Του Γιώργου Κοντογιώργη∗¹
Το αυταρχικό καθεστώς στην Ελλάδα εγείρει ένα γενικότερο ζήτημα που έχει να κάμει συγχρόνως με τη φύση της ελληνικής κοινωνίας και με το περιεχόμενο των εξελίξεων της εποχής μας. Κατά τούτο η κατανόηση του φαινομένου προϋποθέτει την απάντηση του ερωτήματος ως προς τη θέση του στο εν γένει ελληνικό πολιτικό σύστημα και επέκεινα ως προς τη σχέση του με τα ομόλογα καθεστώτα ή ολοκληρωτισμούς του μεσοπολέμου και της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Θεμελιώδης υπόθεση εργασίας, εν προκειμένω, είναι ότι η δικτατορία στην Ελλάδα αποτελεί παρένθεση στο πολιτικό σύστημα, μη συνάδουσα προς τη φύση του και, συγκεκριμένα, ένα εξωγενές σύμπτωμα που επέβαλε η μη εναρμόνιση της ελληνικής κοινωνίας με το δημοκρατικό έλλειμμα των συντελεστών του Ψυχρού Πολέμου. Σε αντίθεση προς αυτήν, τα αυταρχικά καθεστώτα της Ιβηρικής Χερσονήσου αποτελούν προεκτάσεις και, υπό μιαν άλλην έννοια, κατάλοιπα των ολοκληρωτισμών του μεσοπολέμου.
Το αυταρχικό καθεστώς και η ‘διαμεσολαβημένη κοινωνία’. Η κοινωνία ως μη παράμετρος του πολιτικού συστήματος
Το ερμηνευτικό σχήμα που επιχειρεί να μελετήσει το αυταρχικό φαινόμενο στην εποχή μας εστιάζει την προσοχή του στον ενδείκτη της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’, δηλαδή στο βαθμό παρουσίας των οργανωμένων συμφερόντων της κοινωνίας στην πολιτική δυναμική. Η υπόθεση αυτή συνομολογεί ότι το αυταρχικό φαινόμενο συνάδει με το γεγονός ότι οι κοινωνικο-πολιτικές συντεταγμένες που απορρέουν βασικά από την οικονομία δεν έχουν επαρκή ανάπτυξη ώστε να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ως ομάδες πίεσης, στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας, επιβάλλοντας τη συν-νομή της[2].
Στο σχήμα αυτό υπολανθάνουν δύο παραδοχές: αφενός, η φυσική τάση της κρατικής εξουσίας να συσσωρεύει ολοένα και μεγαλύτερη ισχύ, έτσι ώστε να γίνεται δυσδιάκριτη συχνά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας· και αφετέρου, η φυσική απουσία της κοινωνίας καθεαυτής ως συντελεστή της πολιτικής διαδικασίας, την οποία η νεοτερικότητα τοποθετεί συνειδητά στην ιδιωτική σφαίρα.
Συγχρόνως απουσιάζει από το σχήμα αυτό, η παράμετρος της φύσης του πολιτικού συστήματος και ιδίως το γεγονός ότι απορρέει από αυτό μια σαφής ανισορροπία μεταξύ του κατόχου της πολιτικής αρμοδιότητας και της ιδιωτικής κοινωνίας, την οποία καλείται να καλύψει σε πρώτο βαθμό διαμεσολάβησης το κόμμα και σε δεύτερο βαθμό οι ομάδες συμφερόντων. Κατά βάθος, το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Η αντιπροσώπευση δεν αποτελεί ενδο-συστημική λειτουργία, δεν συνάγεται ως οργανική παράμετρος του πολιτικού συστήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για επιλογή που εκκινεί από την παραδοχή ότι η κοινωνία – και πέραν αυτής οι συστατικές της παράμετροι – δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένη ώστε να συμπεριληφθεί στην πολιτική διαδικασία.
Πολλές είναι οι πραγματολογικές και ιδίως οι θεσμικές δικλείδες που επικυρώνουν τον θεμελιωδώς μη αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος και, κατ΄ επέκταση, την εγγυημένη αυτονομία της πολιτικής εξουσίας. Περιορίζομαι, ωστόσο, σε δύο, τις πλέον ουσιώδεις: η μία, αφορά στο σκοπό της πολιτικής που εστιάζεται στο «γενικό» ή στο «εθνικό» ή στο «δημόσιο»/«κρατικό» συμφέρον, όχι όμως στο άμεσο κοινωνικό συμφέρον το οποίο θα υποχρέωνε την πολιτική εξουσία να συναντάται θεσμικά με το κοινωνικό σώμα. Επομένως, ο σκοπός αυτός της πολιτικής δεν νομιμοποιεί το κοινωνικό σώμα ή τον πολίτη να ελέγχει τον κάτοχο της πολιτικής εξουσίας. Δεν αναφέρομαι στη δυνατότητα της πολιτικής κριτικής, του κριτικού λόγου που εμπεριέχεται στην ατομική ελευθερία, αλλά στο θεσμικό δικαίωμα το οποίο υποστασιοποιεί την αντιπροσωπευτική αρχή, ο εντολέας να καθορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής δράσης, να υποχρεώνει τον φορέα της πολιτικής να εναρμονισθεί με την βούλησή του, να τον εγκαλεί, να του ζητά ευθύνες για βλαπτικές ενέργειες ή παραλείψεις και, εντέλει, να τον ανακαλεί. Η πολιτική ηγεσία ως κάτοχος της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας είναι υπεράνω του νόμου, ενσαρκώνει το νόμο, είναι «νόμος καθεαυτός». Γι΄ αυτό και το περιεχόμενο της πολιτικής της δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη και, υπό μιαν άλλη έννοια, ο ιδιωτικός της βίος περιβάλλεται με ασυλία[3].
Είναι προφανές ότι η πρόνοια αυτή συντελεί ώστε το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας να διασφαλίζει εξ ολοκλήρου τον κλειστό χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας και μια, ουσιαστικά χωρίς όρια, αυτονομία της. Τούτο εξηγεί γιατί ο σκοπός της πολιτικής, που επικαλείται το λεγόμενο κοινοβουλευτικό σύστημα – το ‘έθνος’ για παράδειγμα – αποτέλεσε την εκλεκτική αναφορά όλων των αυταρχικών καθεστώτων, από τους ολοκληρωτισμούς του μεσοπολέμου έως και εκείνους του Ψυχρού Πολέμου και της πλέον σύγχρονης εποχής. Υπό την έννοια αυτή, η συζήτηση για τις ασφαλιστικές δικλείδες που μεριμνούν για τη μη εύκολη μεταβολή των θεμελίων του πολιτικού συστήματος (π.χ. οι ρήτρες του Συντάγματος) αφορούν τόσο τους κινδύνους για μία ενδεχόμενη αυταρχική παρέκκλιση όσο και, κυρίως, την προοπτική της μετάλλαξής του σε αντιπροσωπευτικό.
Η δεύτερη δικλείδα που διασφαλίζει τη μη αντιπροσωπευτική φύση του νεότερου πολιτικού συστήματος είναι αυτή καθεαυτή η ιδιοποίηση της ιδιότητας του εντολέως από το κράτος. Όντως, η διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εισάγει εν είδει δόγματος η νεοτερικότητα και, μαζί της, η αρχή του καταμερισμού των κοινωνικο-πολιτικών έργων, θεωρεί ως κυριολεκτικά ασύγγνωστο το διαχωρισμό των ιδιοτήτων του εντολέως και του εντολοδόχου. Επομένως, η απόδοση της ιδιότητας του εντολέα στην κοινωνία είναι αναιρετική του θεμελιώδους πολιτικού δόγματος της νεοτερικότητας[4]. Ο εντολοδόχος, εν προκειμένω το κράτος, κατέχει εξ ολοκλήρου και την ιδιότητα του εντολέως και, κατά τούτο, ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα, δηλαδή το σύνολο της πολιτικής διαδικασίας. Οι εσωτερικές ρυθμίσεις, όπως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, επιβεβαιώνουν ακριβώς το ανωτέρω δόγμα, αν και υπό το φως των εξελίξεων του 20ουαιώνα – ιδίως της ανθρωποκεντρικής ομοιογενοποίησης της κοινωνίας, της καθολικής απόδοσης του δικαιώματος της ψήφου κ.λπ. – η σημασία τους έχει ουσιαστικά απομειωθεί, αφού ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές ελέγχει καταρχήν αδιαίρετα την κρατική εξουσία.
Η μη απόδοση της ιδιότητας του εντολέως στην κοινωνία συνεπάγεται τη μη θεσμική συνάντηση της τελευταίας με την πολιτική. Το κοινωνικό σώμα των πολιτών δεν είναι, έναντι της πολιτικής εξουσίας, ούτε ο αντιπροσωπευόμενος – δηλαδή ο αποδέκτης του σκοπού της πολιτικής – ούτε, πολλώ μάλλον, συστατικό μέρος του πολιτικού συστήματος. Ως κοινωνία–ιδιώτης δεν έχει συνεπώς αρμοδιότητα να διευκρινίζει αυτή το περιεχόμενο του (μη κοινωνικού, ούτως ή άλλως,) σκοπού της πολιτικής (π.χ. το περιεχόμενο του «εθνικού» συμφέροντος). Τι είναι «εθνικό», «γενικό» ή «δημόσιο» συμφέρον το ορίζει αυθεντικά σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ο κάτοχος της καθολικής πολιτικής αρμοδιότητας. Απέναντι στην αυθεντία του κατόχου της πολιτικής εξουσίας του κράτους, η βούληση της ιδιωτικής κοινωνίας κρίνεται ως ιδιοτελής, εγωιστική και, οπωσδήποτε, ανεύθυνη και ανεπαρκής.
Απόρροια της μη αντιπροσωπευτικής φύσης του κράτους – του πολιτικού συστήματος – είναι, όπως ήδη υπαινίχθηκα, η μη πολιτειακή συγκρότηση της κοινωνίας. Η κοινωνία ως ιδιώτης δεν αποτελεί υποκείμενο ούτε συντελεστή του πολιτικού συστήματος. Όπως κάθε κοινωνικό μόρφωμα, για να υπάρξει σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, πρέπει να συγκροτηθεί σε «σώμα» (π.χ. μια ομάδα πίεσης), έτσι και η κοινωνία, για να λειτουργήσει πολιτικά οφείλει να μεταβληθεί σε δήμο. Ο δήμος ορίζει την πολιτειακά συγκροτημένη κοινωνία με συγκεκριμένο αντικείμενο που κατ΄ ελάχιστον συμποσούται στην ιδιότητα του εντολέα.
Η είσοδος της κοινωνίας στην πολιτική αγορά, με τη μεταλλαγή της σε δήμο, θα λειτουργούσε, οπωσδήποτε, αναιρετικά στο θεμελιώδες δόγμα της νεοτερικότητας, δηλαδή στη διχοτομία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Πράγμα που θα έθετε, εντέλει, σε άλλη βάση την προβληματική της αντίθεσης μεταξύ αυταρχισμού και αντιπροσώπευσης.
Η φύση αυτή του νεοτερικού πολιτικού συστήματος δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποιες μη ορατές προθέσεις των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που το λειτουργούν. Η αντιπροσώπευση – η μετάθεση της ιδιότητας του εντολέως στην κοινωνία – δεν αποτελεί αίτημα στις μέρες μας. Κατά τούτο, αντανακλά ευθέως την κοσμοσυστημική φάση που διέρχεται η νεότερη εποχή, δηλαδή της ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης μετά τη φεουδαρχία. Άλλωστε, η γενίκευση της στοιχειώδους ιδιότητας του πολίτη[5] έγινε μόλις στη διάρκεια του 20ου αιώνα με την απόδοση στο άτομο, μέλος της κοινωνίας του κράτους, του δικαιώματος της ψήφου.
Την περίοδο αυτή, ούτε οι πραγματολογικές προϋποθέσεις – το εξελικτικό στάδιο του κοσμοσυστήματος – ούτε, επομένως, και η κοινωνία είναι ώριμες να υποστηρίξουν ένα διαφορετικό πολιτικό πρόταγμα. Οι προτεραιότητες της κοινωνίας εστιάζονται στο θεμελιώδες, το κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα (το ζήτημα της εργασίας, της ατομικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας κ.λπ.), που ευρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Η πολιτική δεν αποτελεί παρά μέσον – υπερδομή τη χαρακτήρισε ο Κάρολος Μαρξ –, δηλαδή επιχειρησιακή συνιστώσα για την πραγμάτωση του κοινωνικού στόχου.
Με άλλα λόγια, στο μέτρο που η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική γίνεται εξω-θεσμικά, με τη διαμεσολάβηση των ενδιάμεσων ομάδων (των κομμάτων, των συνδικάτων κ.α.) και με πρόσημο το κοινωνικό πρόβλημα, η σημασία της εκλογικής νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού δεν προβάλει πάντοτε ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Η επανάσταση και η «πραξικοπηματική» κατάληψη της εξουσίας, ήσαν και εξακολουθούν να είναι, σε ελάσσονα βαθμό, νόμιμοι τρόποι πραγμάτωσης της ιδεολογίας, του κοινωνικού στόχου.
Η κρίση του κοινοβουλευτισμού το μεσοπόλεμο και η απήχηση των ολοκληρωτικών ιδεολογιών επιβεβαιώνουν ακριβώς το πρώιμο αυτό ανθρωποκεντρικό στάδιο. Ένα στάδιο που χαρακτηρίζεται από τη ρευστότητα της κοινωνικής συγκρότησης, από την καθολική αχειραφεσία του ατόμου στους ρόλους που του επιφυλάσσει η νέα εποχή και την καταστατική σημασία της ψήφου για τον έλεγχο της οποίας διαγκωνίζονται οι πολιτικές δυνάμεις. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο ότι η έννοια της πολιτικοποίησης – και, υπό μίαν έννοια, της πολιτικής συμμετοχής[6] – συνδέθηκε σταθερά, έως σήμερα, με την αγελαία ή μαζική προσκύρωση του πολίτη στο κόμμα, στο συνδικάτο κ.λπ., δίκην οπαδού· αποτέλεσε στατιστικό ζήτημα κι όχι συνάρτηση του πραγματικού χρόνου ενασχόλησής του με την πολιτική. Η κοινωνική ατομικότητα, που συνάδει με την ατομική ελευθερία, δεν έχει το ανάλογό της στην πολιτική. Απουσιάζει η πολιτική ατομικότητα.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις κάνουν, νομίζω, εμφανές γιατί το αυταρχικό φαινόμενο απαντάται συγκεκριμένα την περίοδο του μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου, όχι όμως κατά την προγενέστερη εποχή, ενώ απομακρύνεται επίσης από την Ευρώπη όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του 20ου αιώνα.
Η πραγματική απουσία της κοινωνίας από την πολιτική εξηγεί γιατί η προβληματική για το αυταρχικό καθεστώς την εγγράφει μάλλον στις δυνάμει ευεπίφορες συνιστώσες του, κατέναντι της οποίας τοποθετείται η ‘διαμεσολαβημένη κοινωνία’. Η υπεισέλευση της έννοιας της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’, ως παράγοντα του πολιτικού συστήματος, συναρτήθηκε ευθέως με τη σύνολη ανάπτυξη της κοινωνίας, ιδίως δε με την ανάπτυξη της οικονομικής της παραμέτρου. Οι δυνάμεις της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνίας’ είναι προεχόντως οι δυνάμεις της οικονομίας που διεκδικούν να έχουν λόγο στην πολιτική και φυσικά μερίδιο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων της εξουσίας. Όσο περισσότερο αναπτυγμένη εμφανίζεται η οικονομία μιας χώρας τόσο οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης γίνονται πιο ισχυρές και το μερίδιό τους στην πολιτική μεγαλύτερο. Η έννοια της πολιτικής ανάπτυξης είναι άρρηκτα δεμένη με την ανάπτυξη της ‘διαμεσολαβημένη κοινωνία’ και όχι της κοινωνίας καθεαυτής.
Ώστε, η ανάπτυξη του δεύτερου αυτού βαθμού διαμεσολάβησης, που υπόσχεται η έννοια της ‘διαμεσολαβημένης κοινωνία’, περιορίζει την πραγματική αυτονομία της πολιτικής εξουσίας και απομειώνει αναλόγως τη δυνατότητα των πολιτικών δυνάμεων να επικαλούνται, στη συνάντησή τους με την κοινωνία και τις ανάγκες της, το λαϊκισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η προβληματική για την «αντιπροσώπευση», από το πεδίο της ιδεολογίας και της κομματικής στράτευσης, μεταφέρεται στο επίπεδο της συνεύρεσης των ομάδων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία.
Δεν είναι του παρόντος να συζητηθούν οι επιπτώσεις της μεταβολής αυτής[7]. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η κοινωνία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο διαμεσολάβησης, όχι ως συντελεστής του πολιτικού συστήματος και, οπωσδήποτε, ως μη αντι-αυταρχική συνιστώσα.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις εξηγούν, νομίζω, γιατί μέτρο για την κρίση της κοινωνικής επιστήμης αν μια χώρα είναι περισσότερο ή λιγότερο ευεπίφορη στον αυταρχισμό (ή στη δημοκρατία) αποτελεί η οικονομική της ανάπτυξης και, επέκεινα, η ανάπτυξη των δυνάμεων της διαμεσολάβησης[8] και όχι η κοινωνία καθ΄ εαυτή. Εν προκειμένω, η έννοια της ανάπτυξης επικεντρώνεται στον παρόντα χρόνο και αποδίδεται με το σχήμα κέντρο (ανάπτυξη) – περιφέρεια (υπανάπτυξη). Από το σχήμα αυτό απουσιάζει, επομένως, ένα ευρύτερο κριτήριο που να συνδέει τον χαρακτήρα των κοινωνιών με το συνολικό ανάπτυγμα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος[9].
Η Ελλάδα στο σχήμα αυτό, όπως και η Ισπανία και η Πορτογαλία ανήκουν, κατά τη νεοτερική κοινωνική επιστήμη, στο Νότο, που εγγράφεται ως ημι-περιφέρεια, περίπου όπως και η Λατινική Αμερική. Στην ημι-περιφέρεια οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης είναι ασθενείς[10] και γι΄ αυτό οι χώρες αυτές είναι ευεπίφορες στον αυταρχισμό. Το σχήμα αυτό εξηγεί, με άλλους λόγους, την αδυναμία των χωρών της ημι-περιφέρειας να θητεύσουν στη «δημοκρατία», όπως για παράδειγμα οι χώρες του Βορά[11].
Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι και στις χώρες αυτές η «δημοκρατία» είναι αποκενωμένη από το κοινωνικό σώμα και, βεβαίως, από κάθε αντιπροσωπευτικό πρόσημο. Οι συνιστώσες όμως αυτές δεν εκτιμώνται ως σοβαρές για την διερεύνηση της φύσης του πολιτικού συστήματος.
Το αυταρχικό καθεστώς και η Διεθνής τάξη
Η άλλη σημαίνουσα παράμετρος που απουσιάζει από την προσέγγιση του αυταρχικού φαινομένου είναι η εξωτερική. Η πολιτική επιστήμη, έχοντας προσημειώσει ως αντικείμενό της το κράτος, έχει εκχωρήσει τη δια-κρατική παράμετρο της πολιτικής σε άλλον επιστημονικό κλάδο, τις Διεθνείς Σχέσεις. Από την επιλογή αυτή έχει προκύψει ένας υπερτονισμός της βαρύτητας της εσωτερικής πολιτικής για τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και, αντιστοίχως, μια υποβάθμιση του δια-κρατικού ή, ορθότερα, κοσμοσυστημικού περιβάλλοντος ως συντελεστή της εσωτερικής πολιτικής. Ο υπερτονισμός αυτός, υποδαυλίσθηκε επίσης από την αρχή της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους, η οποία καλλιέργησε μια αίσθηση αυτάρκειας της ‘εθνικής’ κοινωνίας.
Εντούτοις, η συναρθρωτική σχέση ενδο-κρατικής και δια-κρατικής ή κοσμοσυστημικής πολιτικής, κάνει πρακτικά ανέφικτη κάθε προσπάθεια διαχωρισμού τους. Συγχρόνως όμως η ισορροπία της επιρροής τους, στο συνολικό ισοζύγιο της πολιτικής λειτουργίας, διαφέρει ανάλογα, αφενός, με τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα και, αφετέρου, με τις σχέσεις δύναμης που διαμορφώνεται στον βιούμενο κοσμοσυστημικό χρόνο.
Από τη φάση που διανύει το σύνολο κοσμοσύστημα προκύπτουν και οι χρήσεις του αυταρχικού καθεστώτος ως μοχλού διαμόρφωσης των δια-κρατικών συσχετισμών ισχύος. Για να περιορισθούμε στην εποχή μας: στη φάση της κρατικής κυριαρχίας, η προσχώρηση ή η συγκράτηση στον κύκλο της επιρροής χωρών με αποκλίνουσες επιλογές, επιτυγχάνεται βασικά με την πρόσκτηση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους ή, σε ακραίες περιπτώσεις, με εξωτερική στρατιωτική επέμβαση. Αντιθέτως, στην εποχή της απομείωσης της κρατικής κυριαρχίας – του ανεξάρτητου μεν όχι όμως και εξουσιαστικά κυρίαρχου κράτους –, η προσφυγή στο αυταρχικό καθεστώς υποχωρεί καθώς το ηγεμονικό σύμπλεγμα εγκαθίσταται οργανικά στο περιβάλλον της εσωτερικής πολιτικής. Το επικοινωνιακό σύστημα, που υποστηρίζει την εξέλιξη αυτή, κάνει ολοένα λιγότερο ορατή τη διάκριση εσωτερικής και δια-κρατικής ή, καλύτερα, κοσμοσυστημικής πολιτικής.
Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Στη φάση της κρατοκεντρικής κυριαρχίας, το ουσιώδες της πολιτικής κατέχεται από την πολιτική εξουσία του κράτους και, ως εκ τούτου, η αναίρεση των επιλογών μιας νομιμοποιημένης εκλογικά πολιτικής μπορεί να γίνει εναλλακτικά μόνον μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Η μετάβαση στη σχετική κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας, καθώς συνάδει με την ανάπτυξη ενός πολυσήμαντου επικοινωνιακού συστήματος και μιας εξαιρετικά ισχυρής διαμεσολαβητικής λειτουργίας που εισάγουν οι ομάδες συμφερόντων, μετακινεί το πεδίο της πολιτικής πέραν της κρατικής εξουσίας, στον χώρο της ιδιωτικής κοινωνίας και οικονομίας. Η συνάρθρωση όμως, που παρατηρείται στον χώρο αυτόν, μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών συντελεστών της πολιτικής δυναμικής, προσφέρει ουσιαστικά απεριόριστες δυνατότητες νομιμοποιημένης εναρμόνισης της πολιτικής βούλησης του κράτους με το συμφέρον του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στη φάση αυτή, που συμπίπτει με την περίοδο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», το αυταρχικό καθεστώς το επικαλούνται ολοένα και περισσότερο οι δυνάμεις που εμμένουν στην πολιτική κυριαρχία του κράτους, καθώς πιστεύουν ότι έτσι θα θωρακίσουν την ανεξαρτησία του από τις εξωτερικές υπονομεύσεις και, εντέλει, τη μη νόθευση της εσωτερικής του αυτάρκειας.
Οι περιπτώσεις των δικτατοριών της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, ανήκουν στην εποχή της κρατικής κυριαρχίας κατά την οποία το πολιτικό διακύβευμα εστιαζόταν ακόμη στο είδος του κοινωνικού συστήματος που θα διαδεχόταν τη μακρινή ωστόσο φεουδαρχία ή, με διαφορετική διατύπωση, στο δρόμο προς την ανθρωποκεντρική οικοδόμηση. Η αντιπαράθεση αυτή των δύο ιδεολογιών της μετάβασης – του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού – αποκρυσταλλώθηκε και στο επίπεδο του συνόλου κοσμοσυστήματος με τη διαμόρφωση δύο ομόλογων στρατοπέδων, τα οποία αποτέλεσαν συνάμα τους δύο μέγιστους πόλους στρατηγικών συμφερόντων στον πλανήτη[12].
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε πολιτική εναλλαγή στο εσωτερικό του κράτους, η οποία θα πρότασσε τη μεταρρύθμιση ή τη μεταβολή του κοινωνικού συστήματος, συνεπαγόταν δυνάμει της μετατόπιση του κράτους αυτού στο αντίπαλο στρατόπεδο ή, σε κάθε περίπτωση, τη διεύρυνση της επιρροής του αντιπάλου. Υπό το κράτος της πόλωσης αυτής, οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που θα διατάραζε την αυστηρή οριοθέτηση των δύο στρατοπέδων, εκρίνετο ως απολύτως απαγορευτική.
Η πραγματικότητα αυτή, έθεσε αναπόφευκτα το ερώτημα του επιτρεπτού ή μη της συμμετοχής των κομμάτων, που επαγγέλονταν ένα μη απολύτως συμβατό προς το σύστημα ή τον διατεταγμένο διπολισμό, ιδεολογικο–κοινωνικό ή πολιτικό πρόταγμα, στην εξουσία. Διότι αφού η όποια διαφοροποίηση του κοινωνικού συστήματος ή, έστω, της εξωτερικής πολιτικής ήταν αδιανόητη, εξίσου δυσάρεστη ήταν και η ύπαρξη ή, ακόμη, η άνοδος στην εξουσία κομμάτων που την εξέφραζαν.
Ο σοσιαλιστικός συνασπισμός έλυσε το ζήτημα αυτό με την ολοκληρωτική κατάλυση του κοινωνικού συστήματος που αποστασιοποιούσε τον αντίπαλο και, πολιτικά, με την επίκληση της αρχής της «δικτατορίας του προλεταριάτου», η οποία έθετε εκτός νομιμότητας τον κομματικό πλουραλισμό. Στον φιλελεύθερο συνασπισμό, το ζήτημα ετέθη ως προς τα κόμματα που εξέφραζαν την εναλλαγή πολιτικής. Διεσώζετο έτσι ο κομματικός πλουραλισμός, πλην ορισμένων περιπτώσεων όπου απαγορευόταν η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, ετίθετο όμως εκτός νομιμότητας η κοινωνική βούληση που θα επέλεγε την εναλλαγή πολιτικής. Καθόλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η άνοδος των σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία ήταν απολύτως απαγορευμένη[13].
Οι δικτατορίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν υπαγορεύθηκαν από την προβληματική αυτή του Ψυχρού Πολέμου. Διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της αντιπαράθεσης που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη και ιδίως, της σύγκρουσης μεταξύ υπαρκτού σοσιαλισμού, φασιστικού ολοκληρωτισμού και κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού. Ως κατάλοιπα, όμως, του προγενέστερου διεθνούς συστήματος εντάχθηκαν στο κλίμα του μεταπολεμικού διπολισμού επειδή μεγιστοποιούσαν την ασφαλή πρόσδεση των «αιρετικών» αυτών χωρών στο δυτικό στρατόπεδο.
Η περίπτωση της Ιταλίας υπήρξε έντονα προβληματική αφού, η εγγραφή της σε μια διαφορετικής φύσεως ιστορικο-πολιτική κουλτούρα από εκείνη του αγγλοσαξονικού κόσμου, δεν ευνοούσε τη μονοσήμαντη εστίαση της πολιτικής στο επιχειρησιακό της σκέλος και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα του οικονομικο-κοινωνικού της γίγνεσθαι[14]. Η επιβολή του αυταρχικού καθεστώτος στην Ιταλία απεφεύχθη για συγκυριακούς λόγους[15], μολονότι έχει ομολογηθεί ότι ήταν πλήρως στους σχεδιασμούς του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης.
Η περίπτωση της Ελλάδας προσομοιάζει με εκείνη της Ιταλίας, με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις διεγράφοντο απειλητικές σε μια περιοχή που εθεωρείτο στρατηγικός προμαχώνας στο υπογάστριο της Σοβιετικής Ένωσης και, συγχρόνως, η χώρα δεν εκρίνετο ότι θα μπορούσε να «προσημειώσει» αρνητικά την πολιτική ταυτότητα του δυτικού στρατοπέδου. Γι΄ αυτό και η ελληνική περίπτωση ταξινομήθηκε στις προτεραιότητες του δυτικού ηγεμονικού συμπλέγματος με γνώμονα τη γεωπολιτική της θέση, στην οποία όφειλε να εναρμονισθεί απαρέγκλιτα η πολιτική συμπεριφορά της κοινωνίας. Η αυξημένη ετοιμότητα του ηγεμονικού συμπλέγματος, ως προς αυτό, συνείδε, όπως θα δούμε, με μια μακρά παράδοση δεδηλωμένης ανυπακοής της κοινωνίας στις επιλογές του.
Η διασφάλιση της μη εναλλαγής στην εξουσία και, κατ΄ επέκταση, η αποτροπή μιας μη επιθυμητής εκλογικά κοινωνικής πλειοψηφίας, αντιμετωπίσθηκε καταρχήν προληπτικά με την «καθοδήγηση» των εντεταλμένων μηχανισμών αλλά και κατασταλτικά, με την οικοδόμηση πολυώνυμων θυλάκων επαγρύπνησης και χειραγώγησης της ατομικής και συλλογικής αμφισβήτησης. Η ισορροπία μεταξύ ελευθερίας ή δικαιωμάτων και καταστολής συναρτήθηκε ευθέως από την ένταση της αμφισβήτησης, δηλαδή από το ειδικό βάρος που κατέγραφαν, κάθε φορά, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης στην κοινωνία και στην πολιτική.
Από τη λογική αυτή του διπολισμού δεν διέφυγε καμία χώρα του δυτικού στρατοπέδου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του ηγεμονικού συμπλέγματος. Το επιχείρημα του «εσωτερικού εχθρού» έθεσε τη θεμελιώδη αρχή του συστήματος, τον κομματικό πλουραλισμό, υπό την αίρεση της αρμονίας του με το φιλελεύθερο διατακτικό του και την κοινωνική βούληση, υπό καθεστώς χειραγώγησης. Οι ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προσλαμβάνονταν ως κεκτημένο του συστήματος αλλά, εντέλει, μόνον των οπαδών του.
Οίκοθεν νοείται ότι στο κλίμα αυτό, η ποσόστωση της καταστολής δεν συνάδει με την ασθενή παρουσία της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας», όπως διατείνεται η νεοτερική κοινωνική επιστήμη, και κατ΄ ακολουθίαν, με την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας του δυτικο-ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Όντως, η διαφοροποίηση στις «διαμεσολαβημένες κοινωνίες», μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι ουσιαστικά αμελητέα[16], πράγμα που σημαίνει ότι αλλού οφείλουν να αναζητηθούν τα αίτια της αμφισβήτησης και, συγκεκριμένα, στον πυρήνα του πολιτικού προβλήματος. Αναφέρομαι ακριβώς στον δείκτη της πολιτικής ανάπτυξης και, συνεπώς, της ετοιμότητας του κοινωνικού σώματος και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης να συμμορφωθούν με το δημοκρατικό έλλειμμα που υπαγορεύει ο διεθνής κανόνας. Οι εξελίξεις που σημειώνονται στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και, ιδίως, με την είσοδο στην εποχή της σχετικής κρατοκεντρικής κυριαρχίας (της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης»), επιβεβαιώνουν με διαύγεια την καταλυτική βαρύτητα του εξωτερικού παράγοντα στην εσωτερική πολιτική.
Με άλλα λόγια, το δημοκρατικό έλλειμμα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου δεν απεικονίζει, ιδίως για τις ευρωπαϊκές χώρες, ένα τυπικό εσωτερικό πρόβλημα, αλλά μια εγγενή αδυναμία συνάδουσα προς τη φάση που διερχόταν η ανθρωπότητα και της οποίας τη διαχείριση ανέλαβαν οι Δυνάμεις που συγκροτούσαν το ηγεμονικό σύμπλεγμα. Η περίπτωση της Χιλής του Σαλβατόρ Αλλιέντε είναι απλώς ενδεικτική. Η άρχουσα κοινωνική επιστήμη, προκειμένου να συνδράμει τη νομιμοποίηση των στρατηγικών επιλογών του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης, χρέωσε τη χιλιανή κοινωνία με δημοκρατικό έλλειμμα, καθώς την είχε ήδη ταξινομήσει στις χώρες της ημι-περιφέρειας. Το αυταρχικό καθεστώς στις χώρες αυτές ερμηνεύεται προφανώς από ενδογενή και όχι εξωγενή αιτία, λόγω της αδυναμίας της σύνολης κοινωνίας να υποστηρίξει τη δημοκρατία.
Το ελληνικό παράδειγμα εμφανίζει, από την άποψη αυτή, ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που επισημαίνονται στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας.
Η διδακτορία των συνταγματαρχών ως «συμβάν» της ελληνικής πολιτικής
Η υπόθεση ότι η διδακτορία των συνταγματαρχών αποτελεί εξωγενή παρένθεση στο ελληνικό πολιτικό πολιτισμό, συνδυάζεται με την επισήμανση ότι δεν συνάδει με ένα πρόσφορο εσωτερικό κλίμα, που θα ήταν ικανό να τη στεγάσει ή, έστω, να την αιτιολογήσει ως πολιτικό φαινόμενο. Δεν εγγράφεται δηλαδή ως στάδιο στη σύνολη εξέλιξη του πολιτικού συστήματος προς τον ‘αντιπροσωπευτικό’ πλουραλισμό.
Όντως, το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι το παλαιότερο, το πρώτο «αντιπροσωπευτικού» τύπου νεοτερικό σύστημα μεταξύ των κρατών–εθνών, που είχε ως υπόβαθρο την καθολική ψήφο. Ακόμη και η απόλυτη μοναρχία (1832), που επεβλήθη από τις Δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, δεν αποτόλμησε να καταργήσει την καθολική ψήφο και, κατ’ επέκταση, το πολυ-συλλεκτικό κομματικό σύστημα με τις προσήκουσες σ’ αυτό πρακτικές. Η αρχή της κοινοβουλευτικής δεδηλωμένης θα καθιερωθεί στο ήδη από το 1843 καθεστώς της συνταγματικής μοναρχίας, με το οποίο επανήλθε και το κοινοβούλιο που κατήργησε η απολυταρχία, το 1875.[17]
Παρόλα αυτά, η κληρονομική μοναρχία ουδέποτε θα εγκλιματιστεί ουσιαστικά στο πολιτικό σύστημα του νεοελληνικού κράτους. Θα αντιμετωπισθεί σταθερά ως εξωγενής θεσμός, μη προσήκων στον εκλογικά νομιμοποιητικό χαρακτήρα των φορέων της πολιτείας και ως υπομόχλιο για την κηδεμονία της χώρας. Πλην ενός, που απέθανε στο θρόνο διαρκούσης της βασιλείας του – η οποία σημειωτέον συμπίπτει με τον Ψυχρό Πόλεμο –, οι υπόλοιποι βασιλείς εξέπεσαν εξορισθέντες και ένας δολοφονήθηκε. Όλοι θα θεωρηθούν λίγο πολύ υπόλογοι πολιτικών παρεμβάσεων, εκτροπών και εθνικών περιπετειών, με κορυφαία τη μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Η ελληνική πολιτική κουλτούρα αποκρυσταλλώνεται στα Συντάγματα των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα, που ακολούθησαν την έναρξη της Μεγάλης Επανάστασης (Φεβρουάριος 1921). Το πολιτικό σύστημα, που υιοθετούν οι εκλεγμένες από το λαό εθνοσυνελεύσεις είναι ‘πολιτειακό’ (républicain), διακρίνεται ωστόσο για την εξαιρετικά χαλαρή, απλώς συντονιστική, κεντρική εξουσία (κυβερνητική και κοινοβουλευτική). Η εκλογή των φορέων της κεντρικής εξουσίας δεν θα αποτελέσει, επομένως, αιτιολογία για τη συγκρότηση ενός συγκεντρωτικού κράτους. Το νέο κράτος της ελληνικής κοινωνίας ήταν θεμελιωδώς συμπολιτειατικό, με υπόβαθρο το σύστημα των «κοινών».[18] Οι δημοκρατικές ρυθμίσεις, που υιοθετούνται στα Συντάγματα αυτά, απουσιάζουν πλήρως από τα συνταγματικά κείμενα των ευρωπαϊκών χωρών και, το πιο ενδιαφέρον, δεν έχουν ακόμα εισαχθεί στο νεοτερικό συνταγματικό πολιτισμό. Πηγή τους υπήρξε, όπως θα δούμε, το προγενέστερο κεκτημένο των ελληνικών κοινωνιών.[19]
Ακόμη και το πολίτευμα που εισήγαγε ο Ιωάννης Καποδίστριας, μετά την εκλογή του ως κυβερνήτη της Ελλάδας (1828), δεν αποτελεί, με τα σημερινά δεδομένα, παρά ένα σχετικά μετριοπαθές προεδρικό σύστημα. Ο ίδιος ο Κυβερνήτης θα το προβάλει ως «προσωρινό», ελπίζοντας ότι θα απέφευγε την οργή των Δυνάμεων της απόλυτης δεσποτείας, για τις οποίες συνιστούσε μέγιστη πρόκληση. Όταν στην αρχή της προεδρίας του, ο Ι. Καποδίστριας θα γίνει αποδέκτης εισηγήσεων για την κατάργηση της καθολικής ψήφου – η οποία στο εσωτερικό των «κοινών» ήταν, καταρχήν, αποφασιστική και όχι απλώς εκλογική –, προκειμένου η χώρα να ‘εξευρωπαϊσθεί’, θα αντιτείνει ότι το δικαίωμα αυτό είναι ήδη αναπαλλοτρίωτο για τον Έλληνα, διότι αποτελεί σύμφυτο στοιχείο της πολιτικής του ιστορίας.
Η σταθερά του κοινοβουλευτισμού, που εδράζεται στην εκλογική νομιμοποίησης (στην καθολική ψήφο), δεν θα απειληθεί σοβαρά ούτε με τη μείζονα κρίση που προκάλεσε το σοκ της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο και η οποία οδήγησε στον ξεριζωμό της εκείθεν του Αιγαίου ζωτικής εστίας του ελληνισμού και στην εγκατάσταση ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων σε μια χώρα που αριθμούσε λιγότερους από 5.000.000 κατοίκους. Οι πολιτικές αναταράξεις, που θα ακολουθήσουν, θα οδηγήσουν στην έκπτωση του θρόνου και στην επιβολή της Β’ Ελληνικής πολιτείας (1924-1935). Ως προέκταση της πολιτικής αβεβαιότητας, που παρήγαγε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις του ελληνισμού, θα προκύψει το πρώτο ουσιαστικά δικτατορικό καθεστώς της χώρας (1936-1940), το οποίο θα επιβάλει ο θρόνος για να εδραιώσει την πραξικοπηματική παλινόρθωσή του.
Τέλος, έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της αντίστασης στη ναζιστική κατοχή επανέφεραν το σύστημα των «κοινών», με σύστημα (άμεσης) δημοκρατίας, προκειμένου να διεισδύσουν στην ελληνική κοινωνία[20], ενώ η διαχείριση του Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949) θα γίνει από ένα βασικά κοινοβουλευτικό καθεστώς και το συνάδον προς αυτό κομματικό σύστημα.
Η κοινωνία ως συντελεστής της πολιτικής ζωής
Οι σταθερές αυτές του ελληνικού πολιτικού συστήματος αποτελούν προϊόν μιας συνολικής ιδιαιτερότητας της ελληνικής κοινωνίας που ανάγεται στην υψηλή πολιτική της ανάπτυξης.
Διαπιστώσαμε ήδη ότι η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη επιχειρεί να ερμηνεύσει το αυταρχικό φαινόμενο μέσα από τις διεργασίες που διαμορφώνονται μεταξύ της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» και της πολιτικής εξουσίας του κράτους, στο οποίο εμπεριέχεται και το κομματικό φαινόμενο. Επισημάνθηκε, επίσης, η απουσία της κοινωνίας από την προβληματική αυτή, η οποία αποδίδεται στο γεγονός της πραγματικής απουσίας της από την πολιτική ζωή. Η κοινωνία της νεοτερικότητας είναι απλώς ιδιώτης, της αποδίδεται μια σωτηριακή και, πάντως, επιχειρησιακή άποψη για την πολιτική. Η πολιτική ως πεδίο της ανθρώπινης δράσης είναι άγνωστη, η διαχείριση των υποθέσεων της κοινωνίας ανήκει αποκλειστικά στις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και στην εξουσία του κράτους. Το δόγμα της διχοτομίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής υποδηλώνει ότι ο πολίτης δεν διαθέτει πολιτική ατομικότητα, το δε σώμα των πολιτών δεν μπορεί να συγκροτηθεί πολιτικά, να γίνει συστατικό μέρος του πολιτικού συστήματος.
Η αναγνώριση, αντιθέτως, στην ελληνική κοινωνία μιας υψηλής πολιτικής ανάπτυξης εγείρει δύο ερωτήματα: το ένα αφορά στις επιπτώσεις της στην πολιτική ζωή, στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το άλλο, εστιάζεται στις πηγές της ιδιαιτερότητας αυτής.
Η υψηλή πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας υποδηλώνει ότι τα μέλη της και η ίδια, ως σώμα, οφείλουν να συνεκτιμηθούν ως συντελεστές της πολιτικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή, καλούμαστε να επανεκτιμήσουμε συνολικά πολιτικό γίγνεσθαι: α) ο ρόλος της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» και του κομματικού φαινομένου θα είναι διαφορετικός, όπως διαφορετική θα είναι και η θέση της πολιτικής εξουσίας στο πολιτικό σύστημα. Η ενεργός παρουσία της κοινωνίας μεταβάλλει επίσης το σκοπό της πολιτικής ή, τουλάχιστον, την κατανομή των ρόλων στον προσδιορισμό του περιεχομένου του και στις εφαρμογές του.
Η υψηλή πολιτική ανάπτυξη του κοινωνικού σώματος εκδηλώνεται πρωταρχικά με μια εξαιρετικά πυκνή πολιτική παρουσία των μελών του και ένα συνάδον ενδιαφέρον για τα πολιτικά δρώμενα. Συγχρόνως με την υψηλή ζήτηση πολιτικής, μαρτυρείται η ύπαρξη διαφορετικών προτεραιοτήτων που προσημειώνονται στην πολιτική διαδικασία.[21]
Ο βαθμός πολιτικής ανάπτυξης διαφοροποιεί επίσης κατ’ είδος την πολιτική συμμετοχή και τις εκδηλώσεις της. Η πολιτικά αναπτυγμένη κοινωνία αποστασιοποιείται από την αγελαία ή μαζική συμπεριφορά, δίκην οπαδού, που οδηγεί στα μαζικά κόμματα, στην «εν λευκώ» λειτουργία των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και στην πολιτική κυριαρχία της εξουσίας, στην ταξική θεώρηση της πολιτικής και της ιδεολογίας, με πρόσημο την ιδιοκτησία και την εργασία. Στη θέση του αγελαίου πολίτη-οπαδού, υπεισέρχεται η πολιτική ατομικότητα, με την έννοια ότι ο πολίτης συγκροτεί μια ενεργή πολιτική οντότητα, με λόγο προσωπικό και άμεσο. Η σχέση του πολίτη αυτού – που λειτουργεί ως εάν είναι μέλος του πολιτικού συστήματος κι όχι μόνο του κράτους – με την πολιτική δεν είναι προσχωρητική και υποστηρικτική, απλώς, των δυνάμεων της διαμεσολάβησης, αλλά διαλεκτική και βασίζεται σε μια διαρκή προσωπική διαπραγμάτευση με το πολιτικό προσωπικό.
Καθόλον τον 19ο αιώνα, όταν συνεδρίαζε το κοινοβούλιο, οι Αθηναίοι συνωστίζονταν αυτόκλητοι στις οδικές αρτηρίες και στις πλατείες γύρω από αυτό για να ‘διαλεχθούν’ με τους βουλευτές και να διαπραγματευθούν τα αιτήματά τους. Ο πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης (1932-1896), θαυμαστής του βρετανικού (τιμηματικού και ημι-δεσποτικού) συστήματος της εποχής, διετείνετο ότι για να εκσυγχρονισθεί η ελληνική πολιτική ζωή, όφειλε ο πολιτικός να απελευθερωθεί από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του πολίτη.
Η πολιτικοποίηση αυτή δεν επιμετράται με γνώμονα το στατιστικό δείγμα της συμμετοχής ενός εκάστου ως μέλους στις κοινωνικές (εργασιακά συνδικάτα κ.λπ.) και πολιτικές (κόμματα κ.λπ.) οργανώσεις.[22] Η αγελαία αυτή εκδήλωση της πολιτικοποίησης εμφανίζει σταθερή υστέρηση, όχι επειδή η «διαμεσολαβημένη κοινωνία» και το κομματικό φαινόμενο είναι μη επαρκώς ανεπτυγμένα, αλλά διότι προσκρούει στην πολιτική ατομικότητα και, επέκεινα, στη μορφή της πολιτικής συμμετοχής που υποκρύπτει. Αντιθέτως, η πολιτικοποίηση με μέτρο τον πραγματικό χρόνο που αφιερώνει ο πολίτης στην πολιτική (με τη μορφή του διαλόγου κ.λπ.), υπερέχει εξ αποστάσεως – περισσότερο στο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να υπολείπεται και η σύγχρονη περίοδος – από κάθε άλλη χώρα.[23]
Η πολιτικοποίηση αυτή αποτελεί σταθερά, είναι συμφυής με την κοινωνία, δεν ανάγεται στα τυχόν αυξημένα προβλήματά της. Διαφέρει ως προς τον τρόπο πρόσληψης της θέσης του ατόμου στο πολιτικό σύστημα, παραπέμπει σε ένα διαφορετικό είδος ‘πολιτειότητας’ και, στο σύνολο, σε μια σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής η οποία απορρίπτει το δόγμα της διχοτομίας που διδάσκει η νεοτερικότητα. Η σχέση αυτή δεν επιφυλάσσει στο άτομο μια θέση ελεύθερου ιδιώτη που «εκχωρεί» την πολιτική στους διαμεσολαβητές ή, πολλώ μάλλον, που αποδέχεται την αποξένωση του πολίτη από την ιδιότητα του εντολέα[24].
Στην προσέγγιση αυτή της πολιτικής συμμετοχής υπολανθάνει, οπωσδήποτε, η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, η οποία αποτελεί θεμελιωδώς διαφορετικής τάξεως μέγεθος από την πολιτική ως απλό δικαίωμα. Η εγγραφή της κοινωνίας ως συντελεστή της πολιτικής στοιχειοθετεί εντέλει έναν τρόπον βίου διαφορετικό από εκείνον που απασχολεί το άτομο στην αυγή της μετάβασής του από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό.
Η ιδιαιτερότητα αυτή της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται στη βάση ποικίλων όσων διαφοροποιήσεων στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος του κράτους έθνους, όπως η εξαρχής εισαγωγή της καθολικής ψήφου, των διαστρωματικών κομμάτων, ενός άμεσα αναδιανεμητικού κι όχι ταξικά προσανατολισμένου σκοπού της πολιτικής κ.α. Συγχρόνως όμως η συμβίωση μιας πολιτικά αναπτυγμένης κοινωνίας με ένα πολιτικό σύστημα που προβάλει ως θεμέλιο την ιδιωτικότητά της, θα αναδείξει, όχι τη συλλογικότητα της συμμετοχής – αφού απουσιάζει η θεσμική της βάση –, αλλά την ατομική αγωνία του πολίτη να διαπραγματευθεί με τον πολιτικό με μοναδικό όπλο τη νομιμοποιητική του ψήφο. Η μεταβολή της πελατειακής σχέσης σε σύστημα καθεαυτό[25], αποτελεί ακριβώς το γινόμενο της ζύμωσης που παρήγαγε η αναντιστοιχία του νεοτερικού πολιτικού συστήματος με την πολιτική ιδιοσυστασία της ελληνικής κοινωνίας.
Η διαφορετική αυτή σχέση πολίτη – πολιτικού, το διαφορετικό στάδιο ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, που παραπέμπει η πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, εξηγεί επίσης το γεγονός ότι η νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού συντελείται σε ένα περιβάλλον διαρκούς αμφισβήτησης. Η εμπιστοσύνη του πολίτη στον πολιτικό είναι ιδιαζόντως χαμηλή, η αλήθεια του κράτους δεν αποτελεί αλήθεια για τον πολίτη. Το τεκμήριο υποδεικνύει μάλλον το αντίθετο.
Η ίδια αυτή ιδιαιτερότητα μπορεί να ερμηνεύσει τη μη ευδοκίμηση του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη του μεσοπολέμου απουσίαζε όντως μια ισχυρή «διαμεσολαβημένη κοινωνία», η οποία θα αντιστάθμιζε την απολιτική ιδιοσυστασία της κοινωνίας και θα συγκρατούσε τη φυσική τάση των φορέων της πολιτικής να συναντώνται μαζί της σε μια ολοκληρωτική τροχιά εξουσίας.[26] Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου συνέντρεχαν σωρευτικά η οικονομική κρίση, που διέτρεχε την Ευρώπη, και μια χωρίς προηγούμενο εθνική και πολιτική κρίση[27], η οποία έθετε, επιπλέον, στην ελληνική κοινωνία το πιεστικό δίλημμα μιας ριζικής ανασυγκρότησης του ίδιου του ταυτοτικού της προσανατολισμού.[28] Στο αντίποδα, στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, η υψηλή πολιτική ανάπτυξη της κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί «υπόλογη» της έλλειψης ευελιξίας από την πολιτική τάξη και, εντέλει, του αυταρχικού αναχώματος που ήγειρε ο διεθνής παράγων στην αμφισβήτηση της «τάξης» του.
Το υπόβαθρο της ελληνικής ιδιαιτερότητας
Είναι φανερό ότι η πολιτική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε φυλετικούς ή σε τυχαίους λόγους, ούτε σε μια διαφορετική εξέλιξή της στο περιβάλλον του κράτους έθνους. Πρόκειται για φαινόμενο με καθαρά ιστορικό υπόβαθρο, που ανάγεται δηλαδή στο άμεσο προ-εθνοκρατικό της παρελθόν.
Εκείνο που διακρίνει την ελληνική κοινωνία, είναι η αδιάκοπη ανθρωποκεντρική τροχιά της, η οποία σε πρώτη ανάγνωση υποδηλώνει ότι, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ουδέποτε περιήλθε στη φεουδαρχία. Η μετάβασή της στο ανθρωποκεντρικό κράτος έθνος υπήρξε ενδο-κοσμοσυστημική κι όχι δια-κοσμοσυστημική.
Το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα, υπό το οποίο έζησε ο ελληνισμός στην προ-εθνοκρατική περίοδο, ήταν – όσο κι αν αυτό ξενίζει – εκείνο των πόλεων κρατών. Πρόκειται για το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας που γέννησε η κρητο-μυκηναϊκή εποχή και αποκρυσταλλώθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους, πριν μεταλλαχθεί σε οικουμένη.
Η φάση που οι ελληνικές κοινωνίες διερχόταν, όταν στην Ευρώπη βίωναν τον φεουδαρχικό μεσαίωνα και, αργότερα, την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό έως τον 19ο αιώνα, ήταν εκείνη της μετα-κρατο-κεντρικής οικουμένης, της οποίας το περιεχόμενο αποκρυσταλλώθηκε τελειωτικά, ιδίως στη διάρκεια του Βυζαντίου. Η φάση αυτή θα κληρονομήσει από την κρατοκεντρική εποχή, όχι μόνον το σύστημα των «κοινών» και τη ‘χρηματιστική’ οικονομία, αλλά και τις πολιτείες τους, όπως τη δημοκρατία, την ολιγαρχία, την αντιπροσώπευση[29] κ.λπ. Θα εξελιχθεί όμως περαιτέρω, για παράδειγμα στο θέμα της συγκρότησης της σχέσης εργασίας και κεφαλαίου, η οποία, με τη μετεξέλιξή της σε εταιρική, θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική κατάλυση της ώνιας εργασίας ή δουλείας.[30]
Η οθωμανική κατάκτηση, όπως και η ρωμαϊκή προηγουμένως, μολονότι θα καταργήσει το ανθρωποκεντρικό πολιτειακό υπόβαθρο της Μητρόπολης, δεν θα θίξει την ανθρωποκεντρική φύση του συστήματος των «κοινών». Μάλιστα, αμέσως μετά την απορρόφηση του σοκ της κατάκτησης, οι ελληνικές κοινωνίες θα πραγματώσουν μια νέα πολυσήμαντη απογείωση, η οποία θα απολήξει στο εγχείρημα της ανασύστασης του κοσμοπολιτειακού χαρακτήρα της κεντρικής εξουσίας.
Ώστε, οι κοινωνίες του συστήματος των «κοινών», πριν από την Επανάσταση (1821), συνεχίζουν να είναι βαθιά ανθρωποκεντρικές και να βιώνουν, όπως και στο απώτερο παρελθόν, ένα πολυ-πολιτειακό κεκτημένο. Σημαντικός αριθμός από αυτά, έχουν ως πολιτεία την (άμεση) δημοκρατία, η οποία λειτουργεί με ομοθετικούς, θα μπορούσε να πει κανείς, όρους, σε σύγκριση με εκείνη του 5-4 αιώνα π.Χ.[31] Κάθε κοινωνία συγκροτείται σε δήμο, είναι δηλαδή συστατικό μέρος της πολιτείας, στον οποίο ανήκει κατ’ ελάχιστον η ιδιότητα του εντολέως, με καίριες αρμοδιότητες. Όμως και στην ολιγαρχική πόλη, ο πολίτης συμμετέχει επίσης στην πολιτική διαδικασία μέσω των τοπικών ή κλαδικών «κοινών» στα οποία υποστασιοποιείται σε δήμο. Η πόλη αποτελεί το κύτταρο ενός οικονομικού συστήματος, που συναρτά τη σχέση εργασίας και κεφαλαίου, όχι από την ιδιοκτησία, αλλά από την εταιρική ιδιότητα ενός εκάστου, με μέτρο της συμμετοχής του στην παραγωγική διαδικασία. Η κοινωνία της πόλης, επομένως, εξακολουθεί έως το τέλος να διασφαλίζει σωρευτικά την ατομική, την κοινωνική και την πολιτική ελευθερία, ή, σε ότι μας αφορά εδώ, μια οργανική και άμεση σχέση του ατόμου με την πολιτική.
Η αστική τάξη, από την πλευρά της, μακράν του να βιώνει το στάδιο της πρωτογέννεσής της εντός του κράτους, είναι οικουμενική. Έχοντας ως φυσικό της χώρο την οικουμένη, αντιμετωπίζει το πρόταγμα της κρατικής κυριαρχίας και, συνακόλουθα, της προστασίας του ‘εθνικού’ κεφαλαίου, εχθρικά.
Η αποτυχία του εγχειρήματος της εθνικής παλιγγενεσίας και η δημιουργία ενός θνησιγενούς κράτους έθνους, προσαρτημένου θεσμικά στις Δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, θα σημάνει την απαρχή της αποσύνθεσης του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Θα καταργηθεί το σύστημα των «κοινών», συμπεριλαμβανομένης και της εταιρικής εργασίας, η οικουμενική ιδιοσυστασία της αστικής τάξης κ.λπ. Θα παραμείνει όμως η κληρονομιά της λογικής τους, όπως, για παράδειγμα, η αρνητική προσέγγιση της εξαρτημένης εργασίας ή η σημαίνουσα πολιτική ανάπτυξη και η αδυναμία της κοινωνίας να εξοικειωθεί με το καθεστώς της ιδιώτευσης. Συγχρόνως, έως το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, το ουσιώδες της ελληνικής αστικής τάξης εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός του κράτους έθνους, στις εστίες των ‘κοινών’ του άμεσου ζωτικού ιστορικού της χώρου, αντιμέτωπη και εκεί, ολοένα και περισσότερο, με τον εθνοκεντρισμό.
Μόλις μετά τη μικρασιατική υποχώρηση και τη ριζική ανασύνταξη της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικού κράτους, θα αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της μια βαρύνουσα αστική τάξη με εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά. Η τάση αυτή θα επιταχυνθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να αποτελέσει, η «εθνική» αυτή αστική τάξη, καθοριστική εσωτερική δύναμη από τη δεκαετία του 1960.
Παρόλα αυτά, συνολικά βλέποντας τη ζήτημα, η ελληνική αστική τάξη, αν και θα καταρρεύσει υπό το συντριπτικό πλήγμα που θα της επιφέρουν τα δύο μεγάλα κινήματα του εθνοκεντρισμού και του σοσιαλισμού, τα οποία θα αναπτυχθούν ιδιαίτερα στο ζωτικό της χώρο, θα διατηρήσει σημαίνουσες πτυχές του διεθνούς της χαρακτήρα, έτσι ώστε να μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι ένα μείζον μέρος της μετέχει περισσότερο στα παγκόσμια δρώμενα παρά στο εθνοκρατικό πεδίο. Ο ελληνικός εφοπλισμός, που λόγω της ιδιομορφίας του θα διασωθεί, αποτελεί την πλέον ευδιάκριτη εκδήλωσή της, εμφανιζόμενος να ελέγχει περίπου το 16% της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας, κατέχοντας εξ αποστάσεως την πρώτη θέση στον κόσμο.
Είναι προφανές ότι η οικουμενική ή η εθνοκεντρική λογική της αστικής τάξης αντιπροσωπεύουν δύο διαμετρικά διαφορετικές ενοράσεις του κράτους και των λειτουργιών του, άρα του πολιτικού συστήματος. Ομοίως, το μετα-κρατοκεντρικό ή οικουμενικό αξιακό κεκτημένο της κοινωνίας, ιδίως σε ότι αφορά την εργασία και την πολιτική, με άλλα λόγια τη σύνολη ελευθερία, θα εισαγάγει στο πολιτικό σύστημα του κράτους έθνους δύο βαρύνουσες βαθμίδες ιδιαιτεροτήτων, η μια ως προς το σκοπό της πολιτικής, η άλλη ως προς τη θέση του κοινωνικού σώματος στο πολιτικό σύστημα.
Η ιδιαιτερότητα, ως προς το σκοπό της πολιτικής, εξηγεί γιατί την ώρα που η αναγενώμενη Ευρώπη εστιάζει την προσοχή της στην ανταγωνιστική διελκυστίνδα των δύο ιδεολογικών προταγμάτων (του φιλελεύθερου και του σοσιαλιστικού) για την οικοδόμηση της νέας ανθρωποκεντρικής κοινωνίας, η πολιτική στο Ελλαδικό κράτος αναλώνεται σε στόχους «μετα-ταξικούς» και «μετα-ιδεολογικούς». Ζητούμενο τον 19ου αιώνα και το μεγαλύτερο μέρος του 20ουαιώνα, δεν είναι, για παράδειγμα, η κοινωνική υποστασιοποίηση του ατόμου με πρόσημο την ελευθερία ή, η απόδοση σ’ αυτό της στοιχειώδους ιδιότητας του πολίτη, που συνεπάγεται η γενίκευση του δικαιώματος της ψήφου, αλλά η διαχείριση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής σε ένα περιβάλλον χειραγώγησης, στο οποίο υπέβαλε τον πολίτη η έκπτωσή του από το πολιτικό σύστημα και η περιέλευσή του στο καθεστώς του ιδιώτη.
Όπως ήδη υπαινίχθηκα, η εξέλιξη αυτή και, ιδίως, ο συνδυασμός της πολιτικής ατομικότητας με το «μετα-ιδεολογικό» ή απλώς αναδιανεμητικό κοινωνικό πρόταγμα, σε συνθήκες καθολικής ψήφου, θα μεταθέσουν την πολιτική σχέση, από τη λογική της ταξικής συλλογικότητας στην άρθρωσή της με γνώμονα ένα αυστηρό πελατειακό σύστημα.
Ώστε, παρόλη τη σύγχυση που επικρατεί σχετικά, το πελατειακό σύστημα – εν αντιθέσει προς την πελατειακή σχέση – αποτελεί μετα-ταξικό φαινόμενο, το οποίο αναδεικνύει την αναντιστοιχία ή, πιο συγκεκριμένα, την υστέρηση του πολιτικού συστήματος σε σύγκριση με την πολιτική φύση της κοινωνίας. Η πολιτικά αναπτυγμένη κοινωνία προόρισται να λειτουργεί εντός του συστήματος ως δήμος και όχι να στρατονίζεται στην ιδιωτική σφαίρα.[32]
Η πολιτική τάξη, στο πλαίσιο αυτό, καλείται να διαχειρισθεί και μάλιστα να γεφυρώσει τις αντιθέσεις που γέννησαν οι διεργασίες ανάμεσα στο τυπικό πολιτικό σύστημα και στην πολιτική ταυτότητα της κοινωνίας. Το σύστημα την εξουσιοδοτούσε να διαχειρισθεί εξ ολοκλήρου και αυθεντικά την εξουσία του κράτους έναντι μιας κοινωνίας της οποίας η συμμετοχή εξαντλείτο στην εκλογική της νομιμοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, το κομματικό σύστημα θα μεταλλαχθεί σε μηχανισμό διαμεσολάβησης, ο οποίος, έχοντας αναπτύξει μια άνευ προηγουμένου κοινωνική ακτίνωση στην επικράτεια, υπό την άμεση αιγίδα της πολιτικής τάξης, θα ενσαρκώσει τελικά το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Η κοινωνία από την πλευρά της, συμπεριφέρεται πολιτικά ως εάν κατέχει κατ’ ελάχιστον την ιδιότητα του εντολέως και, συνεπώς, ως εάν νομιμοποιείται να υπαγορεύει τη βούλησή της, να ελέγχει, να συμμετέχει σε πολιτικές ευρύτερου ενδιαφέροντος κ.λπ. Ο πολίτης αντιμετωπίζει τον πολιτικό ως προσωπικό συνομιλητή του. Εξού και, στην ελληνική, η έννοια του ‘έχειν λόγο’ στα κοινά υπονοεί όχι το, εγγενές της ατομικής ελευθερίας, ‘δικαίωμα του λόγου’, αλλά τον λόγο της πολιτικής ελευθερίας, δηλαδή αυτόν που συνέχεται συμφυώς με τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων.
Η αναγκαστική ενθυλάκωση της ελληνικής κοινωνίας, που προήλθε από το σύστημα των ‘πόλεων’, στο πολιτικό σύστημα που γέννησε η μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, ήταν φυσικό να οδηγήσει σε ένα νέο πολιτικό σύστημα, το οποίο ανταποκρινόταν, αναπόφευκτα, στους πολιτικούς συσχετισμούς. Η απουσία, όπως ήδη επισημάνθηκε, από τους συσχετισμούς αυτούς μιας «εθνικής» αστικής τάξης που θα εξισορροπούσε το «τέλος» της πολιτικής με την εισαγωγή «επιχειρησιακών» στοιχείων στο διατακτικό της, μπορεί να εξηγήσει την ουσιαστικά απουσία τους έως πρόσφατα όχι όμως και την πελατειακή φύση του πολιτικού συστήματος.[33]
Οπωσδήποτε όμως, το σύστημα αυτό δεν προσφερόταν ούτε για την εκκόλαψη του φασιστικού φαινομένου ούτε σε «συμβιβασμούς» που θα ενεχυρίαζαν την πολιτική βούληση στις πραγματικές δυνατότητες της χώρας στη διεθνή σκηνή.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, στο μέτρο που το ολοκληρωτικό φαινόμενο προσιδιάζει σε συγκεκριμένη φάση της μετάβασης προς τον ανθρωποκεντρισμό[34], η ελληνική κοινωνία δεν εγγράφεται στην περίπτωσή της. Για τον ίδιο λόγο, όμως, η «δυστροπία» της ελληνικής κοινωνίας προς τις υπαγορεύσεις του Ψυχρού Πολέμου θα υποχρεώσει τους ηρακλείς του συστήματος να προσέλθουν σε αυξημένη καταστολή και, εντέλει, να μετέλθουν το αυταρχικό καθεστώς για να την τιθασεύσουν.
Η δικτατορία ως ακραία εκδήλωση του δημοκρατικού ελλείμματος του Ψυχρού Πολέμου
Αντιμετωπίζοντας τη δικτατορία των συνταγματαρχών υπό το πρίσμα των μεταπολεμικών εξελίξεων, μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί τον τελευταίο κρίκο μιας μακράς διαδικασίας χειραγώγησης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που αρχίζει με τον Εμφύλιο (1944-1949) και παγιώνεται στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου[35]. Την περίοδο αυτή οικοδομείται, παράλληλα με το κοινοβουλευτικό σύστημα, ένα καθεστώς «θυλάκων μεσεγγύησης», που ήταν επιφορτισμένοι να διασφαλίσουν την αυστηρή προσήλωση της χώρας στο διατακτικό του ηγεμονικού συμπλέγματος της Δύσης.
Κορυφαίος εγγυητής του παρα-συστήματος αυτού υπήρξε ο θρόνος. Λειτουργούσε, συγχρόνως, ως Ανωτάτη Αρχή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και, υπό την ιδιότητα του Αρχηγού του κράτους (των Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ.), ως θεμελιώδης συνιστώσα των ορίων του ή της αναίρεσής του.
Πράγματι, όλες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η πολιτική του θρόνου και των κυβερνήσεων διαφοροποιήθηκαν, τουλάχιστον δημόσια, χρεώνονται στο γεγονός ότι ο άτυπος «κώδικας», που ρύθμιζε την πραγματική κατανομή αρμοδιοτήτων, υπαγορευόταν ουσιωδώς από την πολιτική παρέμβαση του πρώτου ή των θυλάκων της παρα-εξουσίας.[36]
Στην πραγματικότητα ο δυϊσμός αυτός αποτέλεσε καθολικό γνώρισμα του Ψυχρού Πολέμου για όλες τις χώρες του δυτικού στρατοπέδου, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Η διαφοροποίηση, σε ότι αφορά την Ελλάδα, αφορά, ενδεχομένως, στην ένταση της καταστολής, η οποία όμως συναρτάτο, κάθε φορά, από την έμφαση της αμφισβήτησης, δηλαδή από το βαθμό εναρμόνισης της κοινωνίας με το δόγμα του Ψυχρού Πολέμου κι όχι από το δημοκρατικό της έλλειμμα.
Στο μέτρο που το ζήτημα της εναλλαγής στην εξουσία και πιο συγκεκριμένα της αμφισβήτησης της πολιτικής ηγεμονίας του κόμματος, που διαχειριζόταν το μετεμφυλιακό καθεστώς, το συντηρητικό κόμμα, δεν ετίθετο, εξαιτίας κυρίως του κατακερματισμού των δυνάμεων του Κέντρου, της αποτυχίας τους να κατευθύνουν την ανασυγκρότηση της χώρας και να εμπνεύσουν το περιεχόμενο και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, η πολιτική ζωή εμφανιζόταν σταθερή.
Υπογραμμίζεται, εντούτοις, ότι οι δυνάμεις του Κέντρου, που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας στις πιο κρίσιμες στιγμές του Εμφυλίου και μέχρι το 1952, συγκέντρωναν μια διαρκώς αυξημένη δυσπιστία. Το πρόταγμά τους για την εθνική συμφιλίωση, στο οποίο συναινούσε η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, η διεκδίκηση ενός εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, η σχετική ανοχή τους στις δυνάμεις της Αριστεράς, η υπόνοια συνεργασίας ή διείσδυσης σοσιαλιστικών στοιχείων στους κόλπους τους, αποτέλεσαν ένα επαρκές αρνητικό επιχείρημα για τους θιασώτες του Ψυχρού Πολέμου. Υπό το κλίμα αυτό, οι συντηρητικοί, που θα ανέλθουν στην εξουσία, θα κυβερνήσουν αδιατάρακτα κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, με την ΕΡΕ κυρίαρχη δύναμη της πολιτικής ζωής. Το κόμμα αυτό, που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής, θα διατηρήσει την πλειοψηφία στη Βουλή από το 1956 έως το 1963.
Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη, που χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή, θα στερήσουν από τις δυνάμεις του Κέντρου το κοινωνικό τους υπόστρωμα, πράγμα που θα τις οδηγήσει στον πολυκερματισμό και στην απομόνωση. Στο μέτρο που δεν διαθέτουν ένα εναλλακτικό ιδεολογικο–κοινωνικό πρόταγμα να αντιπαραθέσουν στην κυβερνώσα πλειοψηφία, δεν αποτελούν επίσης αξιόπιστη αντιπολίτευση.[37]
Η ανασυγκρότηση των πολιτικών δυνάμεων του φιλελεύθερου κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας, με αίτημα τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής, και η δημιουργία, για το σκοπό αυτό, της Ένωσης Κέντρου (1961), θα προβληθεί αρχικά ως σημαντικό βήμα που θα διευκόλυνε την εναλλαγή στην εξουσία, χωρίς τριγμούς για το σύστημα και θα περιθωριοποιούσε την Αριστερά, η οποία, στις εκλογές του 1958, είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση.
Η αναδιαμόρφωση αυτή του κομματικού τοπίου και η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών υπήρξε απότοκος σημαντικών ανακατατάξεων στην ελληνική κοινωνία.
Όντως, η περίοδος από τον Εμφύλιο ως την πτώση της δικτατορίας, διακρίνεται από ένα μεγάλο δυναμισμό της οικονομίας, η οποία τοποθετείται στην τροχιά μιας ισχυρής ανάπτυξης. Το 1952, η Ελλάδα επανευρίσκει το οικονομικό επίπεδο της προπολεμικής περιόδου και στη διάρκεια των ετών που ακολουθούν καταγράφει μια συνεχή αύξηση του εθνικού εισοδήματος, που κυμαίνεται μεταξύ 6 και 7% ετησίως σε σταθερές τιμές.
Η αγροτική παραγωγή διπλασιάζεται σε διάστημα δέκα ετών, συντελείται μια σημαντική αναδιάρθρωση καλλιεργειών, εισάγονται νέα προϊόντα στην παραγωγή, η επιφάνεια των καλλιεργουμένων εδαφών αυξάνει, ο εκμηχανισμός εξελίσσεται ραγδαία, ενώ τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα διαφοροποιούνται και γίνονται ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Το 1958, η Ελλάδα επιτυγχάνει για πρώτη φορά αυτάρκεια στα σιτηρά.
Η εκβιομηχάνιση γνωρίζει μια εξίσου ισχυρή ανάπτυξη, σαφώς μεγαλύτερη από όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ο ρόλος του Κράτους είναι ως προς αυτό καθοριστικός: αναλαμβάνει αξιόλογες επενδυτικές πρωτοβουλίες, τόσο στις υποδομές (οδικές, σιδηροδρομικές, αεροπορικές, στις επικοινωνίες, στην ενέργεια κ.λπ.), όσο και στον καθαρά βιομηχανικό τομέα και στις υπηρεσίες. Συγχρόνως, προστίθενται νέες παραγωγικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, που εξίσου με τις δράσεις του κράτους, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, καταλαμβάνουν μια σημαντική θέση στην εθνική οικονομία. Τέλος, η εμπορική ναυτιλία ανακτά σύντομα το χαμένο έδαφος και σε μια δεκαετία ο στόλος, που ελέγχεται από ελληνικά συμφέροντα, κατακτά την τρίτη θέση διεθνώς, για να ανέλθει στην πρώτη θέση σε λίγα χρόνια αργότερα.
Οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής αυτής απογείωσης είναι εντυπωσιακές και μεταβάλουν τη φύση, τις δομές και τις λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας. Καταγράφεται μια σημαντική κινητικότητα του πληθυσμού, μια εσωτερική μετανάστευση από τις καθαρά αγροτικές περιοχές στις αστεακές ζώνες και, στο πλαίσιο αυτό, προς τις βιομηχανικές δραστηριότητες και τις υπηρεσίες. Εκτιμάται ότι μεταξύ των ετών 1950 και 1970 περισσότερα από 700.000 άτομα εγκατέλειψαν την αγροτική ύπαιθρο για τα αστεακά κέντρα. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των εσωτερικών μεταναστών, κατευθύνεται ιδίως προς το λεκανοπέδιο της Αθήνας, η οποία αποκτά περίπου 3.000.000 κατοίκους το 1974, έναντι 1.400.000 περίπου το 1950. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο αστεακός πληθυσμός της ελληνικής επικράτειας ξεπερνάει τον αγροτικό πληθυσμό.
Οι επιπτώσεις των κοινωνικών αυτών μεταβολών στην πολιτική ζωή της χώρας θα γίνουν έντονα αισθητές. Οι νέες δυνάμεις που άρχισαν να βιώνουν με συγκεκριμένο τρόπο το κλίμα της ‘χρηματιστικής’ οικονομίας, με τη μορφή της οικονομίας της αγοράς, αρχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή: μια εργατική τάξη ενεργή πολιτικά, νέα ή παλαιά, μεσαία στρώματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, πολυάριθμοι αυτοαπασχολούμενοι, έμποροι και μικροβιομήχανοι, τέλος μια αστική τάξη που σταδιακά μετέχει στη διεθνή οικονομία και καλλιεργεί την ιδέα της θεσμικής ενσωμάτωσης της χώρας στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Η σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα πραγματοποιηθεί από την κυβέρνηση Κ.Καραμανλή το 1961. Θα αποτελέσει, εντούτοις, ένα «δειλό» διάβημα, που θα στερήσει τη χώρα από το πλεονέκτημα της πλήρους ένταξης, από την πρώτη στιγμή.
Οι δυνάμεις αυτές θα αναλάβουν έναν ουσιώδη ρόλο στην κινητοποίηση ευρύτατων περιοχών της κοινωνίας και θα αποτελέσουν, εντέλει, τον πυρήνα της ενοποίησης του κεντρώου πολιτικού χώρου. Δεν είναι, επομένως, καθόλου τυχαίο ότι η Ένωση Κέντρου, που συγκροτήθηκε το 1961, θα στεγάσει το μεγαλύτερο μέρος της ανανεωτικής αστικής τάξης. Ανάλογες τάσεις αναφαίνονται επίσης στην ΕΡΕ, το κόμμα της εξουσίας. Εκφράζουν όμως μια πλέον συντηρητική πολιτική. Με απλούστερη διατύπωση, η Ένωση Κέντρου συγκεντρώνει γύρω από τη διεκδίκηση του πολιτικού εκδημοκρατισμού, έναν εξαιρετικά μεγάλο και συγχρόνως διαφοροποιημένο και ανομοιογενή αριθμό κοινωνικών δυνάμεων, τις οποίες συστεγάζει η κοινή επιθυμία της μεταρρύθμισης.
Αν και η διεκδίκηση αυτή ήταν αρκετή για να φέρει την Ένωση Κέντρου στην εξουσία (θα κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές του 1963), δεν έφθανε για να διασφαλίσει τη συνοχή της. Έτσι, πριν καν προλάβει να ελέγξει πραγματικά την εξουσία του κράτους, οι συστεγασμένες στην Ένωση Κέντρου πολιτικές δυνάμεις, θα επιδοθούν σε έναν εσωτερικό αγώνα για τον έλεγχο του κόμματος και της κυβερνητικής πολιτικής. Από τη μια, η φιλελεύθερη ομάδα που επαγγελόταν μια μετριοπαθή, μεταρρυθμιστική πολιτική. Από την άλλη, η ριζοσπαστική πτέρυγα, που επέμενε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα με κοινωνικό προσανατολισμό και πολιτικά αποστασιοποιημένο από τις παραδοσιακές πρακτικές της εξουσίας, ιδίως έναντι του θρόνου.
Τα γεγονότα απέδειξαν ότι το πολιτικό σύστημα δεν ήταν έτοιμο τη στιγμή αυτή να αντιμετωπίσει τη φιλελεύθερη και «δημοκρατική» δοκιμασία. Ομοίως, οι αστικές δυνάμεις, που στεγάζονταν στην Ένωση Κέντρου, δεν φάνηκαν διατεθειμένες να αποδεχθούν τη μετεξέλιξη του κόμματος προς μια σοσιαλδημοκρατία και τον έλεγχό του από το πολιτικό προσωπικό που τη διακινούσε. Από τη στιγμή, ωστόσο, που οι φυγόκεντρες τάσεις άρχισαν να μορφοποιούνται στο εσωτερικό του κόμματος, ήταν σχετικά εύκολο στις δυνάμεις που εξέφραζαν το πνεύμα του Εμφυλίου και Ψυχρού Πολέμου να επωφεληθούν.
Η «αποστασία», δηλαδή η πολιτική διαφοροποίηση του φιλελεύθερου κέντρου, οφείλει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και να ειδωθεί, αφενός, ως μια φυσική αντίδραση του θρόνου, ο οποίος τοποθετούσε εαυτόν ως θεματοφύλακα του πνεύματος του Ψυχρού Πολέμου και, αφετέρου, ως έκφραση της ανησυχίας μιας μερίδας της Ένωσης Κέντρου, η οποία δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει την απώλεια του ελέγχου του κόμματος, ούτε τη μετεξέλιξή του, εγκαταλείποντας την κεντρώα, θεμελιωδώς φιλελεύθερη και μετριοπαθή, προοπτική που είχε διαγράψει με τη γένεσή της.
Από την άποψη της κοινωνικής εξέλιξης, διαπιστώνει κανείς ότι η διάσπαση της Ένωσης Κέντρου ανταποκρινόταν στην πιεστική δυναμική της προσαρμογής της πολιτικής ζωής και του κράτους σε μια πλέον δημοκρατική πραγματικότητα. Εξάλλου, η προοπτική αυτή ήταν η μόνη ικανή να οδηγήσει στην ενοποίηση του φιλελεύθερου πολιτικού χώρου και, πέραν αυτού, στην ανάδειξη των πολιτικών δυνάμεων που διακινούσαν μια σοσιαλιστική ή σοσιαλίζουσα απόκλιση, η οποία θα εξέφραζε την κοινωνική προσδοκία της μικρο-μεσαίας αστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπειρία των δύο κυριότερων φιλελεύθερων πολιτικών σχηματισμών, της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου, δεν αντανακλούσε την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ το ενδεχόμενο της μετάλλαξης της μιας εξ αυτών προς μια σοσιαλδημοκρατία, την υποχρέωνε αναπόφευκτα να έρθει αντιμέτωπη με τις δυνάμεις που ιστορικά τροφοδοτούνταν από το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου.
Η ανοιχτή παρέμβαση του θρόνου στην πολιτική ζωή (15 Ιουλίου 1965), που εγκαινιάσθηκε με την απόλυση της νόμιμης κυβέρνησης, θα σημάνει το τέλος της «δημοκρατικής» νομιμότητας που η χώρα βίωνε έως τότε. Η παρέμβαση αυτή, θα οδηγήσει την Ελλάδα σε έναν αλυσιδωτό κύκλο πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, που θα καταλήξει στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου του 1967.
Η φύση του δικτατορικού καθεστώτος
Η άνοδος της δικτατορίας των συνταγματαρχών αντιπροσωπεύει την τελευταία πράξη της πολιτικής «αντίδρασης» που αναπτύχθηκε σταδιακά, σε παραλληλία με τη δημοκρατική νομιμότητα, ήδη από την περίοδο του Εμφυλίου. Η επιμονή του θρόνου να διατηρεί ανέπαφο το δυαδικό καθεστώς, αντιθέτοντας στη νόμιμη εξουσία τις δυνάμεις της παρα-εξουσίας, οι οποίες τοποθετούνταν ως αληθινός επιδιαιτητής της πολιτικής ζωής, προκάλεσε την εκδήλωση αλυσιδωτών αντιδράσεων σε κύκλους αξιωματικών, που εκτιμούσαν ότι επιβαλλόταν η λήψη ριζοσπαστικών μέτρων για την ανακοπή της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής, την οποία απελευθέρωσε το πρόταγμα του εκδημοκρατισμού.[38]
Υπό την έννοια αυτή, η δικτατορία αποκαλύπτει την αδυναμία του θρόνου, αφενός, να χειραγωγήσει τις πολιτικές εξελίξεις, με την παρεμπόδιση της σοσιαλιστικής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου να καθοδηγήσει τις πολιτικές της Κυβέρνησης και, αφετέρου, να ελέγξει εξ ολοκλήρου τους θύλακες μεσεγγύησης στο στράτευμα.
Έχει ομολογηθεί ότι, εναλλακτικά προς το εγχείρημα του θρόνου να εκδιώξει από την εξουσία τη φερόμενη ως αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, είχε εκπονηθεί σχέδιο προσωρινής αναστολής του Συντάγματος. Η πραξικοπηματική παρέμβαση ενός συγκεκριμένου θυλακίου του στρατού, που αποτελείτο από μεσαία στελέχη, που δεν ανήκαν στην ηγετική ομάδα είχαν όμως θητεύσει στις μυστικές υπηρεσίες και διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τον αμερικανικό παράγοντα, δεν αναιρεί την πρόθεση της εκτροπής. Μετέβαλε όμως άρδην τους παρα-πολιτειακούς συσχετισμούς.
Όντως, η πρωτοβουλία των συνταγματαρχών, που αιφνιδίασε το θρόνο (και τη στρατιωτική ηγεσία), θα αποτελέσει τον πυρήνα της σύγκρουσης του στρατιωτικού καθεστώτος μαζί του. Η εμμονή του θρόνου να ξανα-αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων, θα απολήξει στην έκπτωσή του, ύστερα από ένα πραξικόπημα οπερέτα που θα επιχειρήσει το 1967.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών αντιπροσωπεύει μια τυπική στρατιωτική χούντα, η οποία ουδέποτε επέτυχε τη μετάλλαξή της σε πολιτικό καθεστώς, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις του Φράνκο στην Ισπανία και του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, ούτε και μια ουσιαστική νομιμοποίηση στην ελληνική κοινωνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αντίσταση στη δικτατορία κινητοποίησε δυνάμεις όλου του κοινωνικού και πολιτικού φάσματος, συμπεριλαμβανομένων των αστών και των φιλελευθέρων.[39]
Η αποτυχία της δολοφονικής απόπειρας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου, από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, τον Αύγουστο του 1968 και η καταδίκη του τελευταίου σε θάνατο, θα προκαλέσει μια σημαντική κινητοποίηση, εσωτερική και διεθνή, που θα απολήξει στην ακύρωση της εκτέλεσής του. Η απόφαση αυτή συνομολογεί επίσης για την αδυναμία της χούντας να γίνει ανεκτή από την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη. Με την εξαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών, το «ελληνικό πρόβλημα» θα παραμένει ανοιχτό σε όλους τους διεθνείς κύκλους. Η δράση της Αντίστασης, ως προς αυτό, υπήρξε αποφασιστική και, μαζί της, οι αντιδράσεις, συχνά εκρηκτικές, σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων, οι οποίες έφθασαν στο απόγειό τους με τις εξεγέρσεις των φοιτητών στη διάρκεια του χειμώνα 1972-73 και του φθινοπώρου 1973. Θα αναγκάσουν τη δικτατορία να κινητοποιήσει ανοιχτά και μαζικά ολόκληρο τον κατασταλτικό της μηχανισμό με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την ψυχολογία της.
Εφεξής, ήταν φανερό ότι η δικτατορία βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πρόβλημα νομιμοποίησης, ενώ οι εσωτερικές διαιρέσεις και η σύγκρουσή της με το θρόνο έμελλαν να επισπεύσουν τις εξελίξεις.
Η απουσία νομιμοποίησης και μάλιστα η απομόνωσή της θα υποχρεώσουν τη χούντα να προβάλει σταθερά το επιχείρημα ότι αντιπροσωπεύει μια προσωρινή και μεταβατική παρέκκλιση, που απέβλεπε στην εξυγίανση του δημοσίου βίου, στην κατάργηση της φαυλοκρατίας και, εντέλει, στην αποκατάσταση μιας υγιούς δημοκρατίας. Η εκτροπή από το Σύνταγμα ήταν επιβεβλημένη για τη σωτηρία της πατρίδας. Η δημοκρατία, ως υπόσχεση, δεν ήταν, επομένως, αυτή του πεζοδρομίου, της οχλοκρατίας και της αναρχίας. Η κατάργηση των κομμάτων και του κοινοβουλίου, η θέση υπό πλήρη έλεγχο των συνδικάτων και των συνεταιρισμών έγινε διότι οι θεσμοί αυτοί ήσαν υπόλογοι του διχασμού της κοινωνίας και της εξαθλίωσης της κρατικής μηχανής.
Ο πολιτικός λόγος της δικτατορίας ήταν ακραιφνώς αντι-κομμουνιστικός, χρέωνε το κομματικό σύστημα και την πολιτική ηγεσία με την παρακμή της πολιτικής ζωής, το διχασμό και τη διαφθορά, εγκαλώντας την ουσιαστικά για εθνική μειοδοσία. Η πολιτική ηγεσία ήταν υπόλογη διότι δεν έκανε απολύτως διακριτό στην κοινωνία τον κομμουνιστικό κίνδυνο. «Το κομμουνιστικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι όπως των άλλων χωρών», θα υποστηρίξει ένας εκ των πρωταγωνιστών της χούντας. «Το κομμουνιστικό πρόβλημα της Ελλάδος εκ της ανάγκης των πραγμάτων, είναι τοποθετημένο στη βάση: Ή οι Έλληνες ή οι κομμουνισταί. Πιστεύω δηλαδή ότι στον γεωγραφικό χώρο που λέγεται Ελλάς, δεν υπάρχει θέσις για τους δύο μας. Ή θα μείνουμε εμείς οι Έλληνες ή οι κομμουνισταί».[40] Η ‘εθνική Κυβέρνηση’ φιλοδοξεί ως εκ τούτου να καταστήσει την Ελλάδα «απόρθητον έπαλξιν εις τα πλαίσια του ΝΑΤΟ και φρουρόν του Δυτικο-Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εις την γωνίαν ταύτην της Ευρώπης».[41] Η εθνική ιδεολογία της «21 Απριλίου» συνοψίσθηκε στο τρίπτυχο «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
Την πλήρη εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας με το διατακτικό του ηγεμονικού συμπλέγματος του δυτικού στρατοπέδου, θα ακολουθήσει η απόσυρση της στρατιωτικής μεραρχίας από την Κύπρο, με την οποία η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου είχε θωρακίσει το νησί, αφήνοντάς το έκθετο στην τουρκική βουλιμία.
Ωστόσο, η «Μεγάλη Ελλάς», που προβάλλουν οι συνταγματάρχες, δεν είναι εκτατική, εστιάζεται στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη και την προβολή στο διεθνή στίβο του «ελληνοχριστιανικού» της πολιτισμού. Αντιπαραθέτει, ως παράδειγμα, την Ελλάδα της διασποράς και της εμπορικής ναυτιλίας, που διαπρέπει διεθνώς, στην οποία η μίζερη Ελλάδα του κράτους των πολιτικών οφείλει να ομοιάσει.
Η Ελλάδα ως κοινωνία, ως έθνος, ως πολιτικό σύστημα νοσεί. Η προσομοίωσή της με τον ασθενή, που βρίσκεται στο χειρουργικό τραπέζι, είναι συχνή και αποβλέπει στο να δικαιολογήσει την εκτροπή. Η χούντα είναι ο χειρουργός, που θα την θεραπεύσει, για να την αποδώσει υγιή και θριαμβεύουσα στον κόσμο.
Το αυταρχικό καθεστώς αυτοπροσδιορίζεται ως Επανάσταση, όχι ως πραξικόπημα, διότι έτσι μόνον αιτιολογείται η θέση της χώρας στον ‘γύψο’, για τη συνολική θεραπεία της.
Η μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα
Το τέλος της δικτατορίας μπορεί να αποδοθεί κυριολεκτικά ως κατάρρευση. Όπως είδαμε, σταθερό επιχείρημα της χούντας ήταν ότι η εκτροπή αποτελούσε πρόσκαιρη παρένθεση, που αποσκοπούσε στην εξυγίανση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ταχύτητα της αποκατάστασης συναρτάτο, ωστόσο, από την πορεία της υγείας του ασθενούς, δηλαδή από τις εκτιμήσεις των συνταγματαρχών για τον έλεγχο των εξελίξεων.
Το 1968 επεξεργάζονται νέο Σύνταγμα, που υποβάλλεται σε «δημοψήφισμα», δημιουργούν τη λεγόμενη «Συμβουλευτική Επιτροπή», ένα είδος Βουλής μέσω της οποίας ευελπιστούσαν, μεταξύ των άλλων, να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική τάξη κ.λπ.
Το επιχείρημα της παρένθεσης, επομένως, απαντούσε μάλλον στη συγκυρία, στόχευε δηλαδή στην κάμψη της εσωτερικής αντίστασης και την αδρανοποίηση του διεθνούς δημοκρατικού παράγοντα. Ελλείψει θετικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο της δικτατορίας, επιζητήθηκε η ανοχή, η μετάθεση της αμφισβήτησης, ενόψει μιας κινητικότητας που κρατούσε ανοιχτή τη μετάβαση στη «Νέα Δημοκρατία».
Το αντιστασιακό κίνημα, από την πλευρά του, μολονότι κατακερματισμένο και ανομοιογενές, με τη δράση του στο εσωτερικό και στα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα, κατάφερε να διατηρήσει σταθερά ανοιχτό το «Ελληνικό πρόβλημα» και τη δικτατορία, κατ’ επέκταση, σε διαρκή άμυνα. Η πραγματικότητα αυτή ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει εσωτερικούς τριγμούς, οι οποίοι ενδυναμώθηκαν, συντοχρόνω με την εμβάθυνση της σύγκρουσής της με τον βασιλιά. Η στάση του πολεμικού ναυτικού τον Μάιο του 1973, θα οδηγήσει τελικά στην κατάλυση της Μοναρχίας και στην ανακοίνωση ενός συνόλου μέτρων που υποσχόταν τη διενέργεια εκλογών και τη μετάβαση στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα[42].
Η έναρξη της ελεγχόμενης μετάβασης, σε συνδυασμό με την αμοιβαία δυσπιστία και τη ριζοσπαστικοποίηση του αντιχουντικού φρονήματος δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας, θα προκαλέσει την απελευθέρωση μιας ανεξέλεγκτης αμφισβήτησης, η οποία θα απολήξει στην αλυσιδωτή εξέγερση των φοιτητών (στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Πολυτεχνείο κ.λπ). Το εγχείρημα θα ανακοπεί, η πρωτογενής χούντα θα ανατραπεί, ο στρατηγός Γκιζίκης θα αντικαταστήσει, το Νοέμβριο του 1973, τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο, ως πρόεδρος της ελληνικής πολιτείας.
Τα ηνία της χούντας υπό κατάρρευση θα αναλάβει ουσιαστικά ένας σκιώδης στρατιωτικός, ο Ιωαννίδης, ο οποίος από το παρασκήνιο θα καθοδηγεί την κυβέρνηση ανδρεικέλων που εγκατέστησε. Λίγους μήνες αργότερα, θα επιχειρήσει να αναστρέψει τις εξελίξεις με την εξαγωγή της στρατιωτικής χούντας στην Κύπρο και δηλωμένο στόχο την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης. Η κυπριακή κυβέρνηση εθεωρείτο παραγωγός υπονόμευσης της χούντας στην Ελλάδα, ενώ ο πρόεδρος Μακάριος είχε επανειλημμένα χαρακτηρισθεί από τις ΗΠΑ ως ο Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου και υπόλογος για τη διατήρηση της Κύπρου στο στρατόπεδο των Αδεσμεύτων.
Η αναστολή του πολιτικού συστήματος στην Κύπρο αναμενόταν να εξουδετερώσει τη σοβιετική επιρροή και να ενισχύσει τη συνοχή και την επιχειρησιακή ικανότητα του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο, σε μια περίοδο που προοιωνιζόταν σημαντικές εξελίξεις. Δυο μήνες μετά το πραξικόπημα και την κατάληψη από την Τουρκία του 40% περίπου του κυπριακού εδάφους, θα ξεσπάσει ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος των έξι ημερών.
Η επέμβαση στην Κύπρο θα ολοκληρώσει την κατάρρευση της στρατιωτικής χούντας στην Ελλάδα, η οποία με τη συνηγορία των ΗΠΑ, θα καλέσει την παλαιά πολιτική τάξη να αναλάβει τα ηνία της χώρας, υπό την ηγεσία του παλαίμαχου ηγέτη Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο χαρακτήρας της χούντας ως εξωγενούς – που υπαγορεύθηκε από τις γεωστρατηγικές συνθήκες και το δημοκρατικό έλλειμμα του διεθνούς παράγοντα – επιβεβαιώνεται, όχι μόνον από την εν γένει πορεία της, αλλά και από τη φύση της μεταπολίτευσης που ακολούθησε. Οι πολιτικές δυνάμεις θα ανασυσταθούν, ουσιαστικά, από το σημείο της αφετηρίας που τις είχε αναστείλει η χούντα και μάλιστα με την ίδια πολιτική ηγεσία.
Το πολιτικό τοπίο θα εκκαθαρισθεί, ωστόσο, στη συνέχεια ραγδαία με βάση τις διεργασίες που είχαν αρχίσει ήδη να αναπτύσσονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και οι οποίες προκάλεσαν τη στρατιωτική εκτροπή. Η φιλελεύθερη παράταξη θα ανασυγκροτηθεί στο πλαίσιο ενός ενιαίου, τελικά, πολιτικού κόμματος, της «Νέας Δημοκρατίας». Στο κόμμα αυτό θα στεγασθεί η πρώην συντηρητική δεξιά, μεταλλαγμένη, και η φιλελεύθερη πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στον αντίποδα, αναδεικνύεται το σοσιαλιστικό κόμμα (το ΠΑΣΟΚ), που στεγάζει βασικά την αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου και δυνάμεις της Αριστεράς. Η κομμουνιστική Αριστερά, η οποία θα νομιμοποιηθεί στο πολιτικό σκηνικό, θα διασπασθεί στο ευρω-κομμουνιστικό ΚΚΕσωτερικού και στο σταλινικό ΚΚΕ. Δεν θα αργήσει όμως να διεμβολισθεί από το ΠΑΣΟΚ και, ουσιαστικά, να περιθωριοποιηθεί μεσοπρόθεσμα.
Η σύγκρουση της δικτατορίας με το βασιλιά θα οδηγήσει, τέλος, στην έξωση του θρόνου, η οποία θα επικυρωθεί με δημοψήφισμα, που θα διοργανώσει η κυβέρνηση της Ελληνικής πολιτείας, υπό τον συντηρητικό πρωθυπουργό Κ.Καραμανλή, στις 8 Δεκεμβρίου 1974. Ένας θεσμός με εξωγενή, όπως είδαμε, νομιμοποίηση και, ουσιαστικά, παραγωγός διαρκούς αποσταθεροποίησης, έμελλε να καταβάλει το τίμημα της σύγκρουσής του με τους θύλακες του περα-συστήματος, τους οποίους ο ίδιος εγκατέστησε για την υποστήριξη των επιλογών του.
Συμπέρασμα
Συμπεραίνουμε ότι η χούντα των συνταγματαρχών υπήρξε ένα τυπικά εξωγενές καθεστώς, που απαντούσε στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να εξεύρει ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις δυναμικές, που εκπήγαζαν από την πολιτικά ανεπτυγμένη ελληνική κοινωνική και το δημοκρατικό έλλειμμα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η μη ενδογενής νομιμοποίηση του αυταρχικού «καθεστώτος», εξηγεί ακριβώς την επιλογή του να διακηρύσσει σταθερά τον παρενθετικό του χαρακτήρα, καθώς και την αδυναμία του να διασφαλίσει τη μετάβασή του σε μια ελεγχόμενη «δημοκρατία». Το εγχείρημά του να εξαχθεί στην κυπριακή πολιτεία και, εντέλει, το αδιέξοδο και η κατάρρευσή του μαρτυρούν ότι έως το τέλος τα ερείσματά του παρέμεναν εξωγενή. Το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανόμενης και της αστικής τάξης, έστρεψαν, ουσιαστικά, τα νότα τους στο αυταρχικό «καθεστώς».
Ο ανωτέρω χαρακτήρας της δικτατορίας των συνταγματαρχών αναδεικνύει τη ριζικά διαφορετική φύση της σχέσης της με τα ομόλογα καθεστώτα της Ιβηρικής Χερσονήσου, τα οποία εγγράφονται εξ ολοκλήρου στη δυναμική των εξελίξεων των ευρωπαϊκών χωρών του Μεσοπολέμου.
Υπό μίαν άλλη έννοια, το ελληνικό παράδειγμα συνομολογεί ότι το επιχείρημα της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» δεν επαρκεί από μόνο του για να ερμηνεύσει το αυταρχικό φαινόμενο στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς λαμβάνει ως δεδομένη και αυτονόητη την ιδιωτική και, κατ’ επέκταση, α-πολιτική φύση της κοινωνίας. Άρα, το ελληνικό παράδειγμα αποκαλύπτει ότι η λειτουργία ή μη της κοινωνίας ως συντελεστή της πολιτικής ζωής, συναρτάται με το στάδιο της ωρίμανσής της, δεν είναι δεδομένη. Η διαφορά της ελληνικής κοινωνίας με τις υπόλοιπες κοινωνίες της ευρωπαϊκής χερσονήσου έγκειται ακριβώς στις κληρονομημένες συμπεριφορές, που προήλθαν από το ανθρωποκεντρικό της παρελθόν, οι οποίες επέδρασαν και εξακολουθούν να επιδρούν, σε μικρότερο βαθμό, καταλυτικά στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η σύμπτωση του τέλους των δικτατοριών στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα υπήρξε μάλλον συγκυριακή, συνδέεται δηλαδή με τον κύκλο της ζωής του Φράνκο και του Σαλαζάρ. Δεν παύει, ωστόσο, να υπενθυμίζει ότι το αυταρχικό καθεστώς, ως εκ της φύσεώς του, δεν κληρονομείται, απλώς εκφυλίζεται και εκπίπτει. Συγχρόνως, η πτώση των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη συνιστά, από μιαν άλλη άποψη, το πρελούδιο μιας διαδικασίας που έμελλε να οδηγήσει στην υπέρβαση του δημοκρατικού ελλείμματος της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και, εντέλει, στο ξεπέρασμα των συνθηκών που τον δημιούργησαν.
Υποσημειώσεις
[1] Η μελέτη αυτή έχει δημοσιευθεί στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Στα ελληνικά δημοσιεύεται για πρώτη φορά
[2] Philippe Schmitter, “Groups d’interêt et consolidaton démocratique en Europe Méridionale” Pôle Sud, 3/1995; R.King, The State in Modern Society, London, 1986; Adam Seligman, The idea of Civil Society, Free Press, Macmillan Inc (USA), 1992; Αντώνη Μακρυδημήτρη, Κράτος και κοινωνία πολιτών, Αθήνα, 2002.
[3] Γ. Κοντογιώργη, «Δικαιοσύνη και πολιτικό σύστημα. Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης», στο Δημ. Κούτρα (επιμ.), Η ισότης και η δικαιοσύνη κατ΄ Αριστοτέλη και τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, Αθήνα, 2000.
[4] Βλέπε τις εργασίες μου, Νεοτερικότητα και πρόοδος, Αθήνα, Κάκτος, 2001, «Η δημοκρατία στην τεχνολογική κοινωνία», Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα, 18/1996· Βλέπε επίσης Μ. Barbier, La modernité politique, Παρίσι, 2000.
[5] Του πολίτη του κράτους κι όχι, εντέλει, της πολιτείας, καθώς η τελευταία ιδιότητα θα μετέβαλε τον πολίτη σε εταίρο του πολιτικού συστήματος και το σύνολο του κοινωνικού σώματος σε δήμο. Βλ. σχετικά, G. Contogeorgis, “Le citoyen dans la cité”, στο B. Perrineau, B. Badie (επιμ.), Le citoyen. Mélanges offerts à Alain Lancelot, Παρίσι, 2000 (Ελλ.έκδοση: «Πολίτης και Πόλις: έννοια και τυπολογία της ‘πολιτειότητας’», στο Τιμητικός Τόμος του Κώστα Ε. Μπέη, τ. 4, σελ. 2.847 επ., Αθήνα, 2003.
[6] Η έννοια της πολιτικής συμμετοχής οφείλει να διευκρινισθεί ως προς το περιεχόμενό της. Όντως, το περιεχόμενο της πολιτικής συμμετοχής συναρτάται από το είδος του πολιτικού συστήματος και, μόνον στο πλαίσιο αυτό, από το προσωπικό ενδιαφέρον του πολίτη για τα πολιτικά πράγματα. Ώστε, η έννοια της πολιτικής συμμετοχής στο προ-αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας διαφέρει από εκείνη του αντιπροσωπευτικού συστήματος και, οπωσδήποτε, της δημοκρατίας.
[7] Βλέπε τις μελέτες μου, «Κράτος και Αυτοδιοίκηση στην εποχή της ‘παγκοσμιοποίησης’», στο Αντώνη Μακρυδημήτρη (επιμ.), Αυτοδιοίκηση και Κράτος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα, 2003, σελ. 17-77.
[8] R.G. Schwartzenberg, Sociologie Politique, Paris, 1977, pp. 177, Επίσης, W. W. Rostow, The stages of Economic Growth, Cambridge, 1960, R. Dahl, A Preface to Democratic Theory, Chicago, 1956.
[9] Γ. Κοντογιώργη, «Προλεγόμενα σε μια κοσμοσυστημική προσέγγιση του ιστoρικού γίγνεσθαι», στο Δημ. Κούτρα (επιμ.), Φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού, Αθήνα 2003.
[10] Βλέπε Ph. Schmitter, όπ. παρ., Ομοίως, Νicος Mouzelis, Politics in the Semi-Periphery. Early Parlemantarism and late Industrialization in the Balkans and Latin America, Λονδίνο, 1980. Ο πρώτος, εντούτοις, που εισήγαγε την αντιμετώπιση του αυταρχικού φαινομένου στις χώρες της νότιας Ευρώπης ως ιδιαίτερης κατηγορίας, υπήρξε ο Νίκος Πουλαντζάς στη γαλλική έκδοση του έργου του για την κρίση του των δικτατοριών το 1975 (βλ. την ελληνική έκδοση, Αθήνα, 1977).
[11] Εν προκειμένω παρατηρείται μια ασύγγνωστη σύγχυση μεταξύ της φύσεως του πολιτικού συστήματος και της νομιμοποίησής του. Η Μεγάλη Βρετανία, στο σχήμα αυτό, προβάλλει ως η μήτρα και το πρότυπο της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», χωρίς να εκτιμάται ότι το ήμισυ τουλάχιστον του πολιτικού της συστήματος (η Μοναρχία, η Βουλή των Λόρδων κλπ) διατηρεί ακόμη τις φεουδαλικές του καταβολές.
[12] Για τα αυταρχικά καθεστώτα της Ισπανίας του Φράνκο και της Πορτογαλίας του Σαλαζάρ, βλέπε ενδεικτικά: Jacques Georgel, Les Eurodictatures: Fascisme: 1922-1945· Salazarisme: 1926-1968· Nazisme: 1933-1945· Franquisme: 1936-1975 (συγκριτική μελέτη), Rennes, 1999. Yves Leonard, Salazarisme el Fascisme, Editions Chandeigne, 1996. António Costa Pinto, Paolo Alto, Modern Portugal, Calif, 1998. António Costa Pinto, The Blue Shirts: Portuguese fascists and the new state,Νέα Υόρκη, 2000, Salazar’s dictatorship and European Fascism: problems and perspectives of interpretation, Boulder, Co, 1994· Jacques Georgel, Le franquisme. Histoire et bilan, 1939-1969, Paris 1970. Stanley Payne, Fascism in Spain, 1923-1977, University of Wisconsin Press, 1999· του ίδιου, The Franco regime, 1936-1975, London, 2000.
[13] Όντως, μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλιστικών κομμάτων στις δυτικές κοινωνίες, είχαν σταθερά στρατονισθεί στην αντιπολίτευση.
[14] Διότι η ιταλική Αριστερά επέδειξε ευελιξία και υψηλή κατανόηση στις απαγορεύσεις του διπολισμού αλλά και επειδή ένα αυταρχικό καθεστώς στην Ιταλία θα προκαλούσε την αξιοπιστία του δυτικού στρατοπέδου και μείζονες εσωτερικούς τριγμούς.
[15] Όντως, ο αγγλοσαξονικός κανόνας, που υπαγόρευσε τον πολιτικό κανόνα για τη Δύση του Ψυχρού Πολέμου, επικεντρώνει την προσοχή του στην επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της εξουσίας και, φυσικά, στον ενδείκτη νομιμοποίησης του συστήματος, αντί του δημοκρατικού του αναπτύγματος. Κατά τούτο, αντιμετωπίζουν τις πολιτικές διεργασίες, που αναδύονται στις χώρες του λεγόμενου Νότου και αμφισβητούν το κατεστημένο αυτό περιβάλλον, με δυσπιστία. Το κλίμα της αμφισβήτησης δεν προβάλει ως δημοκρατική αρετή, εφόσον θέτει υπό κριτική δοκιμασία τα θεμέλια του συστήματος.
[16] Όλως ενδεικτικά αναφέρω ότι οι χώρες του πρώην σοσιαλιστικού συνασπισμού και της τριτοκοσμικής περιφέρειας έχουν να επιδείξουν σήμερα ένα χαμηλότερο ανάπτυγμα της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» από εκείνον της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας, της εποχής του Ψυχρού πολέμου, χωρίς εντούτοις να είναι τόσο επιρρεπείς στο αυταρχικό φαινόμενο.
[17] Βλέπε, Αντώνη Παντελή, Στ. Κουτσομπίνα, Τρ. Γεροζήση, Κείμενα συνταγματικής ιστορίας, τ.1, Αθήνα, 1993.
[18] Το σύστημα των «κοινών», την αυθεντική έκφραση του συστήματος των πόλεων κρατών, υπό το οποίο οι Έλληνες ζούσαν και κατά τη φάση της οικουμένης, έως τις παρυφές του 20ου αιώνα, είχε επίσης ως υπόβαθρο το πρόταγμα του Ρήγα Φεραίου, αλλά και των πρώτων ηγετών της Επανάστασης, συμπεριλαμβανομένου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η έννοια της συμπολιτείας ορίζει τις ενώσεις πόλεων που εμφανίζονται τον 3ου π.Χ. αιώνα, ιδίως στη μητροπολιτική Ελλάδα.
[19] Γα το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, βλέπε Γ. Κοντογιώργη, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτονομία. Τα ελληνικά κοινά της τουρκοκρατίας, Αθήνα, 1982.
[20] Βλέπε σχετικά τη μελέτη μου, Πολιτικό σύστημα και πολιτική, Αθήνα, 1985, σελ. 65-107.
[21] Σε πρόσφατη έρευνα για την πολιτική κουλτούρα, σε 18 χώρες της Ασίας και της Ευρώπης, προκύπτει ότι ο βαθμός ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινωνίας για την πολιτική ξεπερνάει κατά 26,6 μονάδες τον μέσο ευρωπαϊκό όρο: 83,4% έναντι 56,8% (G. Contogeorgis, “Political Culture in Greece” στο Takaski Inoguchi, Jean Blondel (επιμ.), Globalization and Political Culture ofDemocracy, Tokyo, 2003.
[22] Jacques Lagroye, Sociologie Politique, Παρίσι, 1993, σελ. 294 επ. Precheron Annick, “La socialisation politique. Défense et illustration», στο M.Grawits, J.Leca (επιμ.), Traité de science politique, t 3: L’ action Politique, Παρίσι, σελ. 165-235.
[23] Έτσι, με βάση τη μνημονευθείσα έρευνα (Takashi Inoguchi, Jean Blondel, οπ.παρ.), η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται να επιτυγχάνει τα μικρότερα αποτελέσματα σε ότι αφορά την προσχώρησή της σε «συλλογικές δράσεις», δηλαδή σε πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι δυνάμεις της διαμεσολάβησης: 5,6% έναντι 15,5% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Εντούτοις, επιδιώκει προσωπική επικοινωνία με το πολιτικό προσωπικό το 10,2% του δείγματος έναντι 6,6% του Μ.Ο. Η διαφορά μεγαλώνει ιδίως όταν καλείται να απαντήσει σε ερωτήσεις που συνδέονται με την πολιτική ατομικότητα (“Talk about political problems”, “Talk about party politics”, Talk about international problems”, κ.α.): η ελληνική κοινωνία ξεπερνάει κατά 20 έως 30 μονάδες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κατά 56 έως 62,5% τις ασιατικές κοινωνίες.
[24] Γ. Κοντογιώργη, «Πολίτης και πόλις…», όπ.παρ.
[25] Για τη διάκριση αυτή, βλέπε τη μελέτη μας «Κράτος και αυτοδιοίκηση στο περιβάλλον της ‘παγκοσμιοποίησης’», οπ. παρ. Στον αντίποδα, βλέπε εν είδη παραδείγματος J-L Briquet, F. Sawicki, Le clientélisme politique dans les sociétés contemporaines, Παρίσι 1998. S.N. Enseinstadt, R. Lemarchand (επιμ), Political Clientelism, Patronage and Development, Λονδίνο, 1981.
[26] Για ορισμένες πτυχές του ολοκληρωτικού φαινομένου, βλέπε Hannah Arendt, The origins of Totalitarianism, Νέα Υόρκη, 1966.
[27] Βλέπε, Mark Mazower, Greece and the Inter-war Economic Crisis, Oxford, 1991.
[28] G. Contogeorgis, “Identitié cosmosystémique on identité nationale? Le paradigme hellénique”, Pôle Sud, 10/1999 “Le phénomène identitaire en Grèce. Entre le cosmosystème hellénique et l’ Etat nation”, Revue internationale de politique comparée, 5/1998.
[29] Σχετικά τα έργα μου, Histoire de la Grèce, όπ.παρ. «Πολίτης και πόλις…», όπ.παρ. Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτονομία…», όπ.παρ.
[30] Γ. Κοντογιώργη, «Εργασία και ελευθερία. Προλεγόμενα σε μια κοσμοσυστημική θεωρία της εργασίας», στον Δημ. Κούτρα (επιμ.) Εργασία και Επάγγελμα, Αθήνα, 2002.
[31] Όπ.παρ.
[32] Περισσότερα στο έργο μου «Νεοτερικότητα και πρόοδος», όπ.παρ. «Κράτος και αυτοδιοίκηση…», όπ.παρ., σελ. 50 επ.
[33] Όπ.παρ. σελ. 56 επ.
[34] Αξίζει να υπογραμμισθεί η αναλογία της μετάβασης αυτής του νεότερου κόσμου με εκείνη της πόλης κράτους που γέννησε την κοινωνική τυραννία. Επιβάλλεται, επίσης, να σημειωθεί ότι το ολοκληρωτικό φαινόμενο δεν απαντάται τον 19ο αιώνα ή προς το τέλος του 20ου αιώνα, αλλά στην μεσοπολεμική περίοδο.
[35] Βλέπε μεταξύ άλλων, Ν. Σβορώνου, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1976. Jean Meynaud, Rapport sur l’abolition de la démocratie en Grèce, Μoντρεάλ, 1967, 1972. Th. Couloumbis, J. Petropoulos, H. Psomiades (eds), Foreign Interference in Greek Politics, Νέα Υόρκη, 1976. Κ. Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, Αθήνα, 1981. G. Contogeorgis, Histoire de la Grèce, όπ.παρ.
[36] Οπ.παρ., σελ. 422 επ.
[37] Οπ.παρ., 417 επ.
[38] G. Contogeorgis, όπ.παρ., σελ. 429 επ. Επίσης, Χαρίτων Κορυζής, Το αυταρχικό καθεστώς, Αθήνα 1975. Μ. Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, Αθήνα 2000. Η δικτατορία 1967-1974. Πολιτική δράση, ιδεολογικός λόγος, Αντίσταση (συλλογικό), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1999. Σ. Γρηγοριάδη, Ιστορία της δικτατορίας, Τ.1-3, Αθήνα 1975. Γ.Γιαννόπουλος, R.Clogg, Η Ελλάδα κάτω από το στρατιωτικό ζυγό, Αθήνα, 1976.
[39] Βλέπε σχετικά, Κωνστ. Σβολόπουλου (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχεία, Γεγονότα και κείμενα, Αθήνα, τόμος 7, σελ. 18 επ.
[40] Ο Συνταγματάρχης Ι.Λαδάς (Λόγοι, Αθήνα, 1970, σελ. 9-24). Αναφέρεται από τον Μ.Μελετόπουλο, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, Αθήνα, 2000, σελ. 186.
[41] Ο Γ.Παπαδόπουλος, όπ.παρ. σελ. 183. Για την ιδεολογία της δικτατορίας, όπως την προέβαλε ένας από τους διανοουμένους της, ο Γ.Γεωργαλάς, βλέπε το έργο του, Η ιδεολογία της επανάστασης, Αθήνα, (χ.χ.).
[42] Για τη μετάβαση στο κοινοβουλευτικό σύστημα, βλέπε και το πρόσφατο αφιέρωμα των Ιστορικών της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, υπό τη επιμέλεια των Φ. Μαλιγκούδη, και Ν. Βαρδιάμπαση (Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, 195/2003).
∗Ο Γιώργος Κοντογιώργης είναι Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
[the_ad id=”17504″]
Leave a comment