Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος μπορεί να μην είναι γνωστός στις νεότερες γενιές, όμως εξακολουθεί να διδάσκεται στη Μέση Εκπαίδευση. Αυτός οργάνωσε την αφήγηση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, η οποία έχει εγγραφεί στο κύτταρο της συλλογικής μας συνείδησης ώστε να μη χρειάζεται καν να αναφερόμαστε στον δημιουργό της. Η συνέχεια που χωρίζεται σε τρία μεγάλα κεφάλαια, αρχαιότητα, Βυζάντιο και σύγχρονη Ελλάδα, θεωρείται προφανής. Αυτή διδάσκονται οι μαθητές, μία φορά στο δημοτικό, μία στο γυμνάσιο και μία στο λύκειο. Μπορεί τα βιβλία να άλλαξαν, μπορεί ο κόσμος μας να άλλαξε, όμως αυτή η αφήγηση δεν έχει αλλάξει. Ο ελληνικός Θρύλος των Αιώνων παραμένει ο ίδιος. Αν δεν τον δεχθείς, δεν μπορείς να μιλήσεις για εθνική συνείδηση.
Θυμάμαι, και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος, πόσο βαρετά ήσαν τα βιβλία της Ιστορίας. Τίποτε δεν ξέφευγε απ’ την ανιαρή καταγραφή επεισοδίων που την αποτελούσαν ονόματα ηρώων, τοπωνύμια και χρονολογίες. Δεν μαθαίναμε γιατί κατέρρευσαν οι πόλεις-κράτη της Κλασικής Εποχής και δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην εισβολή των Μακεδόνων, ενώ λιγότερο από δύο αιώνες πριν είχαν απωθήσει τις πολυαριθμότερες στρατιές των Περσών. Οταν φτάναμε στις βυζαντινές δυναστείες, έπρεπε να αποστηθίσουμε ονόματα αυτοκρατόρων για να περάσουμε τις εξετάσεις. Κανείς δεν μας εξηγούσε πώς η Ανατολική Αυτοκρατορία μεταμορφώθηκε σε Βυζάντιο και εξελληνίσθηκε. Και γιατί μπόρεσε να εξελληνισθεί. Οσο για τον Δυτικό Μεσαίωνα ήταν απλώς Μεσαίωνας, την Αναγέννηση τη δημιούργησαν οι Ελληνες λόγιοι και τα υπόλοιπα δεν μας αφορούσαν. Τη Γαλλική Επανάσταση τη διδάχθηκα στο Γαλλικό Ινστιτούτο και η δική μας «σύγχρονη» Ιστορία σταματούσε στην έκρηξη της δικής μας Επανάστασης. Εκεί που σταματά και ο Παπαρρηγόπουλος. Ευτυχώς, διότι είχε έρθει ο Ιούνιος, έπρεπε να περάσουμε εξετάσεις και δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλα ονόματα και χρονολογίες.
Δεν είμαι εκπαιδευτικός και δεν ξέρω ποιες είναι οι αλλαγές από το τότε, δεκαετία του εβδομήντα στο σήμερα. Οσο είμαι σε θέση να γνωρίζω είναι τεχνικές. Η γραφή σίγουρα έχει αλλάξει, τα βιβλία έγιναν «διαδραστικά», έχουν προστεθεί πληροφορίες οικονομικές ή γεωγραφικές, η αφήγηση έχει επεκταθεί έως τα άκρα του εικοστού αιώνα, πλην όμως. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ζηλεύω τη θέση των συγγραφέων που προσπαθούν να χωρέσουν τα επεισόδια τόσων αιώνων σε μερικές σελίδες. Όπως και δεν ζηλεύω όσους καλούνται να τα διδάξουν. Γνωρίζοντας ότι ως επί το πλείστον την Ιστορία τη διδάσκουν φιλόλογοι ή καθηγητές ξένων γλωσσών, δεν ζηλεύω και τους μαθητές που, αν ξεκινώντας είχαν κάποια περιέργεια να μάθουν, στο τέλος της χρονιάς την έχουν ξεχάσει για να θυμούνται απέξω μερικές σελίδες σος – της εκπαιδευτικής μας σάλτσας.
Γιατί χρειάζεται η διδασκαλία της Ιστορίας; Η πιο εύκολη απάντηση είναι ότι έτσι μαθαίνεις να μην επαναλαμβάνεις λάθη του παρελθόντος και να προσπαθείς να ακολουθήσεις όσους τα κατάφεραν. Κι αν είσαι μηχανικός αυτοκινήτων τι σε νοιάζουν τα λάθη του Καρλομάγνου; Εξάλλου, κανέναν ήρωα της Ιστορίας δεν βοήθησε η πείρα. Ο Χίτλερ και οι στρατηγοί του ήξεραν τα παθήματα του Ναπολέοντα, αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να χάσουν τον πόλεμο στον ρωσικό χειμώνα. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πάντα όμως με μοναδικό τρόπο. Και γι’ αυτό η Ιστορία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της τραγικής σκέψης. Η Ιστορία δεν είναι θετική επιστήμη. Δεν ξέρω καν αν είναι επιστήμη.
Γιατί θεωρούμε πως είμαστε λαός ανιστόρητων; Επειδή κι αυτή η Ιστορία που διδάσκεται στη Μέση Εκπαίδευση δεν διδάσκεται επαρκώς, με αποτέλεσμα στο μυαλό του εφήβου, όπως και πολλών δημοσιολογούντων, τα Δερβενάκια να ταυτίζονται με τις Θερμοπύλες; Ή μήπως γιατί τη θεωρούμε «εθνοκεντρική», με αποτέλεσμα το Ελληνόπουλο, αν και πολίτης της Ευρώπης, να μην έχει ιδέα περί θρησκευτικών πολέμων που τόσο ρόλο έπαιξαν και για τη δημιουργία του Διαφωτισμού και για τον σύγχρονο φιλελευθερισμό. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Γιατί μια ανιστόρητη κοινωνία είναι μια ανάπηρη κοινωνία; Επειδή είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει λάθη που έχουν ήδη γίνει; Οχι βέβαια. Αυτό μπορεί να γίνει ούτως ή άλλως. Τότε τι; Μια ανιστόρητη κοινωνία είναι μια κοινωνία της οποίας η κοινή συνείδηση δεν διαθέτει σημεία αναφοράς. Και παραπαίει στην κινούμενη άμμο του αχρονικού παρόντος. Η διδασκαλία της Ιστορίας, η ιστορική συνείδηση, είναι το συνδετικό υλικό της κοινότητας.
Είναι δυνατόν να διδάσκουμε μια εθνοκεντρική ιστορία, κατά τα πρότυπα του Παπαρρηγόπουλου, σε γενιές νέων Ευρωπαίων, όπως θέλουμε τα Ελληνόπουλα; Οχι βέβαια. Και τότε τι; Θα παραμερίσουμε τους Παλαιολόγους για να δώσουμε τις σελίδες τους στους Βουρβώνους; Δύο φορές όχι.
Αντιλαμβάνομαι την αμηχανία όσων ασχολούνται με το θέμα. Το εύκολο θα ήταν να παραγράψουν τη συλλογική συνείδηση και, υποκύπτοντας σε ιδεοληψίες να την ισοπεδώσουν με διάφορους οικονομικούς, γεωγραφικούς ή ανθρωπολογικούς τύπους. Το δύσκολο είναι η σύνθεση. Να δημιουργήσουν μια σύνθεση όπου η ελληνική εθνική συνείδηση εντάσσεται μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, πέρα από γλωσσικές, θρησκευτικές ή άλλες διαφορές.
Και να μην ξεχνούν ότι το ζητούμενο είναι να αποκτήσει η ελληνική κοινωνία ιστορική συνείδηση. Ο Γάλλος ή ο Άγγλος μπορεί να βλέπουν τον Παρθενώνα και να τον καταλαβαίνουν, όμως δεν τον βλέπουν με το ίδιο μάτι του παιδιού που μεγαλώνει δίπλα του.
KATHIMERINI.GR