Η συζήτηση στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε αδιέξοδο. Αδιέξοδο που έγκειται:
1. Στη διατήρηση, επί μακρόν, ενός πολύ χαμηλού βιοτικού επιπέδου για εκατομμύρια πολίτες. Ακόμα και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, δεν υπάρχει περίπτωση την επόμενη πενταετία να έχει επανέλθει το ποσοστό ανεργίας στα προ Μνημονίου επίπεδα. Οσο για τους μισθούς, η καθήλωσή τους παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής που επιβάλλουν οι δανειστές.
2. Στη συνέχιση της σκληρής λιτότητας και της επιτροπείας των δανειστών τουλάχιστον ώς και το 2022. Η λιτότητα συμπυκνώνεται στις απαιτήσεις για τα πλεονάσματα. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποδέχτηκε την απαίτηση των δανειστών για τα δυσθεώρητα πλεονάσματα του 3,5% έως και το 2022, η δρακόντεια λιτότητα συνεχίζεται. Μαζί με τη λιτότητα πάει βέβαια και η επιτροπεία που είναι ο θεματοφύλακάς της. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διατήρηση τόσο υψηλών επιτοκίων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι πέρα από κάθε οικονομική λογική.
3. Στην απουσία κεντρικού σχεδίου και χρηματοδότησης για την ανασυγκρότηση της οικονομίας. Η επιστροφή στην ανάπτυξη περιγράφεται ως το τέντωμα προς τα πάνω του «οικονομικού ελατηρίου» που έχει συμπιεστεί χαμηλά. Κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης, σύμφωνα με την κυβερνητική αφήγηση, θα είναι οι ξένες επενδύσεις. Δηλαδή, ένα μοντέλο το οποίο καθορίζει η αγορά με τον χαοτικό και κοντόθωρο τρόπο που λειτουργεί.
4. Στην επιμήκυνση της αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Ακόμα και αν λειτουργήσουν όλα σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό (συμφωνία για το χρέος, δηλαδή QE, ολοκλήρωση αξιολόγησης, επιστροφή στην ανάπτυξη, δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές κ.λπ.), είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο να ζητηθεί ξανά μεγάλο δανειακό πακέτο από τους Ευρωπαίους. Αυτό θα συμβεί είτε αν δεν βρεθεί χρηματοδότηση από τις αγορές είτε αν αυτή η χρηματοδότηση είναι ασύμφορα ακριβή. Σε αυτή την περίπτωση, εναπόκειται στην καλή διάθεση των Ευρωπαίων να δανείσουν ξανά ή (πιεζόμενοι και από την άνοδο των αντιευρωπαϊκών ρευμάτων) να μην ανταποκριθούν στο ελληνικό αίτημα οδηγώντας τη χώρα εκτός ευρωζώνης.
5. Στην απουσία εναλλακτικής πρότασης από την αξιωματική αντιπολίτευση – εστιάζουμε στη Ν.Δ. γιατί τα πιο μικρά κόμματα φαίνεται, μέχρι σήμερα, ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Η Ν.Δ. κατηγορεί την κυβέρνηση για τα νέα μέτρα. Τα νέα μέτρα, όμως, επιβλήθηκαν από τους δανειστές και θα επιβάλλονταν σε οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Κάνει κριτική επίσης για σπατάλες και δηλώνει ότι μπορεί να εφαρμόσει διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής με κύριο στοιχείο τον περιορισμό των δαπανών. Τα νούμερα, όμως, τη διαψεύδουν. Το 2016 οι κρατικές δαπάνες για πληρωμές μισθών παρέμειναν αμετάβλητες σε σχέση με το 2015. Το πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 4,19% προήλθε κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη συγκράτηση των δαπανών (μείωση 9,062 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2015) και δευτερευόντως από την αύξηση των εσόδων (+2,653 δισ. ευρώ). Στο πρώτο τετράμηνο του 2107 συνεχίζεται η ίδια τάση. Επομένως, όχι μόνο δεν έχουμε να κάνουμε με σπατάλη και διόγκωση του δημόσιου τομέα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει εξαιρετικά περιοριστική πολιτική – η οποία μάλιστα βρίσκεται στον αντίποδα των δημοσιονομικών αντιλήψεων της Αριστεράς. Πόσο παραπάνω μπορεί να περικόψει τις δαπάνες η Ν.Δ. χωρίς να καταρρεύσει ο κρατικός μηχανισμός;
Περιμένοντας τους δανειστές
Απουσία σχεδίου διεξόδου, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε μια αλλαγή της στάσης των δανειστών. Ελπίζουν, δηλαδή, ότι κάποια στιγμή το 2019-20, οι Ευρωπαίοι θα αποφασίσουν να χαλαρώσουν τον ζυγό της λιτότητας, θέτοντας πιο ήπιους δημοσιονομικούς στόχους για την ελληνική οικονομία.
Γιατί να το κάνουν, όμως, όταν δεν πιέζονται από πουθενά, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν (και με το παραπάνω) τη δρακόντεια λιτότητα που απαιτούν; Στην πραγματικότητα, η ελληνική πολιτική ελίτ έχει εναποθέσει τις ελπίδες στην «καλοσύνη των ξένων».
Related Post
Ακούστε Active Radio
Like us on Facebook






