Της Αγγελικής Κώττη
Μια σπουδαία περιοδική έκθεση, με τίτλο «Κεντητοί Επιτάφιοι στα Ιωάννινα, 18ος και 19ος αι.», συνδιοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων, το Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων στο Μουσείο Αργυροτεχνίας. Παρουσιάζει για πρώτη φορά επιλεγμένους Επιταφίους και αναδεικνύει τη μοναδική σημασία των εκκλησιαστικών αυτών κεντημάτων, τον συμβολισμό, την εικονογραφία και την τεχνοτροπία τους, αλλά και στοιχεία της εποχής κατά την οποία φιλοτεχνήθηκαν. Ψηφιακές εφαρμογές και οπτικοακουστικές παραγωγές, που πλαισιώνουν την έκθεση, αποκαλύπτουν μυστικά της χρυσοκεντητικής.
Ο Επιτάφιος είναι ιερός πέπλος που χρησιμοποιείται τη Μεγάλη Παρασκευή στο τελετουργικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για λειτουργικό άμφιο που απέκτησε επικήδειο νόημα από τον 14ο αιώνα και αποτελεί εξέλιξη του καλύμματος που ονομάζεται αήρ. Με τον αέρα σκεπάζονται τα Τίμια Δώρα, δηλαδή ο Άρτος και ο Οίνος. Στη λειτουργία, κατά τη Μεγάλη Είσοδο, ο διάκονος μεταφέρει στους ώμους του τον αέρα από την Πρόθεση έως το Ιερό Βήμα, όπου τον παραλαμβάνει ο ιερέας, για να καλύψει με αυτόν τα Τίμια Δώρα στην Αγία Τράπεζα. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον κατάλογο της έκθεσης, «Ο αήρ συμβολίζει το πέτασμα που κατασκεύασε ο Μωυσής στη σκηνή του μαρτυρίου (Έξοδος, 26, 31-35, κ.α.), προκειμένου να διαχωρίσει τα Άγια των Αγίων από το υπόλοιπο μέρος της. Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, το πέτασμα ερμηνεύτηκε ως το στερέωμα, που διαφοροποιεί τον ουράνιο χώρο από τον γήινο, αλλά και ως η σάρκα του Χριστού, που χωρίζει και ενώνει ταυτόχρονα την ανθρώπινη με τη θεία φύση Του. Ο αήρ σημειολογικά παραπέμπει, επίσης, στην πέτρα του Τάφου και στην ιερά σινδόνη, στην οποία ο ευσχήμων Ιωσήφ από την Αριμαθαία τύλιξε τον νεκρό Χριστό.»
Μετά την αποκαθήλωση, «ο ιερέας τον τοποθετεί σε ξύλινο κουβούκλιο, προκειμένου να ακολουθήσει η περιφορά του. Ένας κώδικας του 1346 (Άθως, Βατοπ. αρ. 1100-954) αναφέρει, ίσως για πρώτη φορά, ότι το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, ο ιερέας με πλήρη ιερατική στολή φέρει στον ώμο το ευαγγέλιο τυλιγμένο με τον αέρα και κάνει αργή περιφορά στον ναό, όμοια με την κηδεία του Ιησού, ενώ ψάλλεται το τρισάγιο, και αμέσως μετά το απολυτίκιο «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο».
Η περιφορά
Η περιφορά του Eπιταφίου ξεκινά από το ιερό βήμα ακολουθώντας μια πορεία γύρω από τον ναό ή την ευρύτερη περιοχή, για να αποτεθεί τελικά στο κέντρο του ναού, όπου και παραμένει μέχρι το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ώστε να μπορούν να το προσκυνήσουν οι πιστοί. Ως και τον 15ο αιώνα οι ιερείς και διάκονοι έφεραν τον Επιτάφιο ως ουρανό πάνω από το κεφάλι τους κατά την τελετή της Μεγάλης Εισόδου. Κατά τη μεταβυζαντινή εποχή ο λειτουργικός χαρακτήρας του αμφίου γίνεται ιστορικός, όπως μαρτυρεί και η αλλαγή στην εικονογράφησή του: εικονίζεται ο νεκρός Χριστός περιστοιχισμένος από τα πρόσωπα που συνθέτουν την παράσταση του Επιτάφιου Θρήνου. Αρχικά, ο εικονογραφικός του διάκοσμος ήταν λιτός, προβάλλοντας το θεολογικό περιεχόμενο της σταυρικής θυσίας, δηλαδή τη Θεία Ευχαριστία, που αποδίδεται εικονογραφικά με τον Χριστό νεκρό. Σταδιακά, προστέθηκαν στοιχεία όπως ο Σταυρός και τα πρόσωπα του Επιτάφιου Θρήνου (η Θεοτόκος, οι μυροφόρες, ο μαθητής Ιωάννης κ.ά.), ενώ κατά τον 18ο και 19ο αιώνα οι παραστάσεις γίνονται πολυάνθρωπες.
Ο εικονογραφικός διάκοσμος του επιταφίου αναδεικνύει τον συμβολισμό του και τη χρήση του. Αρχικά, η σύνθεση είναι λιτή, προβάλλοντας το θεολογικό περιεχόμενο της σταυρικής θυσίας, δηλαδή τη Θεία Ευχαριστία, που αποδίδεται εικονογραφικά με τον Χριστό νεκρό (Χριστός-Αμνός). Συχνά ο Κύριος περιβάλλεται από αγγέλους και από τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών (τα τέσσερα ζώα της Αποκάλυψης), που αενάως δοξολογούν τον Παντοκράτορα στους ουρανούς.
Στη σύνθεση σταδιακά προστίθενται αφηγηματικά στοιχεία, ο σταυρός (προϋπόθεση για την Ανάσταση), καθώς και τα πρόσωπα του Θρήνου: η Θεοτόκος, οι μυροφόρες, ο μαθητής Ιωάννης, ο ευσχήμων Ιωσήφ, ο Νικόδημος
Τα εικονογραφικά στοιχεία του Επιτάφιου Θρήνου αντλούνται από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου (4ος αι.), καθώς και από τα κηρύγματα του Γεωργίου Νικομηδείας (9ος αι.) και του Συμεών Μεταφραστού (10ος αι.).
Οι επιτάφιοι του 18ου και του 19ου αιώνα παρουσιάζουν συνήθως πολυάνθρωπες παραστάσεις. Στα πρόσωπα του θείου δράματος προστίθενται μορφές, ενίοτε και οι ίδιοι οι δωρητές, ή εικονίζονται ιεροί τόποι (όπως η πόλη της Ιερουσαλήμ,
ο Γολγοθάς), κτίσματα (κενό μνημείο, ναός της Αναστάσεως), αντικείμενα του Θείου Πάθους (ακάνθινος στέφανος, λόγχη, σπόγγος, κ.ά.), λειτουργικά αντικείμενα (κανδήλες), ενώ δεν λείπουν και τα κοσμικά σύμβολα, όπως ο ήλιος και η σελήνη.
Πόλη και Βιέννη
Σε αυτή την περίοδο ανήκουν οι κεντητοί Επιτάφιοι που παρουσιάζονται στο Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων, έργα σπουδαίας τέχνης και τεχνικής. Αποδίδονται σε εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης και της Βιέννης, τα οποία, από ό,τι φαίνεται, προτιμούσαν και οι Γιαννιώτες έμποροι και επαγγελματίες της εποχής για τις παραγγελίες τους.
Στα οργανωμένα εργαστήρια κεντητικής ο ιθύνων νους, άνδρας ή γυναίκα, ερχόταν σε επαφή με τους πελάτες, όριζε το κόστος των παραγγελιών, παρακολουθούσε τις εξελίξεις της τέχνης, φρόντιζε για τον καταμερισμό των εργασιών στους βοηθούς, υπέγραφε τα εργόχειρα έχοντας επίγνωση της αξίας τους. Οι πλέον επιδέξιοι και έμπειροι τεχνίτες, ίσως και ο επικεφαλής της ομάδας, φιλοτεχνούσαν τα πιο δύσκολα σημεία (λ.χ., το πρόσωπο ή ιδιαίτερες περιοχές των μετάλλων). Τα εργαστήρια λειτουργούσαν με συγκεκριμένους συνεργάτες (όπως σχεδιαστές, ζωγράφους ή μεταπράτες εμπόρους).
Ο πρώτος κατά σειρά αποδίδεται στην κεντητική της Κωνσταντινούπολης που, από την Άλωση έως τα μέσα του 19ου αιώνα, παρουσιάζει την ανώτερη ποιότητα ελληνορθόδοξου κεντήματος από όλα τα άλλα εργαστήρια στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κωνσταντινουπολίτικη τέχνη, που συνδυάζει τη βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση με δυτικές επιδράσεις, χαρακτηρίζεται από πολύτροπη τεχνική, ακριβά υλικά και εξαιρετικά λεπτή εργασία. Στα μέσα του 19ου αιώνα, συχνά, το κέντημα συνδυάζεται με τη ζωγραφική.
Οι υπόλοιποι τρεις αποτελούν έργα βιεννέζικων εργαστηρίων, με γνωρίσματα τη δυτικότροπη εικονογραφία, το επίπεδο κέντημα του κυρίως θέματος, καθώς και τη συνήθως έξεργη μπαρόκ διακόσμηση από μεταλλικά νήματα στην παρυφή του εργόχειρου. Έγγραφα της εποχής μαρτυρούν ότι δίνονταν παραγγελίες στη Βιέννη για τη φιλοτέχνηση ελληνορθόδοξων εκκλησιαστικών κεντημάτων. Φαίνεται ότι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και οι πλούσιοι Γιαννιώτες έμποροι και επαγγελματίες προτιμούσαν για τις παραγγελίες τους τη Βιέννη ή την Κωνσταντινούπολη.
Για την κατασκευή και τη διακόσμηση των επιταφίων, χρησιμοποιούνταν πολυτελή υλικά (ατλάζι, βελούδο, μεταξωτά νήματα, αργυρά και επίχρυσα σύρματα, πούλιες, ημιπολύτιμοι λίθοι, μαργαριτάρια), τα οποία, σε συνδυασμό με τη χρονοβόρα εργασία του κεντητή ή της κεντήτριας, ανέβαζαν υψηλά το κόστος του εργόχειρου. Η προσφορά χρυσοκέντητων αμφίων σε ναούς ή μονές προσέδιδε μεγάλο κύρος στους δωρητές, οι οποίοι μπορεί να ήταν άτομα ή και ομάδες πιστών.
«Τόσο κατά τη Βυζαντινή περίοδο όσο και κατά τους Νεότερους χρόνους, τα κεντήματα αποτελούσαν είδος εξαιρετικής πολυτέλειας» σημειώνεται στον κατάλογο. «Τα υλικά τους ήταν πανάκριβα και η χρονοβόρα εργασία του κεντητή ή της κεντήτριας ανέβαζε το κόστος. Διαθήκες, παραγγελίες ή άλλου είδους μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι τα εκκλησιαστικά άμφια και τα κεντητά ενδύματα κόστιζαν περισσότερο απ’ ό,τι τα κοσμήματα και, οπωσδήποτε, αποτελούσαν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο.
7.000 γρόσια
Το κόστος προσδιοριζόταν από την τιμή του χρυσού. Για παράδειγμα, από επιστολή του 19ου αιώνα, γνωρίζουμε ότι στην Κωνσταντινούπολη ένας επιτάφιος φτιαγμένος από τα χέρια της περίφημης κεντήτριας Κοκόνας του Ρολογά στοίχιζε τουλάχιστον 7.000 γρόσια και η φιλοτέχνησή του απαιτούσε περίπου δεκαπέντε μήνες. Το ποσό είναι πολύ μεγάλο, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, τις παραμονές του 1821, δανείστηκε από Ηπειρώτες άρχοντες 5.000-6.000 γρόσια και μεταπώλησε τόσα σιτηρά που του επέτρεψαν να πλουτίσει στην Άρτα, να αποκτήσει σπίτι σε καλή συνοικία, να τακτοποιήσει οικονομικές εκκρεμότητες. Επίσης, όπως έλεγε χαρακτηριστικά: Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιο, πιστόλες κι ἄρματα…
Κατά τις ακολουθίες και την περιφορά της Μεγάλης Παρασκευής, πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι εικόνες του Χριστού νεκρού και της Θεοτόκου. Η παράσταση του Ιησού, όρθιου και γυμνού, με τα χέρια συνήθως σταυρωτά στο στήθος και το άψυχο κεφάλι γερτό στο πλάι, αποτελεί εικονογραφικό τύπο που είναι γνωστός ως Άκρα Ταπείνωση. Το θέμα εμφανίζεται στο Βυζάντιο κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και συμβολίζει τον Παντοκράτορα-Νυμφίο της Εκκλησίας μετά τη Σταύρωση, τονίζοντας τη σημασία του Θείου Πάθους. Δηλαδή, η σωτηρία του ανθρώπινου γένους συνδέεται με τη σταυρική θυσία του Ιησού, καθώς αυτή προεκτείνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο οδηγεί στη θέωση του ανθρώπου. Η Άκρα Ταπείνωση ουσιαστικά εικονογραφεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που οι χριστιανοί κοινωνούν από το Άγιο Ποτήριο. Συνήθως, συνοδεύεται από παράσταση της Θεοτόκου με έντονη συγκινησιακή φόρτιση στο πρόσωπό της.
Η έκθεση, σε επιστημονική επιμέλεια της δρος Ελενας Παπασταύρου, βυζαντινολόγου-ιστορικού τέχνης, εμπλουτίζεται με αμφιπρόσωπη εικόνα του 14ου αι., με παράσταση Ακρας Ταπείνωσης και Παναγίας Οδηγήτριας, καθώς και με ιερά σκεύη που σχετίζονται με τη λειτουργία του Επιταφίου.
Διάρκεια έκθεσης: έως 17 Ιουνίου 2019
Μουσείο Αργυροτεχνίας, Ακρόπολη Ιτς Καλέ, Κάστρο Ιωαννίνων
Πηγή: Liberal.gr
Related Post
Ακούστε Active Radio
Like us on Facebook







Leave a comment