ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

Γράφει ο Ι.Ν. Ξυροτήρης*

Που Θα Υπονομευσουν Την Ενταξη (στην ΕΟΚ) Σημείωση “Ανιχνεύσεων” Ο συντάκτης του κειμένου αυτού δεν βρίσκεται στη ζωή. Απεβίωσε πριν μερικά χρόνια σε μεγάλη ηλικία. Πλησίασε τα 100. Έγραφε στην εφημερίδα “Μακεδονία” ως τα βαθιά γεράματα. Υπήρξε Καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο και το διαφύλαξε στο αρχείο του ο Στρατηγός ε.α. Ηλίας Λεοντάρης. Του κ. Λεοντάρη είναι, επίσης, το εισαγωγικό σχόλιο που ακολουθεί.

Με την εισδοχή μας στην ΕΟΚ, για να αξιοποιήσουμε την ευκαιρiα αυτή, τονίσθηκε -πολύ σωστά- από υπεύθυνη θέση, πως οφείλουμε να αναπτύξουμε όλες τις αρετές μας και να περιορίσουμε τα ελαττώματά μας.

Σαν φυλή, έχουμε αναμφισβήτητα πολλές αρετές, τις οποίες όμως αφήνουμε ακαλλιέργητες. ‘Αλλες έμειναν ατροφικές κι άλλες έπαθαν «εξαλλαγή2» κι από αλλαγές ξέπεσαν σέ αδυναμίες. ‘Ετσι σιγά-σιγά αφήνουμε τα ελαττώματά μας να πνίγουν τα προτερήματά μας. Μπαίνουμε σοβαρό εμπόδιο στην εθνική μας προκοπή και πρόοδο. Μερικά, από τα ελαττώματά μας, μας στοίχισαν πολύ. Μας προκάλεσαν εθνικές καταστροφές.

Ο λαός μας στη μακραίωνη ιστορική περίοδο της ζωής του απέκτησε πολλές κακές συνήθειες, ελαττώματα. Άλλα από την ιδιοσυγκρασία του και το φυσικό περιβάλλον του κι άλλα απέκτησε κατά τους δύστυχους χρόνους τής μακραίωνης σκλαβιάς του, Ρωμαιοκρατίας, Τουρκοκρατίας. Κι άλλα πάλι αναφάνηκαν σε χρόνους στερήσεων και κακής διοικήσεως κι άλλα τέλος σε άλλες αντίξοες περιστάσεις του βίου του.

Η ανάγκη της ζωής τού Ρωμιού και η άμυνα του ραγιά, του αδύνατου, κατά της βίας τον ανάγκασαν, τον οδήγησαν προς το ψέμα, στη δολιότητα, στην κρυψίνοια, στην υποκρισία, στη διπλή ηθική, στη μάσκα κλπ: Ωστόσο το κακό κόλλησε ύστερα τόσο καλά, που κι όταν έπαυσαν να υπάρχουν οι αιτίες αυτές, η άναγκη αυτή της ζωής, ο Ρωμιός κράτησε γερά τα μέσα αυτά και τα χρησιμοποίησε και τα χρησιμοποιεί, για να αποφύγει πολλές φορές τις ηθικές υποχρεώσεις του απέναντι τού εθνικού κράτους, απέναντι των νόμων της πολιτείας του.

Πάντως, μερικές φορές ο λαός μας παρουσιάζει -για μικρό δυστυχώς χρονικό διάστημα ψυχικές ανατάσεις. Παρουσιάζει τέτοιες εκλάμψεις ανατάσεως, που αγκαλιάζει φαρδιά-πλατιά την iδέα του καθήκοντος προς την εθνική ολότητα ( 1821, 1912,  1940). Ξυπνούν οι κοιμισμένες αρετές της φυλής μας. Τότε αφομοιωνόμαστε με το σύνολο, συμφιλιωνόμαστε με το κράτος, κυρίως όταν κινδυνεύουνε από εξωτερικούς εχθρούς -άλλά και τότε όχι πάντοτε (1917,1920)- και ενεργούμε κατά τρόπο επαινετό και αξιοζήλευτο. Αφήνουμε το στενό ατομικισμό μας και αιρόμαστε σε κόσμο ιδεατό, υπερπροσωπικό, για να πέσουμε δυστυχώς ύστερα από λίγο χαμηλά, κυλιόμενοι μέσα στα πολλά και θανάσιμα για την προκοπή ελαττώματά μας.

  1. Ατομικισμός

Και πρώτα-πρώτα στην πρόσφιλή μας αδυναμία, τον Ατομικισμό μας στην πιο θλιβερή μορφή του:  στην κατά αδιάντροπο τρόπο στροφή μας  προς το ατομικό μας και μόνον  συμφέρον, προς το άτομό μας και μόνον, που το λατρεύουμε σαν πρωταρχική αξία, που μ’ αυτήν μετρούμε όλα τ’ άλλα υπάρχοντα στον κόσμο. Πρόκειται για μια υπερτροφική ανάπτυξη του εγώ μας, που σκλαβώνει όλα τ’ άλλα στο στενό ατομικό μας συμφέρον. Είναι ο υποκειμενισμός μας που μας παρασέρνει στην υπερεκτίμηση της δικής μας αξίας και στην υποτίμηση της ξένης. Μας οδηγεί  στην αδιαφορία και αρκετές φορές σε αντίθεση με ό,τι βρίσκεται έξω από το στενό κύκλο των συμφερόντων μας. ‘Ενας υποκειμενισμός, που κάνει κάθε αντικειμενική αντίληψη, αν όχι αδύνατη, πάντως εξαιρετικά δύσκολη.

Ο υποκειμενισμός μας μας κρατεί σκλάβους του υποκειμένου μας κατά τρόπο, που δε μπορούμε να προχωρήσουμε σε ενότητες, παρά σχηματίζομε απλώς ενώσεις. Και τούτο, γιατί οι ενότητες απαιτούν συναίρεση του εγώ+εσύ=εμείς. Με άλλα λόγια στις ενότητες χωνεύεται η ατομικότητα μέσα στο αντικειμενικό έργο, ενώ οι ενώσεις κρατούν τα άτομα κλειστά και περιορισμένα μέσα στο εγώ, στο ατομίδιο του επειδή καταρτίζονται με αποκλειστικό σκοπό τήν ακοπώτερη και ασφαλέστερη εξυπηρέτηση των ατομικιστικών και μόνο συμφερόντων εκείνων που τις αποτελούν. ‘Οταν καταρτίζουμε ενώσεις, συλλόγους, ομίλους κλπ, σπάνια φτάνουμε στην ενότητα, άσχετα με τις επωνυμίες, που δίνουμε. Στο βάθος μένουμε πάντα στον ξερό ατομικισμό μας, στον ωμό υποκειμενισμό μας. Η υπερεκτίμηση του προσώπου μας αντιμάχεται το κοινοτικό πνεύμα. Ο ατομικισμός μας στην ωμή μορφή, που μας παρουσιάζεται κάθε ημέρα στη ζωή μας και στις συναλλαγές μας, θα πρέπει να ξέρουμε πως δεν προσφέρεται για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αν δεν τον προσέξουμε, όσο πρέπει.

  1. Καπάτσοι και όχι Ευφυείς.

Η έμφυτη του λαού μας ευφυία, όπως διαπιστώνεται από πολλούς μελετητές, αλλά και όπως μπορεί κανένας εύκολα να διακρίνει στην καθημερινή μας ζωή, δεν προχώρησε πέρα από έναν «ρηχό εγκεφαλισμό» και έναν «άγονο ρητορισμό». Η άξια αντίληψη και η πνευματική ευστροφία μας κατέβηκαν στη στάθμη του τυχοδιωκτισμού ή έμειναν «εξυπνάδα της κατεργαριάς» και της σοφιστείας, καταστάλαξαν στην «καπατσοσύνη» και στον «ατσιδισμό» ή στην «επιτηδειότητα», αυτήν πού τη θαυμάζομε και παραμερίζομε την αξία. Η τάση μας προς τη δημοκρατία κατάντησε σε παχυλή υποκρισία δημοκρατικότητας.

Είναι σωστό, πως καμαρώνομε για την τετραπερατοσύνη μας και την εξυπνάδα μας και τις «κατεργαριές», κάτι, που θαυμάζεται ακόμα και στα σχολεία μας. Μεγαλαυχούμε και κομπάζομε για την ελληνική εξυπνάδα, που στην ουσία της και στη έννοια της δύσκολα τη συναντούμε, παρά σκοντάφτομε στο πεδίο αυτό σε κάθε βήμα μας στην άφθονη και ανεξάντλητη πονηριά μας, κάτι που «ταπεινώνει και εξευτελίζει τον ίδιο τον πονηρό άνθρωπο». Η ευφυία, για την οποία κομπάζουμε δυστυχώς μας λείπει, γι’ αυτό και μαθητεύομε αδιάκοπα και κατά εξαντλητικό τρόπο επαναλαμβάνω στην κοντόφθαλμη πονηριά, που σκοτώνει κάθε ανάπτυξη του πνέυματος και κυρίως την ανάπτυξη της ευφυίας. Με τέτοιες ιδιότητες αν προσέλθουμε στην Ευρωπαική Κοινότητα δε θα επιβιώσουμε εύκολα.

  1. Έξυπνος, δηλαδή καταφερτζής.

Ποτέ δεν καταπολεμήσαμε από τότε, που ελευθερωθήκαμε, τα ελαττώματά μας. Πως να τα καταπολεμήσουμε, αφού ένας ολόκληρος λαός έχει στο στόμα του τον έπαινο για κείνον, που «τα καταφέρνει»  ν’ αποφεύγει τις υποχρεώσεις του; Χαιρόμαστε τoν «έξυπνο», δηλαδή τον «καταφερτζή». Μια λέξη, που από έννοια ντροπής κατάντησε δυστυχώς στο στόμα των πολλών έπαινος, για να μην πω στο στόμα ενός ολόκληρου λαού. ‘Εχουν και οι λέξεις την ιστορία τους και η εκάστοτε σημασία τους δείχνει την ηθική στάθμη της κοινωνίας. Το πρόσωπο που παινεύουν και το ζηλεύουν, όπου και να σταθήτε, είναι ο «ατσίδας». Το φαινόμενο είναι αποκαρδιωτικό και πιάνει δυστυχώς όλα τα στρώματα της κοινωνίας μας κι όλους τους κλάδους. Αν προσέλθουμε στην Ευρωπαική Κοινότητα, με την πίστη μας στον «ατσιδισμό» μας, δε χρειάζεται σχόλιο για την αποτυχία μας. Ας σοβαρευτούμε λίγο κι ας προσέξουμε μερικά σοβαρά μειονεκτήματά μας. Ας μας γίνει συνειδητό, πως η καταπολέμηση των ελαττωμάτων μας είναι καθαυτό βασικό, μορφωτικό, εθνικό έργο, με τεράστια σημασία από κάθε άποψη.

Ωστόσο η Παιδεία μας δυστυχώς δε στάθηκε με διάθεση να καταπολεμήσει τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας ψυχολογημένα, συστηματικά και μελετημένα. Αυτή υπερεκτιμά τη νοημοσύνη με την κοινή αντίληψη της εξυπνάδας, δηλαδή του ατσιδισμού τόσο, ώστε ν’ αντισταθμίζει παραδόσεις ηθικής υφής. «Ναι», ακούει σχεδόν κατά κανόνα κανένας στα σχολεία μας, αλλά κι έξω άπ’ αυτά, στό κοινωνικό μας κλίμα, «έκανε τούτο ή  το άλλο -όχι βέβαια ηθικό- αλλά είναι έξυπνος, καλός στα μαθήματά του…». Κι όλα αυτά λέγονται, για να μειώσουν  το αξιόμεμπτο της ηθικής παράβασης. Λέγονται από τους ίδιους τους καθηγητές του, ως αντιστάθμισμα, γιατί κι αυτοί οι φορείς της αγωγής που ζουν μέσα στο γενικό πνεύμα τοποθετούν τις ξερές απλώς γνώσεις και τη νοημοσύνη, τύπου «εξυπνάδας», μορφής «ατσίδα», σε υψηλότερο σημείο από την αλήθεια, τον ηθικό χαρακτήρα, το μετρημένο στοχασμό. Κι όταν καμιά φορά αγανακτούμε, δεν αγανακτούμε τόσο για την ηθική παράβαση, όσο γιατί στάθηκε τόσο «κουτός» παραβάτης, να αποκαλυφθεί, να πιαστεί. Αγανακτούμε γιατί δεν έδειξε «καπατσοσύνη» και «ατσιδισμό». Με τέτοιο νόημα αν προσέλθουμε στην Ευρωπαική Κοινότητα και στην Κοινή Αγορά, γρήγορα θα μας κλειστούν οι πόρτες.

  1. Η καχυποψία μας

Επί αιώνες ήμασταν υποχρεωμένοι να ελπίζουμε με την καχυποψία, με την εξαπάτηση ενός σκληρού αφέντη, κατακτητή. Ο Έλληνας της εποχής της σκλαβιάς του δεν μπορούσε παρά να αναπτύξει την καχυποψία του. Περιβαλλόταν από τόσες ύποπτες καταστάσεις, ώστε η ειλικρίνεια να σήμαινε το θάνατό του και την καταστροφή του. Δεν ήταν υποχρεωμένος, αν ήθελε να επιβιώσει κάτω από τις επάλληλες  υποδουλώσεις να στέκεται με ειλικρίνεια και αθωότητα. Δεν είναι βέβαια εύκολο σ’ ένα λαό να αποβάλει ό,τι γυμνάσθηκε να τελειοποιήσει και να σφυρηλατήσει επί αιώνες. Ωστόσο δεν κάναμε δυστυχώς και καμιά σοβαρή προσπάθεια για να μειώσουμε το κακό. Το κακό είναι, που για το ελάττωμα αυτό, όπως και τόσα άλλα, το κρατήσαμε και στις μετέπειτα σχέσεις, όταν ελευθερωθήκαμε. Δυστυχώς η περιρρέουσα την κοινωνία μας ατμόσφαιρα είναι φοβερά φορτισμένη από την καχυποψία. Ο ένας υποπτεύεται τον άλλον. Προχωρούμε στη ζωή με την καχυποψία εσωτερικά φωλιασμένη. Η πλατιά εξαπλωμένη καχυποψία και δυσπιστία ανάμεσά μας στήνει τέτοια φράγματα στις ανθρώπινες σχέσεις, ώστε και στην πιο ευνοϊκή περίπτωση να στεκόμαστε ο ένας κοντά στον άλλον βουβοί, αμίλητοι ή και να μιλούμε στους άλλους έτσι και τέτοια μόνον, για να τους εξαπατήσουμε. Όπου βρίσκεται η δυσπιστία, εκεί χάνεται, θάβεται η κατανόηση, η ειρηνική συμβίωση και αφανίζεται η εμπιστοσύνη. Χωρίς όμως την αμοιβαία εμπιστοσύνη δε μπορούν άνθρωποι και καλής ακόμα θελήσεως, να φτάσουν σε καρποφόρα αποτελέσματα συνεργασίας ούτε στις προσωπικές σχέσεις τους ούτε στις πλατύτερες της ζωής τους. Η εμπιστοσύνη είναι η βάση κάθε κοινής ενέργειας, Δυσκολευόμαστε να κατακτήσουμε την εμπιστοσύνη, γιατί πάντα ξεκινούμε και μένομε στην καχυποψία και στη δυσπιστία. Δύο δίδυμα βασικά κοινωνικά ελαττώματα, επάνω στα οποία, όπως είπαν, «στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα του νεοελληνικού βίου μας».

  1. Ψέμα και νοθεία.

Συντροφιά με την καχυποψία και τη δυσπιστία πορεύεται και το ψέμα και η νοθεία. Και τα δυο αυτά ελαττώματα μας έχουν γίνει καθεστώς. Είναι πια μια φυσική κατάσταση, όπως και η αθέτηση του λόγου, η από σκοπού απατηλή έκφραση, η σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας, των γεγονότων ή η εθελημένη αβεβαιότητα και ασάφεια ή το αμφιλεγόμενο, η προσποίηση και η υποκρισία. Όλα αυτά τα συνακόλουθα του ψεύδους και του πλαστού, δυστυχώς μας έχουν γίνει εσωτερική ζωή.

Η αλήθεια ανάμεσά μας είναι κάτι το ακριβό, αλλά και κάτι το σπάνιο, κάτι το εξαιρετικά σπουδαίο τόσο για την ατομική ψυχική υγεία του ατόμου, όσο και γενικά για την κοινωνική ζωή μας. Η σταθερότητα της κοινωνικής ζωής απειλείται εκεί, εκεί που στη θέση της αλήθειας θέτομε το «επάνω- κάτω», την αβεβαιότητα, την απάτη, την υποκρισία, την ανακρίβεια, την ανευθυνότητα. Προσφιλής μας κατάσταση. Ο ψεύτης, ο απατεώνας, ο υποκριτής, ο νοθευτής της αλήθειας, ο διαστροφέας και ο παραμορφωτής των γεγονότων είναι από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς της κοινωνάς, πιο επικίνδυνοι και από τον κλέφτη. Και τούτο γιατί την κλεψιά ως ένα σημείο μπορεί κανένας να την προλάβει, την ψευτιά όμως όχι, γιατί ο ψεύτης μοιάζει με τον κιβδηλοποιό. Ο Δάντης στην «Κόλασή» του αναγνωρίζει ανάμεσα στους πολλούς, όλους τους κολασμένους εκτός από τους ψεύτες, γιατί αυτοί δεν έχουν πια πρόσωπο. Η κιβδηλία και ψευτιά σκότωσε το καθετί, σκότωσε την προσωπική ζωή τους. Δεν είναι πια τίποτε άλλο παρά αντανακλάσεις των ευκαιριών, προσαρμογή στην περίσταση, δειλία και προτροπάδην φυγή από την πραγματικότητα. Η εικόνα του Δάντη μας δίνει παραστατικότατα την ακαθόριστη και αγνώριστη φυσιογνωμία του ψεύτη.

Η περιρρέουσα την κοινωνία μας ατμόσφαιρα είναι τόσο φορτισμένη από την ψευτιά, φαινόμενο, που δεν ενοχλεί σχεδόν κανένα, όσο και από τη νοθεία, που ξεκινά από τα τρόφιμα, καθημερινή πια της ζωής μας πείρα και φτάνει ως τις ιδέες. Νοθεύουμε τα πάντα. Είναι σκληρά τα παθήματα, που ως τώρα έχουμε υποστεί σε ό,τι αφορά στα νοθευμένα προϊόντα, που στέλνουμε στις ξένες αγορές, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, χωρίς λύπη». Και τα αποτελέσματα; Να μας τα στέλνουν πίσω και να τα δεχόμαστε ντροπιασμένοι. Ας μας γίνουν τα παθήματα μαθήματα. Με τέτοια «εξυπνάδα», «ατσιδισμό» και «καπατσοσύνη δεν είναι δυνατό να επιβιώσουμε μέσα στον ανταγωνισμό της Ευρωπαϊκής Αγοράς αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία. Αν θέλουμε να μην εξαπατούμε πια τον εαυτό μας και τους άλλους, τους ξένους, που δεν είναι τόσο «κουτόφραγκοι», όσο εμείς, ο περιούσιος λαός της «καπατσοσύνης», του «ατσιδισμού», της πονηρίας και της «νεοελληνικής εξυπνάδας», του νομίζομε και τους ονομάζομε. Εμείς που δε σεβόμαστε την αξία παρά θαυμάζουμε την επιτηδείοτητα του επαίνου με τον «καταφερτζή», αυτόν που αποφεύγει να κανει το χρέος του.

  1. Ευσυνειδησία και Χρέος.

Πρέπει να μάθουμε να κάνουμε το χρέος μας. Ευσυνειδησία και χρέος είναι δύο έννοιες στενά δεμένες. Ωστόσο για μας τους Νεοέλληνες συγγενείς έννοιες είναι η ευσυνειδησία και η κοροιδία. Όποιος εργάζεται ευσυνείδητα, αυτός κατά κανόνα θεωρείται «κορόιδο». Είμαστε λάτρεις του «ήσσονος κόπου». Μηχανευόμαστε τα πάντα, για να εργαζόμαστε όσο το δυνατό λιγότερο και χειρότερα. Η κακοτεχνία είναι καθεστώς πια. Πώς να μην είναι, αφού την εργασία την αντικρίζουμε σαν αγγαρεία; Παντού, όπου μας καλεί το χρέος, εκεί οραματιζόμαστε την αγγαρεία. Δεν εργαζόμαστε μόνο ράθυμα, άθυμα, με έκδηλη ραστώνη, παρά εμποδίζουμε σε ομαδικό έργο και το διπλανό μας.

Τον ειρωνευόμαστε, αν δείχνει προθυμία και ευσυνειδησία στην εργασία του, που φτάνομε μερικές φορές να τον απομονώνουμε από τους άλλους, σα να είναι λεπρός, γιατί έδειξε πως αντικρίζει το χρέος του με ευσυνειδησία και να εκτελεί την εργασία του με «μεράκι».

Ο ευσυνείδητος δεν αμείβεται. Ο ασυνείδητος όχι μόνο δεν τιμωρείται, παρά μερικές φορές και αμείβεται, ενώ κατά κανόνα ο ευσυνείδητος μυκτηρίζεται ως «αγαθούλης» ο καημένος, δηλαδή «χαζούλης», «που πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι», τουτέστιν εκτελεί το χρέος του, εργάζεται ευσυνείδητα. Αυτή είναι η περιρρέουσα την κοινωνία μας ατμόσφαιρα. Έπαινος στον «καταφερτζή», σ’ αυτόν που αποφεύγει το χρέος του και ωστόσο ανεβαίνει και περιφρόνηση, στην καλύτερη περίπτωση, απλή συγκατάβαση και θλιβερή ανοχή στον ευσυνείδητο. Νομίζω, πως δε χρειάζεται σχόλιο για την εισδοχή μας στην Κοινή Αγορά και στο τι πρέπει να μας γίνει συνειδητό και πως πρέπει να προσέλθουμε.

  1. Ανυπακοή και αυτοπροβολή.

Υπάρχει μια ακόμη ομάδα ελαττωμάτων μας: η τάση για την παράβαση των νόμων και η ανυπακοή μας σ’ αυτούς. Η έλλειψη πειθαρχίας και τάξεως, η αυθάδεια και η απέχθεια προς το κύρος. Η έλλειψη σεβασμού προς τους ανωτέρους, η ασυνέπεια στο λόγο μας και η έλλειψη συνειδήσεως ευθύνης. Το φαινόμενο της ελλείψεως του αισθήματος ευθύνης είναι θλιβερά εξαπλωμένο. Είναι αποκαρδιωτικό το πόσο απουσιάζει από την κοινωνία μας το αίσθημα της ευθύνης και πόσο μας λείπει το θάρρος και η τόλμη της προσωπικής ευθύνης.

Χαρακτηριστικά μας ακόμη: η τάση μας για επιβολή και δημοσιότητα, η διάχυτα έντονη δυσπιστία μας, που ανέφερα, το ψέμα και η νοθεία των πάντων που «μας έχει γίνει σπορ». Η έντονη αδυναμία μας προς τη φρασεολογία, τις πομπώδεις εκφράσεις. Η φιλαρχία και η καταστροφική δημαγωγία. Το σαράκι της δολερής διχόνοιας, ο εύκολος κομματισμός και το παραθρεμμένο εγώ μας, που το τοποθετούμε πάνω από το νόμο. Ο πλαστός πόθος για ισότητα – όχι βέβαια απέναντι των νόμων – γιατί δεν απορρέει από αγάπη προς τη δικαιοσύνη αλλά από φθόνο – αυτός που είναι πλατιά απλωμένος ανάμεσά μας της υπέρτερης αξίας του άλλου…  «Μια κι εγώ δεν είμαι άξιος ν’ ανέβω ψηλότερα από σένα, τουλάχιστον να μην ανέβεις και συ ψηλότερα από μένα. Θα προσπαθήσω με κάθε μέσον να σε γκρεμίσω…». Κανενός είδους υπεροχή δε μας είναι ανεκτή. Κάθε υπεροχή μας προσβάλλει προσωπικά. Κι έτσι επιστρατεύουμε ότι κατώτερο έχουμε, κάθε είδος κειβδηλίας και σοφιστείας, ώσπου να γκρεμίσουμε αυτόν που υπερέχει από εμάς, όσο κι αν είναι ολοφάνερο, πώς εμείς είμαστε κατώτεροί του.

Έχουμε θεοποιήσει το φιλότιμο στην πιο κακή σημασία του. Το φιλότιμο με τη σωστή του σημασία, δηλαδή σαν ένα ανώτερο «Είναι». Η προσπάθεια να αριστεύει κανείς σε όλα εκφυλίσθηκε στην τάση να εκτιμούμε περισσότερο από κάθε άλλο τον εαυτό μας. Έχει καταντήσει : στην αναζήτηση του κολακευμένου ειδώλου μας στα μάτια των τριγύρων μας. Έγινε «νταηλίκι», όπου αγνοούμε, πως καμιά φυσική δύναμη δε φτάνει την ψυχική παλικαριά να μπορείς π.χ. να ξεστομίζεις μιαν αλήθεια, όσο κι αν συμβεί να ζημιωθείς. Η παιδεία μας δε δημιουργεί τέτοια ατμόσφαιρα θάρρους και ηθικής παλικαριάς. Λησμονεί, πως ικανότητες και γνώσεις, χωρίς να συντροφεύονται από μια ηθική ευρωστία, τόλμη και θάρρος προσωπικής ευθύνης όχι μόνο δεν έχουν αξία, παρά είναι κίνδυνος, όχι απλώς σ’ εκείνους που δεν έχουν, ως στείρες και άγονες γνώσεις, αλλά και στους διπλανούς τους, στον κάθε «πλησίον» τους.

Λατρεύουμε το άμεσο κέρδος και την ευκολία

Η κατάκριση είναι στα χείλη όλων μας, ηδονιζόμαστε μ’ αυτήν. Χαιρόμαστε την άρνηση για την άρνηση, όσο κι αν αυτή μπορεί να είναι παράλογη. Το «γιατί εσύ κι όχι εγώ» είναι βασικό χαρακτηριστικό της σκέψης μας και των ενεργειών μας σε όλες τις φάσεις της ζωής μας. Τη συκοφαντία την έχομε όντως αναγάγει από παλιά χρόνια σε υψηλή τέχνη, δυστυχώς σε επιστήμη. Τη διαβολή, δηλαδή την έντεχνη και ύπουλη κατηγορία, όπως και τη δυσφήμηση ή τη σοφιστεία, δηλαδή την τέχνη να διαστρεβλώνουμε την αλήθεια, όχι μόνο δεν τα καταπολεμούμε, παρά τα καλλιεργούμε συνειδητά ή και ασυνείδητα σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις μας και τις συναλλαγές μας.

Δυσκολευόμαστε πολύ, ως το αδύνατο πολλές φορές, να δεχθούμε να παραμερίσουμε τα ατομικά μας συμφέροντα για την ευόδωση ομαδικού έργου. Δεν κρίνομε σχεδόν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή, γι’ αυτό δεν υποτασσόμαστε στην υπεροχή του. Κι εκείνες τις αρετές που έχομε τις διασπαθίζομε σε περιττούς αγώνες. Είμαστε εριστικοί. Κυριαρχεί η εγωπάθεια στην πέρα από τα όρια της υγείας του εγώ μορφή, έξω από τα όρια του δημιουργικού εγώ, που οδηγεί στην ανυπακοή στον νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας. Κι ακόμη παρατηρεί κανένας, πως λείπει αρκετά η παρρησία, γιατί δεν είμαστε «κουτοί», όπως συνήθως λέμε, να ριψοκινδυνεύσουμε το παραμικρό, για να δυσαρεστήσουμε το δυνατό. Πάντως απουσιάζει το θάρρος και η γενναιότητα ν’ αποδοκιμάσουμε το άπρεπο. Φοβόμαστε την ευθύνη και τις συνεπείς. «Εσύ θα διορθώσεις τον κόσμο; Τι σε μέλλει;» λέει ο πατέρας στο παιδί του, «κάνε τη δουλειά σου».

Λατρεύομε το άμεσο κέρδος και την ευκολία. Και η παιδεία μας; Το ίδιο επιδιώκει κι αυτή δηλαδή το κυνήγημα του χαρτιού με κάθε τρόπο και όπως όπως, εκτός από τον κόπο και την εντατική προσπάθεια. Ποιος εργάζεται συστηματικά στον τόπο μας, αφού την εργασία την οραματιζόμαστε σαν αγγαρεία; Το ίδιο και η παιδεία μας δεν πιστεύει τόσο, όσο πρέπει, στην εργασία.

Είμαστε άσσοι της «κομπίνας» αφού όπως είπαν και είναι γνωστό, επαινούμε πάντα τον «κομπιναδόρο». Αυτός θεωρείται και λογιάζεται ως επιτυχημένος κι όχι στους κύκλους των κομπιναδόρων και των ομοίων τους, αλλά και σε όλους τους άλλους κι ακόμα κι εκεί που έπρεπε ποτέ…στα λεγόμενα πνευματικά επαγγέλματα ή ιδρύματα…

Τον απονήρευτο τον υποτιμούμε γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε «έξυπνο» άνθρωπο που να μην κρύβει σκέψεις, σκοπούς κτλ. κατά τρόπο υστερόβουλο. Αφού οι πολλοί κυριαρχούσαμε από κρυψίνοια, καχυποψία, δυσπιστία και ανειλικρίνεια. Η πολιτεία μας, αν κοιτάξεις την ιστορία του πολιτικού μας βίου, θα δεις, πως παρουσιάζει την εικόνα «πεδίου μάχης αντικρουόμενων και συμπλεκομένων ατομικών και μόνον συμφερόντων». Σχεδόν ποτέ δεν μας έγινε συνειδητό εκείνο που όριζε ο Αριστοτέλης, πως η αρετή μιας πολιτείας συνίσταται στη σοφή και δραστήρια αναζήτηση του κοινού καλού. Η μικροπολιτική στην πιο φτηνή μορφή της και η δημαγωγία κρατούν κατά κανόνα –με εξαιρέσεις—σε διαρκή εκνευρισμό το λαό. Στον τόπο μας τα πάντα τα κομματίζομε, τα κομματικοποιούμε. Κανένα σχεδόν εθνικό θέμα δεν ξεφεύγει από την κομματικοποίηση : παιδεία, στρατός, δημόσιες υπηρεσίες κλπ. Κανένα εθνικό θέμα δε μένει αμόλευτο απ΄αυτήν. Κι αυτή ακόμη η καημένη η Πατρίδα. Δυστυχώς πολλές φορές τοποθετήσαμε το κομματικό συμφέρον οι δείλαιοι(άθλιοι), επάνω από την Πατρίδα.

Όλοι μας κάνουμε υπερβολική κατάχρηση της λέξεως Δημοκρατία και καμαρώνουμε αποκαλώντας τους εαυτούς μας δημοκρατικούς. Η δημοκρατία ωστόσο δεν είναι κομπορρημοσύνη, παρά είναι τρόπος ζωής και ποιότητα συμπεριφοράς. Είναι θήμευση σε ευγενείς αγώνες. Μόνο μ’ αυτό το νόημα γίνεται η ζωή μας αξιοβίωτη με τη δημοκρατία κι όχι με το να φλυαρούμε για τα ανεκτίμητα αγαθά της δημοκρατίας ή το χειρότερο, ν’αποκαλούμε τους εαυτούς μας δημοκρατικούς, κομπάζοντας χωρίς φυσικά ούτε στο βαθύτερο νόημα να εισχωρούμε, πολύ δε λιγότερο να εφαρμόζουμε και τις πιο στοιχειώδεις αρχές της. Άλλωστε οι πολλοί, αποκαλώντας τον εαυτό μας με αυταρέσκεια δημοκρατικό, θεωρούμε ως δημοκρατική ελευθερία την αυταρχικότητά μας, τον «ετσιθελισμό» μας, την ικανοποίηση των εμπαθειών μας ή των ιδιοτελών σκοπών μας και πολλές φορές και την αναίδειά μας ακόμη.

Μήπως παίρνουμε είδηση από μια άλλη επίσης υψηλή έννοια, την έννοια της ατομικής ελευθερίας; Αυτή την ταυτίζουμε συνήθως με την αναρχία ή με το να νομίζουμε, ότι έχουμε μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση όπως, ελεύθερος είναι ο ασύδοτος. Ίσως πουθενά να μην έχουν οι δύο αυτές υψηλές έννοιες τόσο κακοποιηθεί, όσο στον τόπο μας, όπου κομπάζουμε, πως από γεννησιμιού μας είμαστε τάχατες δημοκράτες. Η ανωριμότητας μας είναι ακόμη και σήμερα χαρακτηριστική και η περιρρέουσα την κοινωνία μας πολιτική, εκπολιτιστική, παιδευτική, μορφωτική και δημοκρατική ατμόσφαιρα τέτοια, που να ανέχεται αυτά μας τα καμώματα.

 

  1. Πρέπει να παραδεχτούμε και να μη μας κακοφαίνεται ούτε να ψευτοπληγώνεται τάχατες η φιλοτιμία μας, ότι οι αιτίες του κακού δε βρίσκονται έξω από μας, δε φταίνε «οι περιστάσεις», «οι καιροί», «το πνεύμα της εποχής», οι άλλοι, οι τρίτοι, στους ώμους των οποίων ρίχνουμε τα δικά μας αμαρτήματα, παρά το κακό βρίσκεται μέσα μας. Είναι καιρός να πάψουμε να κολακεύουμε τις αδυναμίες μας, να πάψουμε να καμαρώνουμε γι’ αυτές. Ας προσπαθήσουμε να δούμε και πέρα από τη μύτη μας. «Δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας», ούτε «ιχθείς εις πόντον». Κοινός τόπος, θα μου πείτε: Ναι, κι όμως εκ των «ων ουκ άνευ» η συνειδητοποιήση των ελαττωμάτων μας για τη ζωή μας, την πρόοδό μας και για την εθνική μας ακόμη υπόσταση.

Είναι καλή η έξαρση των αρετών μας, όταν γίνεται κατά τρόπο, που να μη φτάνουμε στις δημαγωγικές κολακείες του εαυτού μας. Δεν υπάρχει κανένας λαός χωρίς αρετές και χωρίς ελαττώματα. Τα δικά μας όμως ελαττώματα τ’ αφήνουμε να γίνουν τόσα πολλά, να πνίξουν και τις υπάρχουσες αρετές. Οι αλλαγές δεν έρχονται, απ’ έξω, παρά από μέσα μας. Για να αλλάξουμε, είναι ανάγκη να γνωρίσουμε καλά τι μας φταίει.

Αν δε θέλουμε να την πνίγουμε μέσα στα «βάλτα» των ελαττωμάτων μας, πρέπει ν’αγαπήσουμε την αλήθεια έμπρακτα κι όχι θεωρητικά. Να αφήσουμε κατά μέρος τις «πονηριές», τις «καπατσοσύνες», τις άθλιες αυτοκολακείες μας, τους ναρκισσισμούς μας, πως δώσαμε το φως σ’ όλο τον κόσμο, τη στιγμή που εμείς γυρίζομε στα σκοτεινά, τις φτηνές «ιδεολογίες» μας κλπ. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ως λαός τις αδυναμίες μας, να γνωρίσουμε τις πληγές μας.

Η Παιδεία μας δε στάθηκε δυστυχώς στο ύψος της, ώστε να είναι σε θέση να κατευθύνει τις σκέψεις μας και τις πράξεις μας προς ένα όντως ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Ποτέ δεν πλησίασε προς την υψηλή αποστολή της. Πνίγεται κι αυτή μέσα στα ελαττώματα του λαού μας, όπως και οι φορείς της. Ουσιαστικά και πραγματικά καμία ανάταση. Θεωρητικά μόνο λόγια και αυταπάτες, ψευτοιδανικεύσεις, φενάκη. Λείπει η ειδική και πνευματική γενναιότητα, η παρρησία, από τη λεγόμενη «πνευματική τάξη»  ή ηγεσία.

Με τη σύντομη παρουσίαση, υπενθύμιση των ελαττωμάτων μας, με την ευκαιρία της μελετημένης εισδοχής μας στην Κοινή Αγορά δε δίνω συμβουλές σε κανέναν κι ούτε πρωτόφαντα πράγματα παρουσιάζω, ούτε κάνω ανακαλύψεις. Χιλιοειπωμένα θα πει ο ένας ή ο άλλος ή κάποιος που θα περιμένει να κατεβάσεις τον ουρανό με τ’ άστρα και με κάποια μαγική δύναμη ν’ αλλάξεις τα πράγματα σα να επρόκειτο αυτά ν΄αλλάξουν όχι από μέσα μας, αλλά απ’ έξω. Ωστόσο ο Πλάτων δεν είχε την ίδια γνώμη με τους πολλούς, που περιμένουν τις μαγικές δυνάμεις για ν’αλλάξουμε, και δεν έπαυε να λέει, πως το σωστό και η αλήθεια πρέπει να λέγονται τόσο, που κανένας να μην κουράζεται να τα επαναλαμβάνει. Η αλήθεια αυτή είναι μια αδίστακτη αυτοκριτική μας, ώσπου να μας γίνει συνειδητή η κατάστασή μας, όσο ν’ αφυπνισθούμε από το «νήδυμα».

Δε στηλιτεύω ούτε τιμητής γίνομαι κανενός, όπως ίσως να νόμιζε ο απρόσεκτος αναγνώστης, που δε θα πήρε ποτέ είδηση της πραγματικότητας και φυσικά μέσα στη μακαριότητά του ούτε αγωνιά ούτε ποιεί. Ούτε «κάθημαι και θρηνώ επί ποταμόν Βαβυλώνος», παρά θα ήθελα με το νόημα που ανάφερα παραπάνω, να συνειδητοποιούσαμε το κακό, που βρίσκεται μέσα μας, τον άσπονδο εχθρό του καιρού μας, τον εαυτό μας, εχθρό που κατοικεί μόνιμα και παραδοσιακά πια στα βαθύτερα θυμικά μας στρώματα.

Μόνο όταν συνειδητοποιήσουμε το κακό, τότε μόνο θα μπορέσουμε να το καταπολεμήσουμε. Αφού αποφασίσουμε ν’ άλλάξουμε νοοτροπία, γιατί χωρίς αλλαγή δεν μπορεί να γίνει σε κανένα επίπεδο της κοινωνικής ζωής μας.

Η καταπολέμηση των ελαττωμάτων μας είναι καθαυτό εθνικό μορφωτικό έργο.

Η επιβίωσή μας μέσα στον ανταγωνισμό της Ευρωπαικής Οικονομικής Κοινότητας εμπίπτει κι αυτή στο πρόβλημα αγωγής.

Αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία, δεν ξέρω, αν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα.

Ας αντικρίσουμε με ειλικρίνεια τον εαυτό μας στον καθρέφτη 

 

1.Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 1178, Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 1976

2.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%9E%CE%B7%CF%81%CE%BF%CF%84%CF%8D%CF%81%CE%B7%CF%82

*O  Ι.Ν. Ξυροτήρης Υπήρξε Καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης, σημερινό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

 

 

 

(Το άρθρο εκφράζει αποκλειστικά προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συντάκτη) 

Πηγή: Anixneuseis.gr

 

Related Post

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *