ΑΠΟΨΕΙΣ
Η ΑΛΒΑΝΙΑ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Του Σταύρου Γ. Ντάγιου [1] 

Το τελευταίο διάστημα στα Τίρανα και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Αλβανίας ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές, σε πολλές περιπτώσεις με εμφανή βία, υπό την αιγίδα του αντιπολιτευόμενου κόμματος της Αλβανίας (Δημοκρατικού Κόμματος) του Λουλζίμ Μπάσα το οποίο ζητούσε αρχικά τη διάλυση της Βουλής, τη συγκρότηση τεχνικής κυβέρνησης η οποία θα οδηγούσε τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.

Το κυβερνόν Κόμμα του Έντι Ράμα απέρριψε το αίτημα της αντιπολίτευσης ως αντισυνταγματικό και ανεδαφικό και εξήγγειλε ότι η κυβέρνηση κατέχει βουλευτική πλειοψηφία και θα συνεχίσει ακώλυτα το κυβερνητικό έργο ως το τέλος της θητείας. Στη συνέχεια οι κινητοποιήσεις κλιμακώθηκαν με αποκορύφωμα την μαζική παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης πριν δεκαπέντε μέρες ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κυβερνητική αδιαλλαξία. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε μια μίνι συνταγματική κρίση, διότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει η βουλή χωρίς τους αντιπολιτευτικούς βουλευτές και να εκτελέσει νομοτύπως το νομοθετικό της έργο.

 

 

Πολύ σύντομα διαφάνηκε ότι η διελκυστίνδα ήταν περισσότερο περίπλοκη από ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί: Η αποδοχή από την κυβέρνηση του αιτήματος της αντιπολίτευσης θα δημιουργούσε ένα νομικό προηγούμενο για ενδεχόμενες μελλοντικές ανάλογες εξελίξεις και από την άλλη η επιστροφή των παραιτηθέντων βουλευτών της αντιπολίτευσης θα σηματοδοτούσε το πολιτικός τέλος του αρχηγό της του Λουλζίμ Μπάσα. Καμιά πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει. Η πολιτική κρίση οδηγείτο προς ανεξέλεγκτες εξελίξεις και το κλίμα ήταν νοσηρό στην αλβανική πρωτεύουσα, πράγμα που προκάλεσε την ανησυχία των δυτικών παραγόντων.

 

 

Προφανώς υπό την παραίνεση των δυτικών, κυρίως των Αμερικανών βρέθηκε μία συμβιβαστική λύση, αποδεκτή και για τις δύο πλευρές: το βουλευτικό αξίωμα των παραιτηθέντων βουλευτών ανέλαβαν οι αναπληρωματικοί της αντιπολίτευσης, γεγονός που δεν προκάλεσε ζωηρές αντιδράσεις, αποδεικνύοντας ότι ο διεθνής παράγοντας παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις, πίεζε και δεν επιθυμούσε τον συνταγματικό εκτροχιασμό της χώρας που θα την οδηγούσε σε πολιτική υποτροπή των αιματηρών γεγονότων του 1997. Το βεβαρυμμένο πολιτικό κλίμα σε όλα τα δυτικά Βαλκάνια δεν επέτρεπε εφησυχασμούς: Στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο είχαν ξεσπάσει επίσης ταραχές.

Εν τω μεταξύ το κυβερνών κόμμα, με περίτεχνες πολιτικές κινήσεις και βοηθούμενο από τον Δήμαρχο Τιράνων (ανήκων στους Σοσιαλιστές) η θητεία του οποίου κρίνεται θετική, ανάκτησε τις δυνάμεις, συγκέντρωσε τους οπαδούς του στα Τίρανα και αλλαχού οι οποίοι εκδήλωσαν την πίστη τους προς την κυβερνητική πολιτική και απέδειξαν ότι το εκλογικό σώμα δεν είχε μεταλλαχθεί σχεδόν καθόλου και ότι στις επικείμενες εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα κέρδιζε με το ίδιο δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα για την αντιπολίτευση. Φαίνεται οι ταγοί της αντιπολίτευσης συμβιβάστηκαν (προς το παρόν τουλάχιστον) με την υποχώρηση τους και δεν προέβησαν σε άλλες ενέργειες προς κλιμάκωση της κρίσης.

 

 

Παράλληλα -όσον αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα- κατά τρόπο αδόκητο, τα Τίρανα εξήγγειλε ότι θα επανεξέταζε το φάκελο των αιματηρών επεισοδίων της Επισκοπής (Απρίλιος 1994) τα οποία οδήγησαν στην πολύκροτη δίκη των πέντε ηγετών της Ομόνοιας, δύο χρόνια μετά. Η δίκη αυτή σηματοδοτούσε «το μακρύ χειμώνα» στις διμερείς σχέσεις οι οποίες αναθερμάνθηκαν με τις παρεμβατικές πρωτοβουλίες των Αμερικανών στη δίκη της Ομόνοιας. Από τότε όμως τα πράγματα άλλαξαν, αλλά και η ψυχολογία των δύο λαών.

 

 

Όλο αυτό το διάστημα και κυρίως μετά το αιματηρό επεισόδιο του Κατσίφα στους Βουλιαράτες, τις αντιδράσεις της ομογένειας και ιδίως τις απερίσκεπτες δηλώσεις Ράμα για τη δολοφονία του Βορειοηπειρώτη ομογενούς πριν ακόμα αναγγελθεί το εισαγγελικό πόρισμα, οι σχέσεις εισήλθαν σε στενωπό και τελμάτωσαν, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά ότι ο Ράμα δεν είναι τόσο προβλέψιμος και ευανάγνωστος πολιτικός. Μάλιστα για ένα μέρος του τύπου, ο Ράμα αποδεικνύεται σκληρότερος του πολιτικού αντιπάλου Σαλί Μπερίσα όσον αφορά την εθνική πολιτική.

Κάποιες διπλωματικές ενέργειες για «συνολική εκκαθάριση του παρελθόντος» μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών που θα περιλάμβανε τις θαλάσσιες διαφορές, αλλά και την υπογραφή μιας συνοριακής συμφωνίας, ελλείψει μιας τέτοιας εκτός της υπάρχουσα του 1925, και άλλων εκκρεμοτήτων ζητημάτων όπως το ακανθώδες ζήτημα του Νόμου περί εμπολέμου κλπ. οι όποιες δειλές διπλωματικές ενέργειες ανεστάλησαν. Η Αθήνα δεν έκρινε σκόπιμο να προβεί σε άμεσες κινήσεις σε ένα κινούμενο πολιτικό περιβάλλον στην Αλβανία οι οποίες θα τύγχαναν ποικίλων αντιδράσεων μάλιστα σε ένα πλαίσιο μίας όχι φιλικής ανταπόκρισης από τα Τίρανα.

Οι διπλωματικές συντεταγμένες ωστόσο μετασχηματισθήκαν κατά πολύ τα τελευταία πέντε χρόνια και καινούριες επιρροές ασκούν ελκτική ή οπισθοχωρητική δύναμη πλέον. Εκτός από την ύπαρξη της Ελληνική Εθνικής Μειονότητας στην Αλβανία (υπό καινούριες συγκυρίες, μάλλον με συρρικνωτικές τάσεις) στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλος αριθμός Αλβανών μεταναστών, η δεύτερη γενιά των οποίων πολιτογραφήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό, αποκτώντας πρόσθετα δικαιώματα. Μέρος αυτών μετανάστευσε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με τις ανέσεις που τους παρέχει το ελληνικό διαβατήριο, χωρίς να είναι απολύτως διακριτές οι πολιτικές και εθνικές τους διαθέσεις, ένα ζήτημα τελείως αχαρτογράφητο από την ελληνική πολιτεία.

 

 

Προσθέτως στην Αθήνα ήδη ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά Αλβανού μετανάστη με το ψηφοδέλτιο του ΚΙΝΑΛ, η οποία συσπείρωσε τους Αλβανούς μετανάστες,  για τις εθνικές εκλογές ενώ μεγάλος αριθμός Αλβανών συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια των κομμάτων για την τοπική εξουσία. Από την άλλη δεν καθόλου βέβαιο αν στις επερχόμενες εκλογές της Αλβανίας το ΚΕΑΔ, το οποίο παραδοσιακά εκπροσωπούσε την ελληνική ομογένεια θα καταφέρει να εκλέξει βουλευτή. Όλες αυτές οι εξελίξεις επιζητούν καινούριες στρατηγικές, πολλές φορές γενναίες. Αλλά η ελληνική πολιτεία φαίνεται να μην διαθέτει στρατηγικό σχέδιο για τη διαχείριση της νέας αυτής κατάστασης, την οποία δεν είναι βέβαιο ότι την γνωρίζει στο βαθμό που απαιτείται.

Υπό τις προκείμενες παραδοχές, η ελληνική διπλωματία βρίσκεται ενώπιον καινούριων προκλήσεων οι οποίες διαμορφώνουν μια τελείως καινούρια κατάσταση. Την κατάσταση αυτή δεν μπορείς να μην τη λάβεις υπ’ όψιν σου.

* Ο Σταύρος Γ. Ντάγιος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ.

 

 

*Απο τη “Μακεδονία της Κυριακής” 31.03.19.

(Σημ, Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις)

Πηγή: Anixneuseis.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *