ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ

Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Οκτωβρίου 1946 όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Βρετανός σερ Γκάθρεϊ Λόρενς, πήρε τη θέση του στη έδρα έχοντας πλάι του τους άλλους τρεις δικαστές (Αμερικανό, Ρώσο, Γάλλο). Εκείνο το κρύο και μουντό φθινοπωρινό πρωινό, τα βλέμματα του βαριά πληγωμένου πλανήτη ήταν στραμμένα στην πόλη της Νυρεμβέργης, όπου επρόκειτο να ανακοινωθεί η ετυμηγορία του Διεθνούς Στρατοδικείου, που δίκαζε κορυφαία στελέχη των ναζί (όσα είχαν απομείνει εν ζωή) ως υπαίτια για τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην αίθουσα 600 των δικαστηρίων επί της οδού Furter Strasse 110, οι 22 κατηγορούμενοι και οι παράγοντες της δίκης, όπως και η ανθρωπότητα όλη, ανέμεναν με αγωνία την απόφαση και στις υπόλοιπες εγκαταστάσεις του κτιριακού συγκροτήματος στήνονταν ήδη με άκρα μυστικότητα αγχόνες.

To δικαστικό μέγαρο ήταν ένα από τα ελάχιστα κτίρια που δεν είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στο κέντρο της μεσαιωνικής πόλης, έδρας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, τόπος συνεδρίων, παρελάσεων κ.λπ. των ναζί. Για λόγους συμβολισμού οι νικητές επέλεξαν το τραυματισμένο από τις βόμβες δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης για να δικάσουν εκεί τους χιτλερικούς.

Η ώρα (Γερμανίας) ήταν 9.04 όταν ο Λόρενς ξεκίνησε την αναγγελία των ποινών: Δώδεκα καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών, εκ των οποίων οι δέκα εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, τρεις σε ισόβια, τέσσερις σε ποινές φυλάκισης από 10 έως 20 χρόνια, ενώ τρεις αθωώθηκαν (ο Γκέρινγκ αυτοκτόνησε στο κελί του την παραμονή του απαγχονισμού του. Ο Μάρτιν Μπόρμαν δικάστηκε απών. Τα ίχνη του χάθηκαν τη νύχτα της 1ης Μαΐου 1945. Τίποτα δεν βρέθηκε που να επιβεβαιώνει τα περί αυτοκτονίας του).

Ο επίλογος θα γραφτεί δύο εβδομάδες μετά, και συγκεκριμένα τη νύχτα της 15ης προς τη 16η Οκτωβρίου, σε μια παράγκα, πίσω από την αίθουσα 600, όπου οι Σύμμαχοι είχαν στήσει κρεμάλες. Δεν κράτησε περισσότερο από μιάμιση ώρα η διαδικασία. Ξεκίνησε στη 1.10 και στις 2.40 μετά τα μεσάνυχτα όλα είχαν τελειώσει.

«Ενας ένας οι κατάδικοι οδηγήθηκαν μπροστά στον Αμερικανό επιλοχία Τζον Γουντς, έναν άνθρωπο με ρωμαλέο σώμα και παχύ πρόσωπο που εκτελούσε χρέη δημίου», έγραψε ο Γάλλος δημοσιογράφος Σάσα Σιμόν, από τους λίγους που παρακολούθησαν τους απαγχονισμούς. «Πρώτος κρεμάστηκε ο Ρίμπεντροπ. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του ικριώματος ενώ τον υποβάσταζαν δύο της στρατιωτικής αστυνομίας, αναφώνησε: “Ο Θεός ας σώζει τη Γερμανία”. Ο δήμιος του πέρασε τη μαύρη κουκούλα στο κεφάλι και τον κόμπο του σχοινιού γύρω από τον λαιμό, ακούστηκε ένα μουγκρητό και το κορμί του Ρίμπεντροπ βρέθηκε στο κενό. Ακολούθησαν ο Κάιτελ, ο Γιοντλ, ο Ρόζενμπεργκ και οι υπόλοιποι…».

Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, οι Γερμανοί επέλεξαν να θυμίσουν στην ανθρωπότητα τη «μητέρα των δικών», που εκτός της παραδειγματικής τιμωρίας των πρωτοκλασάτων ναζί έθεσε και τα θεμέλια του διεθνούς ποινικού δικαίου, με μια θεατρική παράσταση την ημέρα της επετείου, στον ίδιο χώρο, από το Δημοτικό Θέατρο Νυρεμβέργης, υπό τον τίτλο «Αίθουσα 600: αναζητώντας τα ίχνη». Με τη διαφορά ότι τίποτα τώρα σε αυτό τον χώρο δεν θύμιζε το «τότε».

Οι Αρχές της πόλης, μετά τον πόλεμο, φρόντισαν να εξαλείψουν κάθε ίχνος που θα μαρτυρούσε το σκοτεινό παρελθόν. Μόνο… δυο πάγκοι στους οποίους κάθονταν κατηγορούμενοι ναζί έχουν απομείνει από την αίθουσα 600, όπου επί ένα χρόνο (1945-1946) παρέλασαν μάρτυρες και ακούστηκαν πράγματα που δεν χωρούσε ανθρώπου νους. Και ως προς τα πρόσωπα, εν ζωή βρίσκεται σε γηροκομείο της Χαϊδελβέργης μόνο μία γυναίκα, η Ελίζαμπεθ Ντιρκς, γραμματέας συνηγόρου των Ες Ες στη δίκη. Σε ηλικία 96 χρόνων και με προχωρημένη άνοια, όμως, τελεί σε αδυναμία επαφής με το περιβάλλον. 

dikazontas-xana-toys-nazi0
Η θεατρική παράσταση του Δημοτικού Θεάτρου της Νυρεμβέργης φιλοξενήθηκε στην αίθουσα 600, η οποία ωστόσο δεν θυμίζει σε τίποτα τον χώρο όπου τελέστηκε η μεγαλύτερη δίκη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Φωτ. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ

Με αφορμή την επέτειο, η «Κ» φιλοξενεί τις αφηγήσεις δύο Ελλήνων διερμηνέων, της Αλεξάνδρας Ανδρούτσου που έζησε από κοντά τη δίκη (απεβίωσε το 2012) και του Θόδωρου Ραδίσογλου, ο οποίος εργάστηκε τη δεκαετία του ’70 στα δικαστήρια της Νυρεμβέργης και μελέτησε τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εκεί.    
Ο κ. Ραδίσογλου, επίσημος διερμηνέας – μεταφραστής από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 στα δικαστήρια της Νυρεμβέργης –«ένας από τους τελευταίους διερμηνείς στην αίθουσα 600, απόγονος των ιστορικών διερμηνέων της Δίκης της Νυρεμβέργης, που γνωρίζει κάθε σπιθαμή της και ξέρει πού καθόταν ποιος», όπως μας συστήνεται–, παρακολούθησε τη θεατρική «δίκη» και περιγράφει το πώς οι συντελεστές της, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, επιχείρησαν να αναβιώσουν την τότε (1945-1946) πολύπλοκη ακροαματική διαδικασία, εκπέμποντας και τα σχετικά μηνύματα, σε μια εποχή που η φιλοναζιστική Ακροδεξιά στη Γερμανία, και όχι μόνο, βρίσκει όλο και περισσότερα ευήκοα ώτα. Μας ξεναγεί, ταυτόχρονα, στα σημερινά δικαστήρια της Νυρεμβέργης, όπου «αιωρείται το πνεύμα της μεγαλύτερης δίκης που έγινε ποτέ».

«Η Δίκη της Νυρεμβέργης ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικά στην ιστορία της φημισμένης αίθουσας, στον ίδιο ακριβώς χώρο. Οι Γερμανοί σκηνοθέτες, Ντούρα και Kροέσινγκερ, γνωστοί ντοκιμαντερίστες θεατρικών έργων, χώρεσαν ολόκληρο το υλικό της Δίκης σε μιάμιση ώρα. 

»Μια ανοιχτή σκηνή με είκοσι μεγάλους ξύλινους κύβους και χιλιάδες σελίδες εγγράφων και δικαστικών φακέλων αποτελούσαν τα σκηνικά. Οι πέντε ηθοποιοί, που άλλαζαν ρόλους, ήταν πότε κατηγορούμενοι και κατήγοροι, πότε δικαστές και μάρτυρες, και άλλοτε πάλι διερμηνείς, που μιλούσαν στις τέσσερις γλώσσες της δίκης. Σε μια μεγάλη οθόνη οι θεατές έβλεπαν βίντεο με αυθεντικά στιγμιότυπα από τη Δίκη, ενώ συγχρόνως οι ηθοποιοί έπαιζαν ζωντανά τις ίδιες σκηνές. 

»Ο Ρόμπερτ Τζάκσον (ο περιώνυμος κατήγορος Αμερικανός δικαστής) “απήγγειλε” τον περίφημο εναρκτήριο λόγο του και το κατηγορητήριο, που έχει χαρακτηριστεί ως υπόδειγμα δικονομικής ρητορικής. Ο κατηγορούμενος Γκέρινγκ προσπάθησε να δικαιολογήσει τις πράξεις του, ο μάρτυρας Ολεντορφ απαντάει με κυνισμό ότι οι περιβόητες ομάδες του σκότωσαν εν ψυχρώ 90.000 Εβραίους, κομμουνιστές, τσιγγάνους κ.ά., ενώ η Γαλλίδα μάρτυρας Βαϊλάντ-Κουτουριέ εξιστορεί με άφατο πόνο και αντικειμενικότητα την καθημερινότητα στο Αουσβιτς. 

»Στο τέλος προβλήθηκαν όλες οι περιπτώσεις ναζιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων στη Γερμανία από το 1946 μέχρι και σήμερα. Κλείνοντας οι ηθοποιοί αναρωτήθηκαν, σε ρόλους σημερινών παιδιών και εγγονών των κατηγορουμένων, γιατί δεν πρόλαβαν να ρωτήσουν τον πατέρα ή τον παππού τους τι έκανε στην Ελλάδα…».

dikazontas-xana-toys-nazi2

Ο διερμηνέας Θόδωρος Ραδίσογλου με την Ελίζαμπεθ Ντιρκς, τελευταία επιζήσασα των συντελεστών της Δίκης. Σήμερα, 96 χρόνων πλέον, ζει σε γηροκομείο της Χαϊδελβέργης.

«Εσβησαν» τα ίχνη της Ιστορίας από το δικαστικό μέγαρο

Ηταν μόλις 23 ετών όταν, το 1973, ο Θόδωρος Ραδίσογλου πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του δικαστικού μεγάρου της Νυρεμβέργης. Ιδέα δεν είχε, στην αρχή, όπως λέει, για τα όσα είχαν διαδραματιστεί στην αίθουσα 600, όπου στη συνέχεια και επί μισόν αιώνα σχεδόν θα εργαζόταν αδιαλείπτως ως διερμηνέας-μεταφραστής σοβαρών ποινικών υποθέσεων με εμπλοκές αλλοδαπών. «Δεν ήξερα τίποτε απολύτως, ούτε υπήρχε κάτι που να μαρτυρεί τα ιστορικά γεγονότα. Το δικαστικό μέγαρο παραδόθηκε από τους Αμερικανούς στις γερμανικές δικαστικές υπηρεσίες τον Δεκέμβριο του 1969, οπότε άρχισε να χρησιμοποιείται εκ νέου ως δικαστήριο. Ο τότε πρόεδρος του εφετείου, Χάουτ, διέταξε να επανέλθει η αίθουσα στην πρότερη κατάσταση και να της “αφαιρεθεί” η ατμόσφαιρα των Δικών της Νυρεμβέργης εναντίον των εγκληματιών πολέμου. Η επίπλωση των ετών 1945-46 απομακρύνθηκε και καταστράφηκε· δύο πάγκοι των κατηγορουμένων γλίτωσαν την πυρά και εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Μνήμης της Νυρεμβέργης. 

Η αίθουσα δεν έπρεπε να θυμίζει καθόλου τη δίκη. Ο Χάουτ τα πέταξε όλα, έδρανα, ηχητικές εγκαταστάσεις, πάγκους, δεν άφησε τίποτα. Εφερε ξυλουργό και τα ξήλωσε. Αλλαξε μέχρι και τη θέση των εδράνων των δικαστών. Κατά τύχη γλίτωσαν δύο πάγκοι και ένας μεγάλος πίνακας ηλεκτρολογικών συνδέσεων. Ούτε μικρόφωνα ούτε ακουστικά. Μόνο κάποιες φωτογραφίες του Ρέιντα Ντάριο, επίσημου φωτογράφου των Αμερικανών, δείχνουν πώς ήταν τότε η αίθουσα. Οταν ο αρχιτέκτονας Τεν Κάινλι, ο οποίος την είχε αναμορφώσει το 1945 για τις ανάγκες της δίκης, ήρθε να τη δει στη δεκαετία του ’70 έμεινε με το στόμα ανοικτό, διότι δεν τη γνώρισε, δεν είχε τίποτα δικό του».

Πλην της περίφημης αίθουσας 600, ούτε οι άλλοι βοηθητικοί χώροι επέζησαν της βιασύνης των γερμανικών αρχών να σβήσουν τα εναπομείναντα ίχνη της δίκης. «Τα ιστορικά κελιά που “φιλοξένησαν” τον Γκέρινγκ και τους άλλους κατεδαφίστηκαν και χτίστηκαν στον χώρο οι καινούργιες φυλακές. Μόνο το παλιό ασανσέρ διά του οποίου μετέφεραν στην αίθουσα τους κρατουμένους υπάρχει κάπου σκουριασμένο. Επίσης ο χώρος όπου έστησαν τις κρεμάλες, δύο ή τρεις ήταν, δεν υπάρχει πια. Ηταν μια ξύλινη παράγκα την οποία όσο κρατούσε η δίκη χρησιμοποιούσαν ως γήπεδο του μπάσκετ οι Αμερικανοί φρουροί. Τη νύχτα των απαγχονισμών, για να μην προκαλέσουν υποψίες ότι εκεί θα στηθούν οι αγχόνες, άφησαν φρουρούς να παίζουν μέχρι αργά το βράδυ μπάσκετ, αλλά κάποια στιγμή άρχισαν να ακούγονται θόρυβοι από κατασκευαστικές εργασίες και εκεί κατάλαβαν όλοι ότι επίκειται το κρέμασμα».

Στην ερώτησή μου γιατί πιστεύει πως οι Γερμανοί βιάστηκαν τόσο πολύ να εξαφανίσουν έναν «αδιάψευστο μάρτυρα» του παρελθόντος τους, υποστηρίζει: «Διότι στην πόλη της Νυρεμβέργης, οι δικαστές ήθελαν να εξαλείψουν αυτό το κομμάτι. Οπως και όλη η μεταπολεμική γενιά. Οι παππούδες των σημερινών Γερμανών δεν μιλούσαν για τον πόλεμο και τον Χίτλερ. Εξάλλου, πάρα πολλοί μετέπειτα δικαστές ήταν ναζί. Εκτός από τη μεγάλη δίκη, στο μέγαρο αυτό έγιναν αργότερα, άλλες δώδεκα παρεπόμενες δίκες, τις οποίες διεξήγαγαν αποκλειστικά οι Αμερικανοί. Υπήρχαν τόσο τρομερά εγκλήματα που έπρεπε να δικάσουν πολλούς άλλους, αλλά οι καιροί δεν το επέτρεπαν. Υπήρχαν φωνές στρατηγών, επιστημόνων, νομικών, που έλεγαν “σταματήστε να εκτελείτε γιατί δεν θα μείνει στο τέλος κανένας”».

Μπορεί ο Γερμανός εφέτης να ήθελε να κρατήσει το δικαστικό μέγαρο μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ώστε να σβήσει το ενοχλητικό ιστορικό του φορτίο, όμως παραήταν φιλόδοξο και προκλητικό να το αποχαρακτηρίσει ως τόπο μνήμης της ανθρωπότητας.

«Ο κόσμος, ιδίως οι Αμερικανοί, έρχονταν και ήθελαν να δουν την περίφημη αίθουσα. Στις αρχές, αν είχε κάποιος δικαστής κλειδιά τούς άνοιγε και έβλεπαν τον χώρο. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη και το 2000 έγινε το πρώτο άνοιγμα στην αίθουσα, οπότε μου επέτρεψαν να κάνω εκεί την έκθεση φωτογραφίας για τους διερμηνείς της Δίκης της Νυρεμβέργης, δουλειά που βραβεύτηκε ως πρωτοποριακή από την κυβέρνηση της Βαυαρίας. Ημασταν οι πρώτοι που ανοίξαμε την αίθουσα για εκδήλωση».

Οι Αρχές, συνειδητοποιώντας ότι εκατομμύρια άνθρωποι απ’ όλο τον πλανήτη ήθελαν να επισκεφθούν τον χώρο και καθώς οι ίδιοι οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να ομιλούν ανοιχτά πλέον για το θέμα ταμπού, ίδρυσαν, το 2010, Μουσείο Μνήμης εκεί. Δέκα χρόνια μετά, το 2020, η αίθουσα 600 έπαψε οριστικά να λειτουργεί και το κτιριακό συγκρότημα παραχωρήθηκε στον δήμο της Νυρεμβέργης, που έχει αποδυθεί σε εκστρατεία για να χαρακτηριστεί μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

«Το εγχείρημα δεν προχωράει. Προσκρούει στο ότι δεν υπάρχουν πρωτότυπα αντικείμενα από την ιστορική δίκη γιατί φρόντισαν οι ίδιοι να τα καταστρέψουν. Ετσι, το αφήγημα που προβάλλει η πόλη είναι ότι “μπορεί να μην έχουμε τα αντικείμενα που να θυμίζουν τη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά σε αυτήν εξακολουθεί να αιωρείται το πνεύμα της σημαντικότερης δίκης που έγινε ποτέ”».

Κλείνοντας την «περιήγηση» στο στοιχειωμένο δικαστήριο της Νυρεμβέργης, ρώτησα τον Θόδωρο Ραδίσογλου τι αισθανόταν ο ίδιος  μπαινοβγαίνοντας επί μισόν αιώνα στην ιστορική αίθουσα 600. «Σεβασμό γι’ αυτό που έγινε σε αυτόν τον χώρο», απάντησε.

Η Ελληνίδα συνεργάτις του ανακριτή

Ηταν 28 χρόνων τότε η Αλεξάνδρα Ανδρούτσου από τη Σαντορίνη, η οποία έζησε από «πρώτο χέρι» τη δίκη των χιτλερικών, συμμετέχοντας στην ανακριτική διαδικασία που εξελίχθηκε και αυτή στο σημερινό κτίριο ως διερμηνέας – δακτυλογράφος του Γάλλου ανακριτή Πιερ Μουνιέ. «Ζήσαμε και εργαστήκαμε επί ένα χρόνο σε μια κατεστραμμένη πόλη με 45.000 άταφα πτώματα γύρω μας», περιέγραψε σε συνέντευξή της στον γράφοντα («Κ», 6 Νοεμβρίου 2005).

«Πήγαμε στη Νυρεμβέργη σχεδόν ένα μήνα πριν από την έναρξη της δίκης. Η πόλη ήταν ισοπεδωμένη, λίγα κτίρια είχαν μείνει όρθια και μεταξύ αυτών σαν από θαύμα το δικαστικό μέγαρο, όπου εγκαταστάθηκε το διεθνές δικαστήριο. Το τρομερό ήταν ότι κάτω από τα χαλάσματα υπήρχαν 45.000 πτώματα. Κινδυνεύαμε από ασθένειες και για να προστατευτούμε εμβολιαστήκαμε, ενώ για τον λόγο αυτό μας εγκατέστησαν σε κάποια σπίτια, σε απόσταση 45 χιλιομέτρων από την πόλη, τα οποία μετατράπηκαν σε ξενοδοχεία για τις ανάγκες των χιλιάδων ξένων που είχαμε φτάσει στη Νυρεμβέργη. Ενα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι σύμμαχοι μετά την εγκατάσταση των αντιπροσωπειών τους ήταν να οργανώσουν ταξίδι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, έξω από το Μόναχο, για να δούμε από πρώτο χέρι τα όσα φρικιαστικά που θα ακούγονταν στη δίκη για τα κρεματόρια.

dikazontas-xana-toys-nazi4
Η διερμηνέας – δακτυλογράφος Αλεξάνδρα Ανδρούτσου συμμετείχε στις ανακρίσεις των ναζί. Πέθανε το 2012.

»…Οταν μπήκα την πρώτη φορά στο κελί του Γκέρινγκ φοβήθηκα τόσο που έτρεμαν τα χέρια μου και δεν μπορούσα να κρατήσω σημειώσεις. Ο ανακριτής θύμωσε και μου είπε πως αν και την επόμενη φορά τρέμει το χέρι μου θα αναγκαστεί να με αλλάξει. Τότε συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν και ότι έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου.

»…Τους κρατούμενους τους έφερναν έναν έναν στο ειδικό κελί όπου ο ανακριτής τους υπέβαλε πολλές ερωτήσεις και εγώ κρατούσα σημειώσεις. Τους ρωτούσε κυρίως για τον πόλεμο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις μαζικές εξοντώσεις. Οι περισσότεροι απαντούσαν γενικόλογα στις ερωτήσεις, υποστηρίζοντας πως ό,τι έκαναν το έκαναν γιατί εκτελούσαν άνωθεν εντολές. Μόλις ολοκληρωνόταν η ανάκριση τους διάβαζα την κατάθεση, αυτοί άλλαζαν διάφορα πράγματα. Υπογράφαμε ο κατηγορούμενος, ο ανακριτής και εγώ και μετά ο κρατούμενος οδηγούνταν στο κελί του».

«Τι εντύπωση σας έδωσαν αυτοί οι άνθρωποι, πώς αντιμετώπιζαν την όλη κατάσταση;», τη ρώτησα. «Να σας πω. Ο Γκέρινγκ, τον οποίο είδα τρεις φορές που τον ανέκρινε ο Μουνιέ, έδειχνε ενδιαφέρον άνθρωπος. Ηταν σκληρός και μου έμεινε η φράση του ότι αν κέρδιζαν οι Γερμανοί τον πόλεμο, στη θέση των κατηγορουμένων θα ήταν οι σύμμαχοι. Ο Κάιτελ, ο Ρόζενμπεργκ που επίσης ανακρίναμε έδειχναν φοβισμένοι για το τέλος που τους περίμενε. Οι περισσότεροι ήταν αγνώριστοι, δεν είχαν καμιά σχέση μ’ εκείνους τους αγέρωχους στρατιωτικούς και ηγέτες που βλέπαμε παλαιότερα στις εφημερίδες.

»…Δουλεύαμε από το πρωί έως τις 11 το βράδυ οπότε μας έπαιρναν με λεωφορεία και μας πήγαιναν στα ξενοδοχεία έξω από την πόλη. Οι μετακινήσεις στην πόλη απαγορεύονταν για λόγους ασφαλείας, αλλά και πού να πηγαίναμε, αφού όλα ήταν κατεστραμμένα; Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν ήταν ή ζητιάνοι ή κάποιοι που επέζησαν και αναζητούσαν στα χαλάσματα τα πτώματα των δικών τους. Αναγκαζόμασταν να οργανώνουμε κάποια πάρτι μεταξύ μας στα ξενοδοχεία. Στο δικαστικό μέγαρο τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά. Δεν επιτρεπόταν να μιλάμε με συνηγόρους κρατουμένων και τις γραμματείες τους, το ίδιο και με τα μέλη άλλων αντιπροσωπειών και ειδικά με τους Ρώσους. Υπήρχε μεγάλη καχυποψία».

Η Αλεξάνδρα Ανδρούτσου έφυγε από τη ζωή το 2012, με τη Δίκη της Νυρεμβέργης να της έχει σφραγίσει τη ζωή. «Με το τέλος της δίκης, όποια δουλειά και αν έκανα μου φαινόταν ανιαρή. Η δίκη αυτή με σημάδεψε…», μου είχε εξομολογηθεί. 

Ντοκουμέντα από τα «Ατομικά Κατηγορητήρια»

dikazontas-xana-toys-nazi6

Ντοσιέ του Γάλλου ανακριτή Μουνιέ, που βρίσκονται στη διάθεση της «Κ», με αποδεικτικό υλικό για την ενοχή τεσσάρων εκ των κατηγορουμένων, των  Κάιτελ, Γιοντλ, Ρόζενμπεργκ και Γκέρινγκ. Ειδικά τον τελευταίο ο ανακριτής τον χαρακτηρίζει «ένοχο για όλα» τα εγκλήματα των ναζί.

Η «Κ» δημοσιεύει αποσπάσματα από αυθεντικά έγγραφα της Δίκης της Νυρεμβέργης (τα αρχεία έχουν μεταφερθεί σήμερα από τη Νυρεμβέργη στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για Εγκλήματα Πολέμου στη Χάγη, που διαδέχτηκε αυτό που δίκασε τους ναζί), όπως τα συνέταξε ο Γάλλος ανακριτής Μουνιέ με τη μορφή –έτσι τα χαρακτηρίζει ο ίδιος στο εξώφυλλο των ντοσιέ– «Ατομικών Κατηγορητηρίων», τεσσάρων εκ των κατηγορουμένων, των Γκέρινγκ, Κάιτελ, Γιοντλ και Ρόζενμπεργκ.
Ο ανακριτής Μουνιέ ενισχύει με αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής, που προέκυψαν από τις ανακρίσεις που διενήργησε στους κατηγορουμένους, τη σύνταξη του συνολικού κατηγορητηρίου των γαλλικών Αρχών. Κάνει εκτενή αναφορά στην αρπαγή σπουδαίων έργων τέχνης από τη Γαλλία στο πλαίσιο της λεηλασίας που έγινε στην κατεχόμενη Ευρώπη, με ενορχηστρωτή τον «φιλόσοφο» του ναζισμού και θεωρητικό της «Τελικής Λύσης» Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ.

Στον φάκελο για τον Ρόζενμπεργκ, αλλά και σε αυτόν του Γκέρινγκ, ο Μουνιέ, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι αφαιρέθηκαν από τη Γαλλία 21.900 σπουδαία έργα τέχνης, από 208 κατόχους, και περιγράφει τη μέθοδο που επινοήθηκε για να «νομιμοποιηθεί» η λεηλασία.

«Για να δώσουν επίφαση νομιμότητας στην αρπαγή χρησιμοποίησαν λεξιλόγιο που θύμιζε οικονομική συναλλαγή, “πείθοντας” την κατοχική γαλλική κυβέρνηση (σ.σ. Βισύ) να δώσει “άδεια εξαγωγής” στα έργα τέχνης». «…Στα χιλιάδες έργα τέχνης υπήρχαν μερικά που ανήκαν στην “εκφυλιστική τέχνη” και δεν τους ενδιέφεραν».

Στον φάκελο του Γκέρινγκ ο Μουνιέ σημειώνει ότι οι Γερμανοί είχαν χωρίσει σε τέσσερις κατηγορίες τα κλεμμένα έργα τέχνης:

1. Αυτά που προορίζονταν για τον Φύρερ.

2. Εκείνα που θα πλούτιζαν τη συλλογή του «Στρατάρχη της Αυτοκρατορίας» Γκέρινγκ.

3. Κάποια που θα παρέμεναν υπό την «εποπτεία» του Ρόζενμπεργκ.

4. Αυτά που θα εκτίθεντο σε μουσεία του Ράιχ.

«…Ειδικά για τα έργα του Λούβρου, πρώτος θα ικανοποιείτο ο Χίτλερ, δεύτερος ο Γκέρινγκ», αναφέρει ο Μουνιέ, που πάντως καταχωρεί μαρτυρίες του Γκέρινγκ, ο οποίος εμφανίζεται να κατηγορεί τον Ρόζενμπεργκ ότι κατακρατούσε για λογαριασμό του έργα τέχνης που ανήκαν στο Ράιχ, αλλά και του Χανς Φρανκ (απαγχονίστηκε για εμπλοκή στο Ολοκαύτωμα και στις φρικαλεότητες στην Πολωνία), ο οποίος εμφανίζεται να λέει ότι «όλα τα έργα τέχνης κατέληξαν στον Γκέρινγκ και ο Χίτλερ δεν πήρε τίποτα».

Ο Μουνιέ χαρακτηρίζει τον Γκέρινγκ «ένοχο για όλα» τα εγκλήματα των ναζί και σημειώνει:

«Ηταν ο πληρεξούσιος της εκτέλεσης του τετραετούς προγράμματος που συνίστατο στο να εφοδιάζει με ανθρώπινους πόρους (σ.σ. καταναγκαστική εργασία) την πολεμική προσπάθεια των Γερμανών. Εργάτες, Γάλλοι, Βέλγοι, Ολλανδοί, χρησιμοποιούνταν βίαια στα εργοστάσια πολεμικού υλικού προς όφελος της Γερμανίας. Παραβίαζαν έτσι τις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης περί στρατιωτικής κατοχής τρίτης χώρας».

Περιγράφει επίσης εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Μαουτχάουζεν τονίζοντας πως «ο Γκέρινγκ ούτε αγνοούσε ούτε θα μπορούσε να αγνοεί τα όσα γίνονταν εκεί και επομένως έχει απόλυτη ευθύνη», και καταγράφει την εμπλοκή του στην οικονομική λεηλασία των κατεχόμενων χωρών, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας.

«Οι γερμανικές αρχές κατοχής υποχρέωναν τις κατεχόμενες χώρες να εκδίδουν κατοχικά δάνεια με τα οποία χρηματοδοτούσαν την κατοχή τους, πλήρωναν τους Γερμανούς για να τις κατέχουν», γράφει και παραθέτει μια περίπτωση κατά την οποία «η οικογένεια Βέντελ στη Λωρραίνη έχασε όλα της τα εργοστάσια, που μετονομάστηκαν σε “Εργοστάσια Χέρμαν Γκέρινγκ”». Κατηγορεί, τέλος, τον Γκέρινγκ ότι γνώριζε, συμφωνούσε και κατηύθυνε την «Τελική Λύση» και τα ιατρικά πειράματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης…

Photo: Οι ναζί στο εδώλιο. Το δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης ήταν από τα ελάχιστα κτίρια που δεν ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στην πόλη, έδρα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Για συμβολικούς λόγους οι νικητές επέλεξαν το τραυματισμένο κτίριο για να δικάσουν εκεί τους χιτλερικούς. Φωτ. AP

Σταύρος Τζίμας

 

 

 

Πηγή: Kathimerini.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *