Του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 136
Η πολιτική ανωριμότητα στην Κύπρο ήταν τέτοια, ώστε διεξαγόταν ένας εμφύλιος πόλεμος αλληλεξόντωσης, άλλοτε ψυχρός και άλλοτε θερμός, που εξάντλησε τις δυνάμεις του κυπριακού ελληνισμού. Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές ενεργούσαν σαν να είχαν την αυταπάτη ότι στην περιοχή δεν υπήρχε η Τουρκία, με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες, παρότι κατά καιρούς η τελευταία, με τις ενέργειές της, τις υπενθύμιζε σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η όλη κατάσταση θύμιζε τις εσωτερικές διαμάχες που οδήγησαν το Βυζάντιο σε μεγάλες ήττες. Ο Γ. Γρίβας θεωρείτο μια ανεξέλεγκτη προσωπικότητα, έμπειρος στρατιωτικός, με μεγάλες επιτυχίες στον ανταρτοπόλεμο, αλλά χωρίς τις αναγκαίες πολιτικές ικανότητες.
Αν και χαρακτηριζόταν φιλικός προς τη δικτατορία, ο ίδιος είχε πολλές αμφιβολίες σχετικά με τις προθέσεις της, όσον αφορά την Κύπρο, ενώ πολλά πρόσωπα που επηρεάζονταν από αυτόν, όπως ο Γ. Καρούσος, είχαν διωχθεί για την αντιστασιακή τους δράση. Σε μια εποχή που ήταν αναγκαία η ψυχική ενότητα του ελληνισμού, στην Κύπρο είχαμε συνωμοτικές ενέργειες, δολοφονικές απόπειρες και δολοφονίες. Ουσιαστικά είχε εγκαταλειφθεί η αντίσταση στις τουρκικές επιδιώξεις και ο κυπριακός ελληνισμός αναλωνόταν σε έναν αυτοκαταστροφικό εμφύλιο, που προετοίμαζε τις χειρότερες ημέρες του. Ο Μακάριος πίστευε ότι, ως χαρισματικός ηγέτης ενός μικρού, με μεγάλη όμως γεωπολιτική σημασία, κράτους, θα μπορούσε να ελίσσεται με επιτυχία και να είναι ο αναμφισβήτητος ηγέτης του δεύτερου ελληνικού κράτους. Βεβαίως, αποτελεσματική και φιλόδοξη πολιτική, δίχως τα αναγκαία δημογραφικά μεγέθη και την κρίσιμη στρατιωτική ισχύ, δεν μπορεί να υπάρξει. Τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορούσε να τα αποκτήσει σε κάποιο βαθμό μόνο σε συνδυασμό με το ελλαδικό κράτος. Για την ακρίβεια δίχως την ενιαία άμυνα του ελλαδικού και κυπριακού κράτους, το δεύτερο είναι αδύνατο να επιβιώσει, αλλά και η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο θα τεθεί συνολικά σε αμφισβήτηση από μέρους της Τουρκίας.
Τον Νοέμβριο του 1973 διεξάγεται στη Ρώμη το περίφημο σεμινάριο που, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ήταν μια συντονισμένη προσπάθεια των δυτικών χωρών, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για επίλυση του κυπριακού σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Μεταξύ των άλλων που ειπώθηκαν, ο Σ. Βανς προειδοποίησε την ελληνική πλευρά ότι οι ΗΠΑ δεν επρόκειτο να εμποδίσουν μια τουρκική εισβολή.
Η άνοδος της δικτατορίας Ιωαννίδη επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο νέος δικτάτορας ήταν σαφώς πιο επιπόλαιος, πιο ευκολόπιστος και πιο αδίστακτος από τον προηγούμενο. Άλλωστε η στρατιωτική του εμπειρία περιοριζόταν στη διοίκηση της στρατιωτικής αστυνομίας, δηλαδή ενός σώματος που σε ενδεχόμενο πόλεμο θα είχε έναν ασήμαντο ρόλο. Ο θάνατος του Γρίβα και η εκδίωξη του διαδόχου του, Γ. Καρούσου, επέτρεψε στον Ιωαννίδη να ελέγξει την ΕΟΚΑ Β΄ και να τη στρέψει όχι προς την Ένωση, όπως πίστευαν τα μέλη της, αλλά προς τη διπλή Ένωση, δηλαδή τη διχοτόμηση.
Με αφορμή μια ελάχιστα διπλωματική επιστολή του Μακαρίου προς τη χούντα, ο Ιωαννίδης, από κοινού με τον Γκιζίκη και τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων, αποφασίζουν την ανατροπή του με πραξικόπημα. Το εντυπωσιακό είναι ότι, όπως αποδείχθηκε, παρά τις πληροφορίες που είχε από πολλές πηγές (όπως τη γερμανική πρεσβεία), η χούντα ήταν εντελώς απροετοίμαστη, δεν είχε φροντίσει να έχει διεθνείς συμμαχίες, δεν είχε έτοιμο εναλλακτικό σχέδιο δράσης, για την ακρίβεια επιχειρησιακά αφέθηκε να αιφνιδιαστεί από την τουρκική εισβολή. Δεν ήταν σε θέση, αλλά ούτε επιθυμούσε να κινητοποιήσει τον στρατό, για να υπερασπιστεί τον ελληνισμό, από την Κύπρο ως την Θράκη.
Η επιστράτευση απέτυχε, τα υποβρύχια που ήταν προ της Κερύνειας διατάχθηκαν να γυρίσουν πίσω, το ίδιο και οι υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις. Στην Κύπρο, παρά τις συνεχείς πληροφορίες που υπήρχαν για την επικείμενη εισβολή, ο στρατός δεν κατευθύνθηκε στις προβλεπόμενες από τα σχέδια άμυνας θέσεις διασποράς, ούτε έγινε κάποια ουσιαστική προετοιμασία αντίστασης, ενώ μέχρι την τελευταία στιγμή που ξεκίνησαν οι μάχες δεν αντιμετωπίζονταν ένοπλα οι ρίψεις Τούρκων αλεξιπτωτιστών. Φυσικά, όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η Ένωση στην πραγματικότητα δεν ήταν μέσα στις προθέσεις της δικτατορίας Ιωαννίδη. Διότι, αν επεδίωκε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να ενισχύσει και όχι να αποδυναμώσει τον ελληνικό στρατό στην Κύπρο. Μόνο με ισχυρή ελληνική παρουσία θα μπορούσε να πετύχει κατ’ αρχήν την ντε φάκτο Ένωση.
Ο Μακάριος, από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, μίλησε για «ελληνική εισβολή» που έθετε σε κίνδυνο Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Πρόκειται για ομιλία, εν θερμώ, που έδωσε τα λάθος μηνύματα, εμφάνισε τον ελληνισμό βαθιά διασπασμένο και εύκολο θύμα της τουρκικής επιθετικότητας.
Το 2009, ο Μ. Ιγνατίου, στην εφημερίδα Έθνος, αποκάλυψε έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, που αποδεικνύει πρώτον ότι οι ΗΠΑ γνώριζαν επακριβώς πού θα σταματήσουν οι Τούρκοι εισβολείς και δεύτερον ότι θα μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να σταματήσουν την υλοποίησή του. Βεβαίως και η τότε ΕΣΣΔ ακολούθησε μια αυστηρά ουδέτερη στάση.
Η Τουρκία πάτησε στο νησί, κατέλαβε και κατέχει έκτοτε το 37%, χιλιάδες υπήρξαν οι νεκροί και οι κακοποιημένες γυναίκες, ενώ 200.000 ‘Ελληνες της Κύπρου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Ο σκοτεινός δικτάτορας, η «αρσακειάς», ντροπιασμένος, περιδεής, αποσύρθηκε, η δικτατορία του κατέρρευσε, ενώ οι αρχηγοί των τριών όπλων, με επικεφαλής τον στρατηγό Μπονάνο, που είχαν προηγουμένως διατάξει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ισχυρίζονταν τώρα προς όλες τις πλευρές (ιδιαίτερα στη νέα κυβέρνηση Καραμανλή) ότι δεν μπορούσαν να διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας, ούτε στην Κύπρο, ούτε σε κάποιο άλλο σημείο αντιπαράθεσης. Πλέον, ή θα παρέδιδαν την εξουσία –με αντάλλαγμα να αμνηστευθούν οι πράξεις τους–, ή θα ήταν αυτουργοί μιας ακόμη μεγαλύτερης εθνικής τραγωδίας, που θα τους οδηγούσε στο Γουδί, αλλά και το κοινωνικό καθεστώς συνολικά σε απροσδιορίστων διαστάσεων κρίση. Έπραξαν το πρώτο και διασώθηκαν. Κανένας δεν διώχθηκε, καμία ποινή δεν επιβλήθηκε για το πραξικόπημα στην Κύπρο (ούτε αυτοί που έδωσαν τις εντολές, Μπονάνος, Ιωαννίδης, Γκιζίκης, ούτε οι φυσικοί αυτουργοί, Γεωργίτσης-Κομπότσης), ενώ έκτοτε θεωρείται ότι η απόσταση ανάμεσα στην Κύπρο και το ελλαδικό κράτος είναι δύσκολο να καλυφθεί. Άραγε θα είχαν την ίδια άποψη αν στη θέση της Κύπρου βρισκόταν ένα άλλο κομμάτι του ελληνισμού, για παράδειγμα η Ρόδος ή η Χίος; Βεβαίως, οι ισχυρισμοί αυτοί προφανώς είναι αστείοι, διότι, όπως είδαμε, τη σχετική απόσταση την κάλυψαν τα γερασμένα βομβαρδιστικά του 1964, πόσω μάλλον τα υπερσύγχρονα αεροσκάφη του 1974.
Επιβεβαιώνοντας τις χειρότερες προβλέψεις του Γ. Σεφέρη, η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέρρευσε, με τη μεσολάβηση μιας εθνικής τραγωδίας για την οποία είχε την κύρια ευθύνη (ευθύνες σε μικρότερο βαθμό έχουν όλοι οι ενεχόμενοι και θα πρέπει με ψυχραιμία και σύνεση να αναφερόμαστε και σε αυτές). Παραδίδοντας την εξουσία στη μεταπολίτευση, η οποία δεν κατάφερε με τη σειρά της να σταματήσει την τουρκική προέλαση, κατόρθωσε κάποια από τα στελέχη της να κερδίσουν την ατιμωρησία, αλλά η ιστορία θα είναι αμείλικτη μαζί τους: Θα έχουν την αιώνια καταδίκη της.
Επιλογή Βιβλιογραφίας:
Σπυρίδων Δελλής, Η αυτοθυσία της ΕΛΔΥΚ, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2012.
Κώστας Χατζηαντωνίου, Κύπρος 1954-1974-από το Έπος στην Τραγωδία, εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα 2007.
C.M.Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, εκδόσεις Λιναίος, Αθήνα 2017.
Πηγή: ardin-rixi.gr