Διανύουμε μια περίοδο μεγάλων διεθνών γεωπολιτικών ανακατατάξεων ιδιαίτερα μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ στις αρχές του 2025. Περνάμε σιγά σιγά σε έναν πολυπολικό κόσμο με νέες μεγάλες δυνάμεις να αναδύονται οι οποίες αμφισβητούν την ηγεμονία των ΗΠΑ καθώς η μεταψυχροπολεμική περίοδος βρίσκεται κοντά στο τέλος της. Η Κίνα είναι μια νέα απειλή για τις ΗΠΑ καθώς διαθέτει οικονομική ισχύ, τεχνολογική υπεροχή και στρατιωτική υπεροπλία. Η Ρωσία είναι επίσης μια δύναμη που ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ προσπαθεί να κάνει μια συμφωνία με τον Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία σε μια προσπάθεια να αποσπάσει την Ρωσία από την αγκαλιά της Κίνας και της Ευρασίας. Επιπλέον, οι BRICS+ έχουν δημιουργήσει μια οικονομική συμμαχία η οποία συνεχώς διευρύνεται και απειλεί την ηγεμονία του δολαρίου. Ο Τραμπ λοιπόν έχει επιβάλει δασμούς σε μια προσπάθεια να μειώσει τις εισαγωγές στις ΗΠΑ και να τονώσει την εγχώρια παραγωγή. Όμως αυτή η πολιτική προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στην παγκόσμια οικονομία.
Η πολιτική Τραμπ διακρίνεται από τον ωμό ρεαλισμό και επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Η πολιτική Τραμπ δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ισχύ υποβαθμίζοντας συχνά το διεθνές δίκαιο. Ο Τραμπ θαυμάζει τους ισχυρούς και αυταρχικούς ηγέτες που με την ισχύ τους επιβάλλουν τετελεσμένα. Οι ΗΠΑ του Τραμπ συνομιλούν απευθείας με την Ρωσία για την επίλυση του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και παραμερίζοντας του Ευρωπαίους αλλά και τους άμεσα ενδιαφερομένους Ουκρανούς. Επίσης, ο Τραμπ εγκωμίασε τον Ερντογάν για την παρέμβαση του στη Συρία. Αυτό δείχνει ότι σε μια διαμάχη ο Τραμπ θα πάρει το μέρος του ισχυρού και δεν θα δώσει σημασία στο διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο γα τη χώρα μας που έχει απέναντι της μια αναθεωρητική Τουρκία που αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο. Από την άλλη μεριά, η πολιτική Τραμπ προσφέρει και ευκαιρίες για την αναβάθμιση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μας τις οποίες θα αναλύσουμε εκτενώς σε αυτό το άρθρο.
Η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος
Σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να προωθήσει τα συμφέροντα της στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας είναι η ενέργεια η οποία αποτελεί βασικό εργαλείο γεωπολιτικής ισχύος. Η ανάγκη απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο δίνει την δυνατότητα στην Ελλάδα να γίνει ενεργειακός κόμβος στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Τραμπ δίνει μεγάλη σημασία στην αξιοποίηση των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου παρέχοντας έτσι ασφάλεια στην Ελλάδα έναντι του Τουρκικού αναθεωρητισμού. Σίγουρα, οι ΗΠΑ έχουν μεγάλα συμφέροντα στην Τουρκία αλλά από την άλλη πλευρά η δυνατότητα της χώρας μας να μεταφέρει το Αμερικανικό LNG στην Ευρώπη και οι έρευνες για υφρογονάνθρακες στο Ιόνιο από την Exxon Mobil και στο ανατολικό Αιγαίο από τη Chevron αναβαθμίζουν την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας. Ήδη, η Ελλάδα παρέχει ενέργεια στην Ευρώπη μέσω του αγωγού TAP και έχει και τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη.
Ένα μεγάλο θέμα είναι ο ηγεμονικός ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα, ο οποίος είναι ήδη εμφανής και στην χώρα μας καθώς οι ΗΠΑ δεν βλέπουν με καλό μάτι την παρουσία της κινεζικής COSCO στο λιμάνι του Πειραιά που αποτελεί βασικό κόμβο της κινεζικής στρατηγικής στην Ευρώπη. Μάλιστα, ως αντίβαρο, προωθείται ένα σχέδιο για την παραχώρηση του λιμένα της Ελευσίνας στις ΗΠΑ που προβλέπει την παραχώρηση 400 στρεμμάτων στη χερσαία ζώνη του λιμανιού, την μετατροπή της περιοχής σε εμπορικό, ενεργειακό και τεχνολογικό κόμβο, τη σιδηροδρομική σύνδεση με το Θριάσιο Πεδίο και το εθνικό δίκτυο. Το έργο θα προβλέπει υποδομές LNG και τον εκσυγχρονισμό ναυπηγοεπισκευαστικών δραστηριοτήτων. Ο φόβος των ΗΠΑ για πιθανή εισχώρηση των Κινέζων και σε άλλες ελληνικές υποδομές τις έχει κινητοποιήσει να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Η Κίνα εδώ και αρκετά χρόνια δημιουργεί τον νέο «Δρόμο του Μεταξιού», ένα από τα πιο φιλόδοξα γεωοικονομικά σχέδια παγκοσμίως που θα ενώσει εμπορικά την Κίνα με την Ευρώπη μέσω μιας εκτενούς δικτύωσης σιδηρόδρομων, λιμένων και ενεργειακών δικτύων. Το έργο αυτό δεν είναι μόνο εμπορικού χαρακτήρα αλλά αποτελεί και στρατηγικό εργαλείο διεύρυνσης της κινεζικής επιρροής σε Ασία και Ευρώπη. Ως απάντηση στον «Δρόμο του Μεταξιού», προωθείται από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, ο IMEC (India- Middle East-Europe-Economic Corridor), σκοπός του οποίου είναι η ενδυνάμωση εμπορικής και οικονομικής διασύνδεσης μεταξύ Ινδίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης μέσω συνδυασμένων οδικών, σιδηροδρομικών, ναυτιλιακών, ενεργειακών και ψηφιακών υποδομών. Ο IMEC παρέχει την δυνατότητα να ενισχύσει διαφοροποίηση εφοδιαστικών αλυσίδων και οικονομικών δικτύων, μειώνοντας την εξάρτηση από την Κίνα. Η Ελλάδα μπορεί να παίξει κομβικό ρόλο στον IMEC λόγω θέσεως και να ενισχύσει και τις σχέσεις της με την Ινδία. Η Ελλάδα αποτελεί κόμβο για πολλούς εμπορικούς διαδρόμους και πρέπει να διαπραγματευτεί πολυεπίπεδα ώστε να έχει τα μέγιστα οφέλη από κάθε συνεργασία με την Δύση ή την Ανατολή.
Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό
Στα ελληνοτουρκικά έχουμε νέες προκλήσεις καθώς οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελούν προτεραιότητα για τον Τραμπ. Εντάσσονται σε ένα ευρύτερο παζάρι ισχύος, όπου το ζητούμενο είναι η σταθερότητα εντός του ΝΑΤΟ χωρίς αμερικανικό κόστος. Η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί ελληνοτουρκική σύγκρουση, όχι όμως επειδή στηρίζει το διεθνές δίκαιο, αλλά διότι μια κρίση στο Αιγαίο θα αποδυνάμωνε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ σε μια περίοδο έντονου ανταγωνισμού με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Η στάση αυτή μεταφράζεται σε έντονη πίεση για διάλογο με την Τουρκία κρατώντας συχνά ίσες αποστάσεις. Αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις του Αμερικανού Πρέσβη των ΗΠΑ στην Άγκυρα Τομ Μπάρακ ο οποίος είπε ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα κράτη στην περιοχή αλλά η συνεργασία και η ανάπτυξη. Ξεχνάει όμως τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας που απειλεί την χώρα μας με πόλεμο αν δεν υποχωρήσουμε από τα κυριαρχικά μας δικαιώματα υπό το διεθνές δίκαιο. Δυστυχώς, η πολιτική Τραμπ εξισώνει την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας με τη νόμιμη άμυνα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Συνεπώς, η λογική Τραμπ θεωρεί ότι εφόσον δύο σύμμαχοι διαφωνούν, οφείλουν να τα βρουν, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται υποχωρήσεις ή συμβιβασμούς για την Ελληνική πλευρά.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να κάνει συμβιβασμούς στα ελληνοτουρκικά καθώς το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος της. Η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Μια δυνητική υποχώρηση μας από την δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων μας στα 12 ναυτικά μίλια θα εκληφθεί από την Τουρκία ως ήττα της Ελλάδας και θα απαιτήσει την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ένα τέτοιο σενάριο θα ισοδυναμούσε με την αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο το 1967 που είδαμε που οδήγησε. Η Ελλάδα δεν πρέπει να συμβιβαστεί καθώς σήμερα διαθέτει ενισχυμένο γεωπολιτικό αποτύπωμα, σύγχρονα οπλικά συστήματα, στρατηγικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, αυξημένη σημασία ως ενεργειακός και διαμετακομιστικός κόμβος στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η Σούδα και η Αλεξανδρούπολη αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για την αμερικανική στρατηγική, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου ο Τραμπ επιδιώκει να περιορίσει την κινεζική επιρροή σε λιμάνια και logistics. Αυτό ακριβώς το σημείο συνιστά και το βασικό διαπραγματευτικό χαρτί της Αθήνας. Σε αντίθεση με την Τουρκία, η Ελλάδα δεν αμφισβητεί τη Δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας, δεν παίζει διπλό παιχνίδι με αντίπαλα στρατόπεδα και δεν εργαλειοποιεί κρίσεις. Ο Τραμπ μπορεί να αγνοεί τη ρητορική περί δικαίου αλλά κατανοεί άριστα τη σημασία της αξιοπιστίας που η χώρα μας διαθέτει.
Για την Κύπρο, το στοίχημα στην εποχή Τραμπ είναι να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική της αξία στον τομέα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και, ταυτόχρονα, να αποφύγει τον πειρασμό μιας λύσης που θα βαφτιστεί «ρεαλιστική», αλλά θα νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής, δηλαδή λύση δύο κρατών. Η Κύπρος έχει έρθει κοντύτερα με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ κατά τον πόλεμο στη Γάζα και μπορεί να διεκδικήσει ένα σημαντικότερο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, μπορεί να παίξει ρόλο στους ενεργειακούς διαδρόμους από το Ισραήλ μέχρι την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Για την Ελλάδα και την Κύπρο, η πρόκληση είναι να προσαρμοστούν στο νέο ενεργειακό περιβάλλον, αναδεικνύοντας τον ρόλο τους ως πυλώνες σταθερότητας και αξιόπιστοι εταίροι των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, οι νέες προκλήσεις της εποχής Τραμπ μπορούν να γίνουν ευκαιρίες για την χώρα μας για να επιλύσουμε χρόνια προβλήματα υπέρ μας. Η Τουρκία έχει δυσαρεστήσει τις ΗΠΑ με τα παιχνίδια της με την Μόσχα αλλά και με την αναθεωρητική πολιτική της στην Μεσόγειο. Όσο και αν ο Τραμπ έχει συμφέροντα στην Τουρκία, έχει μεγάλη ανάγκη την Ελλάδα που είναι μέλος της ΕΕ και διαθέτει ενεργειακό πλούτο. Οι ΗΠΑ θα εντείνουν την προσπάθεια εξοβελισμού της Κίνας από την Ευρώπη και γι’ αυτό θα κάνουν προσπάθειες ενίσχυσης της παρουσίας τους στην Ελλάδα. Η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο και να μην υποχωρήσει από τα κυριαρχικά της δικαιώματα καθώς η γεωστρατηγική της θέση αλλά και το διεθνές δίκαιο της το επιτρέπουν.
∗ Ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος είναι Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Τμήματος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Αντιπρόεδρος/Διευθυντής του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ). Είναι Διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου Kent. Έχει Μεταπτυχιακό στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Έχει σπουδάσει Νομικά στο Leicester University, Διεθνείς Ευρωπαϊκές Σπουδές στο South Bank University του Λονδίνου και Δημοσιογραφία στο London School of Journalism. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας όπου διδάσκει Ευρπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και στο IST College. Είναι τακτικός Αρθρογράφος σε γνωστές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες ενώ συμμετέχει και σε τηλεοπτικές εκπομπές.

















Leave a comment