Του Γ. Αγγέλη
Σήμερα το απόγευμα στην Ουάσινγκτον ολοκληρώνεται το κρίσιμο διήμερο της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ, στο περιθώριο της οποίας, εκτός απροόπτου, θα αποκρυσταλλωθεί η “φόρμουλα” για την αναδιάρθρωση και τη “βιωσιμότητα” του ελληνικού χρέους.
Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι η σύγκληση της άτυπης ομάδας που έχει πάρει το όνομα “Ουάσιγκτον Γκρουπ” θα είναι η… καταληκτική συνάντηση της διαβούλευσης και σε αυτήν θα διατυπωθούν οι προτάσεις με τις οποίες θα επιχειρηθεί να ευθυγραμμιστούν ΔΝΤ και Ευρωζώνη.
Μέχρι τη στιγμή έκδοσης του “Κεφαλαίου” οι πληροφορίες ανέφεραν ότι οι κινήσεις προσέγγισης έχουν προχωρήσει και δρομολογούνται σε δύο άξονες από την Ευρωζώνη και το Ταμείο:
– Η Ευρωζώνη, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Μαΐου του 2016, προωθεί ένα πακέτο μέτρων μεσοπρόθεσμης παρέμβασης για το χρέος που αφορούν τέσσερα στοιχεία. Ήτοι, την επιπλέον επιμήκυνση ορισμένων τμημάτων του χρέους κατά 10 τουλάχιστον χρόνια, τη σταθεροποίηση των επιτοκίων στο πλαίσιο αυτής της επιμήκυνσης του χρέους μέσω παράγωγων προϊόντων (swaps), την εγγύηση της έκδοσης των swaps με κεφάλαια από το ήδη ισχύον δάνειο (ESM) που είχαν δεσμευθεί για τις τράπεζες (ανακεφαλαιοποίηση) αλλά δεν έχουν χρησιμοποιηθεί και, τέλος, την επανενεργοποίηση του ειδικού λογαριασμού που τηρείται στον ESM και στον οποίο συγκεντρώνονται τα “κέρδη” από τα ANFAs και τα SMPs (ελληνικά ομολογα στην κατοχή των κεντρικών τραπεζών που είχαν εξαιρεθεί από το PSI).
– Το ΔΝΤ δρομολογεί την επανεξέταση της κατάστασης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ήτοι, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την εφαρμογή από τον Ιανουάριο των βραχυπρόθεσμων μέτρων που αφορούν την πρώτη φάση επιμήκυνσης της μέσης διάρκειας του χρέους σε 32,5 έτη, σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα του επιτοκιακού κόστους, και αφετέρου τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμης παρέμβασης μέτρων που προβλέπονται στη συμφωνία του Μαΐου του 2016, θα κρίνει τη βιωσιμότητα του χρέους για τα επόμενα 8-10 χρόνια. Εφόσον η Ευρωζώνη εγγυηθεί την αποπληρωμή του για το διάστημα αυτό, το ΔΝΤ δεν έχει παρά να πιστοποιήσει την προσωρινή βιωσιμότητά του. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι για το ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την εξόφληση του δανείου, η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται υπό τη διαρκή “εποπτεία” του Ταμείου. Εκτός, βέβαια, και εάν τα κεφάλαια της “εγγύησης” χρησιμοποιηθούν για την πρόωρη εξόφλησή του.
Θα διατηρεί, πάντως, ανοιχτό το θέμα της επανεξέτασης της βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα, σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της εφαρμογής του προγράμματος και την πορεία της οικονομίας.
Το “κλειδί”
Η σύγκλιση των δύο πλευρών στους δύο αυτούς άξονες αναμένεται να επιτρέψει, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής διαβουλεύσεις, την επιστροφή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα με ένα νέο μικρό δάνειο μικρής διάρκειας.
Το “κλειδί” σε αυτή την προσέγγιση είναι ότι ούτε η Ευρωζώνη χρειάζεται να αναλάβει κάποιο είδος επιπλέον κόστους από την αναδιάρθρωση ούτε το ΔΝΤ να διακινδυνέψει την αξιοπιστία του, αφού τα αδιάθετα κεφάλαια τόσο από το δάνειο όσο και από τον ειδικό λογαριασμό του ESM θα καλύπτουν ως εγγύηση την αποπληρωμή του δανείου στο ΔΝΤ. Το σύνολο αυτών των διαθέσιμων κεφαλαίων ξεπερνά ήδη τα 25 δισ. ευρώ…
Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται η εγγύηση για το “πιστοποιητικό” μεσοπρόθεσμης διάρκειας βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Να σημειωθεί ότι το εν ισχύ εξυπηρετούμενο δάνειο του ΔΝΤ λήγει το 2023 (μένει ένα ποσό 312 εκατ. δολ. για το 2024). Tο “νέο” δάνειο του ΔΝΤ, εφόσον περάσει από το Συμβούλιό του, θα επεκτείνει τη διάρκεια αυτή το πολύ μέχρι το 2028-2030, αλλά έτσι κι αλλιώς θα καλύπτεται από τις υπάρχουσες κεφαλαιακές εγγυήσεις που παραμένουν “παρκαρισμένες” σε ειδικούς λογαριασμούς στον ESM. Δηλαδή θα ικανοποιείται η βασική αρχή του Ταμείου ότι είναι εγγυημένη η αποπληρωμή του δανείου του.
Η λογική αυτής της προσέγγισης στηρίχθηκε στην από όλες τις πλευρές αποδοχή της άποψης ότι “η λύση πρέπει να βρεθεί άμεσα, αλλά καμία πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να κάνει πίσω στις απαιτήσεις της…”, όπως διευκρίνισε στο “Κ” παράγοντας της Κομισιόν που βρίσκεται σε άμεση εμπλοκή με τις σχετικές διαδικασίες.
Ο “κρυφός” συμβιβασμός για τα υψηλά πλεονάσματα
Όπως διευκρινίζει Ευρωπαίος κοινοτικός παράγοντας στο “Κ”, το κεντρικό θέμα στην υπόθεση πλεονασμάτων είναι η διασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων που να υπερκαλύπτουν το ετήσιο επιτοκιακό κόστος εξυπηρέτησης των δανείων…
Αυτός ο στόχος είναι βάση κάθε υπολογισμού που θα πρέπει να γίνει προσεγγιστικά το διήμερο των συναντήσεων στην Ουάσινγκτον. Προς το παρόν η πλατφόρμα προσέγγισης διατηρεί τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022-2023.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δεν θα είναι παράδοξο να επανεξεταστεί το ύψος του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, τόσο λόγω της επιμονής του ΔΝΤ όσο και λόγω των νεότερων στοιχείων της πορείας της οικονομίας. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα προκύψει από την πορεία υλοποίησης του προγράμματος και των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων στους Προϋπολογισμούς των επόμενων ετών.
Η μεγάλη δοκιμή, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, αφορά τη στιγμή της εξόδου στις αγορές. Εκεί θα δοκιμαστεί η αξιοπιστία των αποφάσεων που έχουν ληφθεί, καθώς θα αξιολογηθεί και θα αποτυπωθεί στο ύψος των επιτοκίων με τα οποία θα μπορέσει να δανειστεί το ελληνικό Δημόσιο από τις αγορές. Τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να υπερκαλύπτουν και τότε το κόστος εξυπηρέτησης και αυτό θα αποτελέσει το κριτήριο επιτυχίας ή αποτυχίας του προγράμματος.
*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί.