονομικό κλίμα. Ειδικά η Κύπρος με 111,4 μονάδες και η Πορτογαλία με 110,1 μονάδες είναι στην πρώτη τριάδα.

Η επιδείνωση στη βραχυπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με ένα πιο δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον, που επηρεάζει τις οικονομίες των κρατών-μελών, και την εκτίμηση ότι μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος που θα στηρίζεται στην παροχολογία και στις οικονομικές μπλόφες μπορεί να δημιουργήσει νέα προβλήματα.

Αρνητική προοπτική

Σημαντικότερη προειδοποίηση για το οικονομικό μας μέλλον, σε βάθος χρόνου, μας στέλνει η μελέτη της διεθνούς εταιρείας ερευνών IHS Markit. Σύμφωνα με τους ειδικούς της εταιρείας ερευνών, η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στο επίπεδο ανάπτυξης του 2007 το… 2040.

Για το 2019 προβλέπουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι της τάξης του 1,7%, πολύ κάτω από τις αρχικές προγνώσεις, όπως ακριβώς έγινε και το 2018.

Το χειρότερο είναι ότι η IHS Markit προβλέπει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,4% για την περίοδο 2020-2030. Πλησιάζει έτσι το αρνητικό σενάριο του ΔΝΤ, το οποίο εκτιμά ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας συνδυαζόμενα με τη δημογραφική κρίση θα εμποδίσουν την επιστροφή σε περίοδο δυναμικής και σταθερής ανάπτυξης.

Ως αποτέλεσμα της αδυναμίας επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, το 2030 το δημόσιο χρέος θα είναι 137,4% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον στόχο του 118% του ΑΕΠ που έχει τεθεί.

Αναζήτηση διεξόδου

Το ενδιαφέρον με τη μελέτη της IHS Markit είναι ότι εξετάζει διάφορα σενάρια σε αναζήτηση διεξόδου.

Εκτιμά ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών και του ΦΠΑ μπορεί να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά δεν μπορεί να δώσει από μόνη της μακροπρόθεσμη λύση. Έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, ενώ δεν έχει επιτευχθεί ακόμη, λόγω υψηλών δαπανών του Δημοσίου και κακοδιαχείρισης, η αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση. Επιπλέον, η μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων μπορεί να μη δώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα, επειδή τα έσοδα του Δημοσίου από τη φορολογία των εταιρικών κερδών είναι πολύ χαμηλά σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ παρά τους εξαιρετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ε.Ε. για τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα σε αυτή την κατηγορία, υπολογισμένα σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Η διεθνής εταιρεία ερευνών εξετάζει και ένα αδιανόητο από κοινωνική και πολιτική άποψη σενάριο για να δοθεί η αναγκαία ώθηση στην ελληνική οικονομία. Προτείνει την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών, την καταβολή συντάξεων μόνο σε άτομα άνω των 67 ετών και τον προσδιορισμό της σύνταξης στα 700 ευρώ τον μήνα. Με αυτό το ακραίο σενάριο οι επιχειρήσεις γίνονται πιο ανταγωνιστικές λόγω κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών και οι εργαζόμενοι αποκτούν πρόσθετο εισόδημα για τον ίδιο λόγο, αλλά πάλι δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της αναγκαίας «απογείωσης» της ελληνικής οικονομίας.

Μία από τα ίδια

Παρά την πολυδιαφημισμένη προσαρμογή και τις υποτιθέμενες μνημονιακές αλλαγές, η οικονομία επιστρέφει προεκλογικά σε γνώριμα μονοπάτια.

Η δημόσια συζήτηση αναπτύσσεται γύρω από γνωστά θέματα, όπως είναι ο περιορισμός ή η αναβολή σε προγραμματισμένες μειώσεις συντάξεων, η καταβολή αναδρομικών με βάση δικαστικές αποφάσεις που αφορούν τα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου και οι προσλήψεις, επίσημες ή από το παράθυρο, που έχουν ήδη οδηγήσει στην αύξηση του ετήσιου μισθολογικού κόστους του Δημοσίου κατά 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2014-2018.

Παρά τις συγκεκριμένες βελτιώσεις που έχουν γίνει, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι σημαντικότερα το 2019 απ’ ό,τι ήταν το 2008.

Πρώτον, υπάρχει μεγαλύτερη εξάρτηση της οικονομίας από το κράτος και τον κρατικό προϋπολογισμό. Μπορεί να μαζεύτηκαν συγκεκριμένες δαπάνες του Δημοσίου, αλλά ήταν τέτοια η συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας αυτή την περίοδο ώστε ενισχύθηκε η συγκριτική θέση του κράτους έναντι του ιδιωτικού τομέα.

Δεύτερον, παρά τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης, αυξήθηκε η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση εξαιτίας της καταβαράθρωσης των επενδύσεων, ιδιωτικών και του Δημοσίου. Η Ελλάδα θα πρέπει να διπλασιάσει τις επενδύσεις σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ για να φτάσει και να ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, ώστε να αρχίσει να καλύπτει το χαμένο οικονομικό έδαφος.

Η προσπάθεια Μητσοτάκη

Ο Μητσοτάκης προσπαθεί να αντιμετωπίσει την οικονομική πρόκληση με έναν συνδυασμό πρωτοβουλιών. Αυτές συμπεριλαμβάνουν τη μείωση των ασφαλιστικών και των φορολογικών βαρών, τον εξορθολογισμό και τη μείωση των δημοσίων δαπανών, την προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, μεγάλων ξένων επενδύσεων και συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τη στροφή προς την έρευνα και την τεχνολογία, τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και την καλύτερη σύνδεση των δημόσιων πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις, τη δημιουργία κατάλληλου και ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος, την ενίσχυση της εξωστρέφειας κ.ά. Πρόκειται για μια σύνθετη οικονομική στρατηγική, χωρίς την επιτυχημένη εφαρμογή της οποίας θα βρεθούμε αντιμέτωποι, σε διάστημα μερικών ετών, με τα ίδια αδιέξοδα.

Πηγή: Freesunday.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *