Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης έχει πια εισέλθει στην τελική ευθεία προς τις ομοσπονδιακές εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν εκεί –πρόωρα– την ερχόμενη Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου. Η περιρρέουσα (γεω)πολιτική ατμόσφαιρα ωστόσο, μοιάζει να διαμορφώνεται πια μέσα σε ένα κλίμα «τέλους εποχής» (Zeitenwende), το οποίο μάλιστα αποκτά περισσότερο «συντελειακού» τύπου χαρακτηριστικά όσο περνά ο καιρός.
Οταν ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς (SPD) αποφάσισε, επικαλούμενος ενδοκυβερνητικές αποκλίσεις, να αποπέμψει τον ηγέτη των Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ από τη θέση του υπουργού Οικονομικών τον περασμένο Νοέμβριο, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την κατάρρευση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Φιλελευθέρων, ήταν ήδη σαφές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ηταν, επίσης, σαφές ότι ο Τραμπ θα είχε στο πλευρό του τύπους σαν τον Ελον Μασκ.
Πολλά από όσα ακολούθησαν ωστόσο έκτοτε, η απερχόμενη γερμανική ηγεσία μάλλον δεν τα περίμενε, τουλάχιστον όχι στον χρόνο στον οποίο και με την ένταση με την οποία εκείνα τελικώς πραγματώθηκαν… όπως άλλωστε δεν περίμενε και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία του 2022.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 2022, με φόντο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που είχε προηγηθεί μόλις τρία 24ωρα νωρίτερα, ο Σολτς από το βήμα της Μπούντεσταγκ είχε παρουσιαστεί να προαναγγέλλει την αυγή μιας νέας εποχής (Zeitenwende).
Η Γερμανία της Ostpolitik, των καλών σχέσεων με τη Ρωσία, της πρωτοκαθεδρίας του εμπορίου (Wandel durch Handel), των ειρηνιστών καγκελαρίων (Friedenskanzler) και των ανυπόληπτων αμυντικών προϋπολογισμών (του 1% του ΑΕΠ), βρέθηκε –ξαφνικά– να ανακοινώνει μια «ιστορική» στροφή στην Αμυνα.
Ο,τι δεν είχε γίνει μέσα σε διάστημα ετών, από την προσάρτηση της Κριμαίας και έπειτα, παρουσιάστηκε να γίνεται μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών, από τις 24 ώς τις 27 Φεβρουαρίου του 2022.
Ο «γίγαντας» που… δεν ξύπνησε
«Υπήρχε στην Ευρώπη ένας γίγαντας που κοιμόταν και τώρα ξύπνησε», έγραφε ο Νόα Μπάρκιν στο Atlantic τους πρώτους μήνες του 2022.
Τρία χρόνια μετά, εκείνος ο «γίγαντας» ακόμη προσπαθεί να ξυπνήσει από τον εφιάλτη, όχι πια μόνον της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αλλά και της νέας διοίκησης Τραμπ. Οσο για τις μέχρι τώρα επιδόσεις του στο μέτωπο της Αμυνας, εκείνες δεν εντυπωσίασαν. Αντιθέτως, «η γερμανική άμυνα βρέθηκε τα τελευταία χρόνια να εκτίθεται ως “περίγελος του ΝΑΤΟ”, όταν είδε για παράδειγμα 18 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης Puma της Bundeswehr να “μένουν” από βλάβη κατά τη διάρκεια άσκησης […] αλλά και αργότερα […] όταν οι Ρώσοι υπέκλεψαν και έδωσαν στη δημοσιότητα τη συζήτηση που είχαν (μέσω WebEx) τέσσερις κορυφαίοι αξιωματικοί των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων […] με θέμα το ενδεχόμενο αποστολής πυραύλων Taurus στην Ουκρανία», γράφαμε στην «Κ» τον περασμένο Νοέμβριο.
Το κλίμα πια εντός των γερμανικών συνόρων, αλλά και διεθνώς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από «πρωτοφανώς τεταμένο» έως και «εκρηκτικό».

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις των περασμένων εβδομάδων (της 13ης Φεβρουαρίου του 2025 στο Μόναχο, της 20ής Δεκεμβρίου του 2024 στο Μαγδεμβούργο)· οι προερχόμενες από το εξωτερικό παρεμβάσεις στα εσωτερικά της Γερμανίας (του Ελον Μασκ για παράδειγμα, υπέρ του AfD)· τα ρήγματα που έχουν πια de facto ανοίξει στις διατλαντικές σχέσεις (με σημείο τριβής την ομιλία του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια και τις –ερήμην των Ευρωπαίων– αμερικανορωσικές συνομιλίες για το Ουκρανικό που ξεκινούν στη Σαουδική Αραβία)· ο πόλεμος στην Ουκρανία (που αποκτά πια χαρακτηριστικά υπαρξιακής κρίσης για την ίδια την Ευρώπη) και η γερμανική οικονομία (που έχει πια χάσει τη λάμψη της και ασθμαίνει)… έρχονται να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο από προκλήσεις το οποίο επηρεάζει και ανανοηματοδοτεί το γερμανικό εκλογικό διακύβευμα.
Επιπτώσεις και τάσεις
Από το αποτέλεσμα των επικείμενων γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών, αναμένεται να κριθούν πολλά: εν προκειμένω η στάση που πρόκειται να υιοθετήσει η Γερμανία το προσεχές διάστημα απέναντι σε Ρωσία, Ουκρανικό, Ε.Ε., ΗΠΑ, στα θέματα δασμών αλλά και στο μέτωπο της (κοινής;) ευρωπαϊκής Αμυνας.
Πέρα από τις επιπτώσεις που θα έχει ωστόσο στο μέτωπο της απτής κυβερνητικής πολιτικής, το αποτέλεσμα των επικείμενων γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών πρόκειται να επηρεάσει παράλληλα και τις πολιτικές τάσεις πανευρωπαϊκά. Εάν το AfD δεν τα πάει τόσο καλά, ή οι αντίπαλοί του τα πάνε καλύτερα από ό,τι αναμένεται και συσπειρωθούν εναντίον του, η εθνολαϊκιστική άκρα Δεξιά μπορεί να βρεθεί ξαφνικά να χάνει το μομέντουμ που τώρα επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά με εφαλτήριο την ώθηση των Τραμπ, Βανς και Μασκ.
Οι δημοσκοπήσεις

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις (Forsa, INSA, FG Wahlen, Allensbach, Infratest), το δίδυμο Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) με υποψήφιο καγκελάριο τον Φρίντριχ Μερτς παρουσιάζεται να προηγείται με περίπου 30%. Στη δεύτερη θέση ακολουθεί –για πρώτη φορά στα γερμανικά ομοσπονδιακά χρονικά– το εθνολαϊκιστικό κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) με 20%. Πιο πίσω ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς με περίπου 15% ενώ στην τέταρτη θέση της κούρσας βρίσκονται οι Πράσινοι με περίπου 13%. Το κόμμα της Αριστεράς (Linke) παρουσιάζεται πια να ανεβαίνει κοντά στο 7% (από το 4%), ενώ οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και η παράταξη της Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) κινδυνεύουν να μείνουν εκτός Μπούντεσταγκ.
Σενάρια συνεργασιών και αποκλεισμών
Εάν τα προαναφερθέντα ποσοστά επιβεβαιωθούν στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή, η γερμανική εθνολαϊκιστική άκρα Δεξιά θα μετρά μια σημαντική νίκη, καθώς θα έχει για πρώτη φορά έρθει δεύτερη σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ η γερμανική Κεντροαριστερά στον αντίποδα θα μετρά απώλειες.
Η ενδεχόμενη εκλογική άνοδος του (ρωσόφιλου) AfD δεν εγγυάται ωστόσο, σε καμία περίπτωση, τη συμμετοχή του στην όποια επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Αντιθέτως, ο παρεμβατισμός του Ελον Μασκ δείχνει να συσπειρώνει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, της γερμανικής Δεξιάς συμπεριλαμβανομένης, ενάντια στο AfD και στην Αλις Βάιντελ. Πριν από τις τελευταίες «γερμανικές» παρεμβάσεις του Μασκ, πολλοί διερωτώντο εάν ο Μερτς –ως φαβορί για την καγκελαρία– μπορεί να τείνει χείρα συμπράξεων προς την πλευρά της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Πλέον, μια τέτοια προσέγγιση καθίσταται πολύ πιο άβολη, καθώς όποιος την επιχειρήσει θα είναι σαν να υποκύπτει στο «μπούλινγκ» της πλευράς Μασκ.
Τα «firewalls» του Βανς και οι γερμανικές αντιδράσεις
Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, επέλεξε να συναντήσει την ηγέτιδα του AfD, Αλις Βάιντελ, στο περιθώριο της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια την περασμένη Παρασκευή, στέλνοντας έτσι ένα σαφές μήνυμα ψήφου μόλις λίγα 24ωρα πριν από τις γερμανικές εκλογές, όπως είχε κάνει άλλωστε προηγουμένως και ο Ελον Μασκ. Κατά την ομιλία του στο Μόναχο, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος κάλεσε μάλιστα ανοιχτά τους Ευρωπαίους ηγέτες να μην υψώνουν «τείχη προστασίας» («firewalls») έναντι κομμάτων και πολιτικών δυνάμεων. Με το βλέμμα στραμμένο συγκεκριμένα στη Γερμανία, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, χωρίς να υπερβάλει, ότι ο Βανς ήταν σαν να ζητούσε, μέσα από όσα είπε στο Μόναχο, το AfD να γίνει αποδεκτό στις τάξεις της όποιας επόμενης γερμανικής συγκυβέρνησης.
Έπειτα από αυτές τις ομολογουμένως άκομψες αμερικανικές παρεμβάσεις ωστόσο, οι λοιπές γερμανικές εκλογικές δυνάμεις παρουσιάζονται τώρα να υψώνουν ακόμη υψηλότερα τείχη ενάντια στην παράταξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.
Πριν από μήνες, ο Φρίντριχ Μερτς έπνεε προεκλογικά μένεα ενάντια σε Σοσιαδημοκράτες και Πρασίνους. «Λάβρος κατά SPD και Πρασίνων ο Μερτς: Προεκλογική εκστρατεία υψηλών τόνων στη Γερμανία», ήταν ο ενδεικτικός τίτλος άρθρου που είχε δημοσιευτεί τον περασμένο Δεκέμβριο στην «Κ». Ο Φρίντριχ Μερτς «εξαπολύει επιθέσεις κατά των πιθανών μελλοντικών κυβερνητικών του εταίρων», έγραφε τότε, πριν από περίπου δύο μήνες, ο Guardian. Συγκριτικά, αποτυπώνοντας ένα πολύ διαφορετικό κλίμα, το Politico γράφει σήμερα (17 Φεβρουαρίου) ότι «ο Μερτς αποκλείει έναν συνασπισμό με την Ακροδεξιά, αλλά ανοίγει την πόρτα στα κεντροαριστερά κόμματα» με τα οποία «θα σκεφτόταν να κυβερνήσει».
Ως έχουν σήμερα τα πολιτικά πράγματα στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι παρουσιάζονται ως τα μόνα κόμματα με τα οποία θα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού οι Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς. Εάν καταφέρουν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην επόμενη ομοσπονδιακή βουλή παρατάξεις που σήμερα δείχνουν να είναι στο όριο όπως είναι εκείνες του FDP και του BSW, τότε η επόμενη γερμανική κυβέρνηση μάλλον θα είναι τρικομματική. Εάν, από την άλλη πλευρά, αυτές οι δύο παρατάξεις μείνουν εκτός, τότε ανοίγει ο δρόμος για έναν νέο μεγάλο συνασπισμό (GroKo) Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών.
Related Post
Ακούστε Active Radio
Like us on Facebook







Leave a comment