Του Θανάση Τζιούμπα
Στην πατρίδα μας υπήρξαν αρκετοί που θεώρησαν ότι η αύξηση της επιθετικότητας της νεοθωμανικής Τουρκίας ήταν απλά ένα επικοινωνιακό τρικ για να εκβιάσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Δεν ήταν παρά μία ανάγνωση της πραγματικότητας με τα γυαλιά της ελληνικής πολιτικής ζωής, όπου όλα επικεντρώνονται γύρω από τα παιχνίδια (εσωτερικής) εξουσίας.
Αυτό που επακολούθησε ήταν το προφανές: Ο σουλτάνος πρέπει να οδηγήσει σε νίκες το ασκέρι, η παράδοση των γειτόνων είναι αυτή του Βαγιαζίτ Κεραυνού, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς ή του Μωάμεθ του Πορθητή. Το θερμόμετρο ανεβαίνει σε όλα τα σημεία επαφής: Αυτόνομη Δημοκρατία της Δ. Θράκης, «κατεχόμενα από τους Έλληνες τουρκικά νησιά», στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο ακόμη και πέραν του 25ου μεσημβρινού. Και, βέβαια, το κυρίως πιάτο, που στη συγκυρία αυτή είναι η Κύπρος.
Η απειλή πολέμου με την οποία το τουρκικό καθεστώς επιχειρεί να ματαιώσει τις έρευνες για υδρογονάνθρακες και να οικειοποιηθεί τη νομή των κοιτασμάτων είναι μια ποιοτική αναβάθμιση της έντασης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υποστηρίζεται με στρατιωτικά μέσα: όχι μόνο ερευνητικά σκάφη, αλλά σχεδόν όλος ο τουρκικός στόλος επιχειρεί από το Καστελόριζο ως νότια της Πάφου.
Η Τουρκία επιχειρεί μέσω του ΟΗΕ να νομιμοποιήσει τις αξιώσεις της επαναφέροντας τη συζήτηση περί υφαλοκρηπίδας κι όχι ΑΟΖ, όπου η νομολογία είναι εις βάρος της. Κλείνει το μάτι στην Αίγυπτο, καλώντας τη να μοιραστεί το πλιάτσικο και, βέβαια, προβάλλει τις αξιώσεις της με τρόπο που δεν αναφέρεται μόνο στα οικόπεδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά σε όλη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, του Αιγαίου περιλαμβανομένου. Ούτως ή άλλως, για τον τουρκικό σωβινισμό ο ελληνικός χώρος είναι ενιαίος και έτσι αντιμετωπίζεται.
Η στιγμή της κλιμάκωσης και το σημείο που επικεντρώνεται η ένταση μοιάζουν να είναι προσεκτικά επιλεγμένα από την Τουρκία. Ο ελληνισμός οδηγείται σε εναλλακτικές που δεν μοιάζουν ευνοϊκές: Αν επιλέξει την άτακτη υποχώρηση κι αφήσει αναπάντητη την πρόκληση, αποδέχεται τετελεσμένα ασύλληπτης διάστασης. Αν προστρέξει σε «διεθνή» επιδιαιτησία, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη διπλωματική ισχύ της Τουρκίας, που στην παρούσα φάση φαίνεται να έχει τη στήριξη ΗΠΑ, Ρωσίας και Ισραήλ, όσων συνωθούνται για λόγους δικού τους συμφέροντος στα σκαλοπάτια του παλατιού του Ερντογάν. Αν πάλι επιμείνει στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων (όπως φαίνεται να επιλέγει κατ’ αρχήν η Κυπριακή Δημοκρατία) πιθανόν να βρεθεί ενώπιον μιας θερμής κλιμάκωσης, σε μια περιοχή που η ελληνική πολεμική μηχανή δεν μπορεί να ασκήσει αξιόπιστη αποτροπή.
Είναι όλα τόσο μαύρα όσο φαίνεται από πρώτη άποψη; Σίγουρα όχι. Υπάρχουν διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα αποτροπής, που μια αποφασιστική χρήση τους μπορεί να ανατρέψει τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Κατ’ αρχήν ο παράγοντας Αίγυπτος: Η χώρα αυτή έχει υπογράψει οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο και αυτό αποτελεί μια διεθνή συνθήκη που η Τουρκία ευθέως αμφισβητεί.
Ταυτόχρονα, το παρόν καθεστώς της Αιγύπτου έχει κάθε λόγο να βλέπει καχύποπτα την αύξηση ισχύος του τουρκικού παράγοντα, βασικού υποστηρικτή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Ίσως είναι η ώρα να ανοίξει ένα πεδίο κοινής δράσης στην περιοχή που θα αποτελέσει μια απειλή στα πλευρά της τουρκικής στρατηγικής (ας θυμηθούμε τον ρόλο που έπαιξε η συμφωνία με τη Βουλγαρία, στην αντίστοιχη κρίση του ’85). Μια κοινή π.χ. αεροναυτική άσκηση στην περιοχή θα ήταν μια καλή απάντηση στην τουρκική στρατιωτική δράση. Υπάρχουν ακόμη δυνατότητες στο ελληνικό ναυτικό, που μπορούν να αποτελέσουν απρόβλεπτους παράγοντες. Ακόμη κι αν στην επιφάνεια της θάλασσας οι επιχειρήσεις σκαφών, χωρίς αεροπορική υποστήριξη, είναι πέρα από συζήτηση, υπάρχουν και τα υποβρύχια της κλάσης «Παπανικολής».
Όλα αυτά όμως έχουν αξία στα χέρια ηγεσιών που έχουν ως γνώμονα ενεργειών το εθνικό συμφέρον κι όχι την εικόνα και τις οπερετικές εμφανίσεις με στολές παραλλαγής. Επίσης, έχουν αξία για έναν λαό που έχει επίγνωση της ανάγκης εθνικής επιβίωσης, που είναι κάτι διαφορετικό από survivor.
Υπάρχουν τα αποθέματα αυτά;
Από την Ρήξη που κυκλοφορεί