ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΡΚΩΝ, ΑΖΕΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ;

Του Γιώργου Μενεσιάν*

Με αφορμή τα γεγονότα στον Καύκασο και τις συγκρούσεις Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, ακούμε για τις σχέσεις Τουρκίας – Αζερμπαϊτζάν και για την ρητορική περί «Δύο κρατών, ενός έθνους». Πρόκειται για το ίδιο έθνος; Ποια η σχέση των χωρών αυτών με τα υπόλοιπα τουρκογενή φύλα; Στο παρόν άρθρο θα περιγράψω τις εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες που απαρτίζουν τον Τουρκικό ή καλύτερα Τουρκογενή Κόσμο (Turkic όχι Turkish), καθώς και τις σχέσεις της Τουρκίας με τους πληθυσμούς αυτούς.

Οι τουρκογενείς γλώσσες αποτελούν μια μεγάλη ομάδα γλωσσών η οποία ανήκει στην ακόμα μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια των αλταϊκών γλωσσών, μαζί με τις μογγολικές και τουνγκουζικές γλώσσες (ορισμένοι εντάσσουν και τις ιαπωνικές και κορεατικές γλώσσες στις αλταϊκές!).

Οι τουρκικές γλώσσες χωρίζονται σε έξι υποκατηγορίες:

1. Οι γλώσσες Oghuz: οι Oghuz γλώσσες αποτελούν την μεγαλύτερη ομάδα των τουρκογενών γλωσσών. Σε αυτήν περιλαμβάνονται και τα τουρκικά τα οποία μιλούνται (σε διάφορες διαλέκτους) κυρίως στην Τουρκία, αλλά και σε άλλες κοινότητες στο Ιράκ, την Συρία, την Κύπρο, την Ελλάδα (Θράκη), την Βουλγαρία, την Βόρεια Μακεδονία, το Κόσοβο και σε μικρότερο βαθμό στη νότια Ρουμανία.

Η πιο κοντινή στα τουρκικά γλώσσα είναι τα αζερικά. Οι περισσότεροι Αζέροι δεν κατοικούν στο Αζερμπαϊτζάν, αλλά στο βόρειο Ιράν (στις επαρχίες του Δυτικού και Ανατολικού Αζερμπαϊτζάν, καθώς και στις επαρχίες Αρνταμπίλ και Ζαντζάν). Αζερικές κοινότητες κατοικούν επίσης στο Νταγκεστάν (Ρωσία), τη νότια Γεωργία, αλλά και στην Τουρκία, στις επαρχίες Καρς, Αγρί και Αρνταχάν (η κοινότητα των Καραπαπάκ). Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς και πανεπιστημιακούς, οι γλώσσα των Τουρκομάνων στο Ιράκ μοιάζει περισσότερο με τα αζερικά παρά με τα τουρκικά.

Στην κατηγορία αυτή υπάγεται και η γλώσσα των Γκαγκαούζ οι οποίοι αποτελούν μια τουρκογενή αλλά ορθόδοξη μειονότητα στην Μολδαβία και στην επαρχία της Οδησσού (Ουκρανία).

Τέλος, μέρος των Oghuz γλωσσών είναι και τα τουρκμενικά τα οποία ομιλούνται στο Τουρκμενιστάν και το βόρειο τμήμα του Αφγανιστάν, τα Χορασανί (στο βορειοανατολικό Ιράν), καθώς και τα Κασκάι στο νότιο Ιράν.

2. Οι γλώσσες Karluk: Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα ουζμπεκικά (Ουζμπεκιστάν, βόρειο Τατζικιστάν, βόρειο Αφγανιστάν και βόρειο Τουρκμενιστάν) και η γλώσσα των Ουιγούρων της επαρχίας Σιντσιάνγκ στην Κίνα. Στην ομάδα ανήκουν και οι γλώσσες Αϊνού και Ίλι Τούρκι οι οποίες ομιλούνται στην Κίνα από λίγες μόλις χιλιάδες και θεωρούνται γλώσσες υπό εξαφάνιση.

3. Στην συνέχεια, έχουμε τις γλώσσες Kipchak: αυτή μεγάλη υποομάδα γλωσσών περιλαμβάνει την καζακική (Καζακστάν, επαρχία Σιντσιάνγκ, δυτική Μογγολία, ρωσο-καζακική μεθόριος) τα κιργιζικά (Κιργισία, επαρχία Σιντσιάνγκ), τα ταταρικά στην επαρχία του Ταταρστάν (Ρωσία), τα Μπασκίρ στο Μπασκορτοστάν (Ρωσία), τα Καρακαλπάκ (δυτικό Ουζμπεκιστάν), τα ταταρικά της Κριμαίας και της Σιβηρίας, τα Κουμούκ και τα Νογκάι στο Νταγκεστάν (Ρωσία), καθώς και τα Καρατσάι και τα Μπάλκαρ τα οποία ομιλούνται στις αυτόνομες Δημοκρατίες των Καρατσάι – Τσερκεσίων και Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια στον ρωσικό Καύκασο.

4. Οι σιβηρικές τουρκικές γλώσσες: οι σιβηρικές τουρκικές γλώσσες, όπως προδίδει το όνομά τους, ομιλούνται στην Σιβηρία και περιλαμβάνουν τα Γιακούτ, τα Τούβα, τα Αλτάι και άλλες, μικρότερες σε αριθμό ομιλητών, γλώσσες.

5. Η πέμπτη κατηγορία είναι η Khalaj γλώσσα η οποία ομιλείται στο σημερινό Ιράν. Οι ομιλούντες της εν λόγω γλώσσας έχουν περιοριστεί στις 19.000 και κατοικούν στο κεντρικό και νότιο Ιράν.

6. Τέλος, υπάρχει η υποομάδα των Oghur από την οποία η μόνη γλώσσα που έχει επιβιώσει και ομιλείται έως σήμερα είναι η τσουβασική γλώσσα η οποία ομιλείται στην Τσουβασία (Ρωσία). Σε αυτή την κατηργορία ανήκε και η γλώσσα των παλαιών Βουλγάρων ή αλλιώς Τουρκοβουλγάρων.

Η πιο ισχυρή τουρκογενής χώρα είναι αναμφίβολα η Τουρκία. Μια πρώην αυτοκρατορία η οποία ουσιαστικά δεν έχει υπάρξει ποτέ κάτω από ξένο ζυγό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μεν μια τουρκική αυτοκρατορία, έδινε ωστόσο περισσότερο βάρος στον θρησκευτικό της χαρακτήρα. Δεν προσπαθούσε λοιπόν να αναπτύξει τόσο στενούς δεσμούς με τις υπόλοιπες τουρκογενείς κοινότητες σε γειτονικές ή μη περιοχές. Αυτό άλλαξε με την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία. Ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν ο τουρκικός εθνικισμός, ο παντουρκισμός και ο παντουρανισμός. Ο τελευταίος προωθεί τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία μεταξύ των λαών τουρανικής καταγωγής (από τα τουρκικά και τα μογγολικά φύλα, μέχρι τους Ούγγρους, τους Φινλανδούς και τους λαούς της Σιβηρίας).

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτητοποίηση αρκετών τουρκογενών χωρών, η Τουρκία προσπάθησε να αποκτήσει στενές οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές σχέσεις με τα κράτη αυτά, αλλά και γενικότερα με τις τουρκογενείς κοινότητες και μειονότητες απανταχού. Αυτή η πολιτική έχει προωθηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια από τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. Η Τουρκία προσπάθησε να ακολουθήσει τον δρόμο της ήπιας ισχύος για να ενισχύσει τους δεσμούς της με τα τουρκογενή κράτη και κοινότητες. Αυτό το καταφέρνει είτε με την ίδρυση διεθνών οργανισμών όπως το Τουρκικό Συμβούλιο, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση Τουρκόφωνων Χωρών, ο Διεθνής Οργανισμός Τουρκικού Πολιτισμού, η Διεθνής Τουρκική Ακαδημία κοκ., είτε με την στήριξη τουρκικών κρατών ή κοινοτήτων σε διάφορα ζητήματα. Προσπαθεί επίσης να τονώσει τα τουρκικά αισθήματα διαφόρων κοινοτήτων ανακαλώντας το οθωμανικό τους παρελθόν ή κατασκευάζοντας σχολεία, πολιτιστικά κέντρα και τεμένη.

Φυσικά, η πολιτική αυτή δεν ήταν απολύτως επιτυχής. Για πολλά χρόνια (1993-2016), Τουρκία και Ουζμπεκιστάν είχαν προβληματικές διμερείς σχέσεις. Επίσης, η Τουρκία δεν έχει ισχυρή παρουσία στην Κεντρική Ασία. Ακόμη, τα συμφέροντα που έχει η Τουρκία δεν της επέτρεψαν να αντιδράσει αποφασιστικά, όπως όφειλε, στην προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσους και στην παραβίαση των δικαιωμάτων των Ουιγούρων από την Κίνα . Από την άλλη, έχουμε δει την Τουρκία να παρεμβαίνει στρατιωτικά με αφορμή την ύπαρξη τουρκικών μειονοτήτων. Αυτό συνέβη στην Κύπρο και στην Συρία (εν μέρει).

Έτσι φτάνουμε και στο Αζερμπαϊτζάν. Το 1991, η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Αρμενία. Ωστόσο, τα γεγονότα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ οδήγησαν στην διακοπή διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, στο κλείσιμο των συνόρων και στην υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν είτε τυπικά (με την αποστολή εξοπλισμών) είτε άτυπα (μέσω της μεταφοράς Γκρίζων Λύκων στο μέτωπο με την Αρμενία). Σήμερα, σε μια εποχή που ο Ερντογάν έχει κάνει στροφή προς τον παντουρκισμό η βοήθεια προς το Αζερμπαϊτζάν είναι πολύ πιο μεγάλη. Η εμπλοκή της Άγκυρας στις εν εξελίξει συγκρούσεις οφείλονται σε τρεις παράγοντες:

  1. Στα συμφέροντα που η Τουρκία έχει στον Καύκασο,
  2. Στην αξίωση του Ερντογάν να γίνει η Τουρκία η περιφερειακή υπερδύναμη, και
  3. Στις σχέσεις που έχουν Τουρκία και Αζερμπαϊτζάν, τόσο σε διακρατικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνιών.

Όμως αυτό δεν βλέπουμε να συμβαίνει μεταξύ και άλλων τουρκογενών κρατών. Το Καζακστάν επί παραδείγματι, διατηρεί ουδέτερη στάση στην σύγκρουση Αρμενίας -Αζερμπαϊτζάν.

Συμπερασματικά, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι είναι τουρκικής καταγωγής, η Τουρκία δεν έχει εξαιρετικές σχέσεις με όλα τα κράτη και τις κοινότητες. Προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της σε αυτά μέσω της διεθνούς και περιφερειακής συνεργασίας, καθώς και με την χρήση ήπιας ισχύος, χωρίς να έχει ωστόσο τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η περίπτωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν είναι διαφορετική: πρόκειται για δύο κράτη τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτικά (αμφότερα τα καθεστώτα είναι εθνικιστικά). Η στήριξη της Τουρκίας αποδεικνύει την σημασία της κοινής καταγωγής η οποία, σε συνδυασμό με τα κοινά συμφέροντα και τον φανατισμό των κοινωνιών, μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.

*Ο Γιώργος Μενεσιάν είναι Διεθνολόγος, απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών) και μεταπτυχιακός φοιτητής (MLitt Candidate) του Πανεπιστημίου του St Andrews σε θέματα ασφαλείας για Μέση Ανατολή, Καύκασο και Κεντρική Ασία (Middle East, Caucasus and Central Asia Security Studies). Είναι, επίσης, Δόκιμος Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), συντονιστής της Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας και Ασφάλειας του Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟΡΕΝΕ) και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ). Έχει πλούσια αρθρογραφία πάνω σε διεθνή θέματα στον ελληνικό και διεθνή έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν θέματα στρατηγικών σπουδών, Μέσης Ανατολής & Βορείου Αφρικής και Καυκάσου. Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και αρμενικά.

 

Πηγή: Liberal.gr

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *