ΑΠΟΨΕΙΣ
ΑΝΑΛΥΣΗ: ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Γράφει η Ζωή Νασίκα, Διδάκτωρ Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας

Η εργασία με τίτλο ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, η οποία εκπονήθηκε τη χρονική περίοδο 1999-2000 από την κ. Νασίκα Ζωή, Δ/ρα Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, αφορά στην πολιτική πρόταση για απ’ ευθείας εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από το εκλογικό Σώμα, δηλαδή από το Λαό, προέκυψε δε από την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της, τότε, υποψηφίας Διδάκτορος συγγραφέως και συνετάχθη κατόπιν προτροπής και επιθυμίας του κ. Σταύρου Δήμα, τότε υπευθύνου ιδεολογικού του Κόμματος της ΝΔ, έπειτα Επιτρόπου της Ελλάδος στην ΕΕ και Υποψ. Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον οποίο πρότεινε η ΝΔ.   Από περίεργη σύμπτωση, το κείμενο της εργασίας αυτής και λόγω της τότε τρέχουσας επικαιρότητας, παραδόθηκε από την συγγραφέα του στα χέρια του κ. Παυλόπουλου Προκόπη, σημερινού Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, τότε στελέχους της ΝΔ και Υπουργού της καθώς και των κ.κ. Κρητικού Π., τότε Προέδρου της Ελληνικής Βουλής και Σκανδαλίδη Κώστα, τότε Βουλευτού του ΠΑΣΟΚ.  Και ενώ ο κ. Παυλόπουλος Πρ. το ενέταξε στην ιδεολογική φαρέτρα του Κόμματος της ΝΔ και έπειτα έγινε πολιτική πρόταση και του Κόμματος του ΠΑΣΟΚ, στη συνέχεια ο μετέπειτα Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς εξέφρασε άποψη ότι η απ’ ευθείας εκλογή Προέδρου από το Λαό συνιστά Προεδρική και όχι Προεδρευομένη Δημοκρατία, άποψη η οποία, όπως καταγράφεται στο κείμενο αυτό, δεν είναι σε κάθε περίπτωση αντικειμενική.  Η ιδέα για απ’ ευθείας εκλογή Προέδρου από το σύνολο του εκλογικού Σώματος είναι ζωντανή ακόμη μέχρι τις ημέρες μας και βρίσκεται κάτω από κάθε συζήτηση που αφορά στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος για την εκλογή του Προέδρου και τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων του και αποτελεί οδοδείκτη για τους δημοκρατικούς λαούς καθ’ όσον αντικαθιστά εξ ολοκλήρου τον θεσμό της Μοναρχίας, την οποία υποκαθιστά ως προς τις λειτουργίες, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να προσδιορίζεται το Πολίτευμα ως Προεδρευομένη και όχι ως Προεδρική Δημοκρατία με την καθιέρωσή της.          .

Αναφέρουμε μόνο μερικές χρηστικές λειτουργίες, οι οποίες συνδέονται με την θεσμοθέτηση της « απ’ ευθείας εκλογής Προέδρου από το εκλογικό Σώμα» ως εξής:

1) Συνιστά μορφή άμεσης Δημοκρατίας, που είναι παράδοση για την Ελλάδα, ακόμη από την αρχαία εποχή

2) Αποκλείει την παλινόρθωση της Μοναρχίας, που είναι θεσμός ευρωπαϊκός σε αντίθεση με το θεσμό της Βασιλείας, που συνιστούσε πολιτειακό καθεστώς στις αρχαίες Πόλεις- Κράτη.

3) Λειτουργεί θετικά στον περιορισμό, αν όχι στην καταπολέμηση της διαφθοράς, κοινωνικής και πολιτικής. 

Μελετώντας αντίστοιχη πρόταση των υπευθύνων, οι οποίοι την εκπόνησαν για το κυβερνόν Κόμμα, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η πρόταση για δύο συνεχείς προσπάθειες εκλογής Προέδρου από τους Βουλευτές στο Κοινοβούλιο, κατόπιν εισηγήσεως των Κομμάτων, ουδόλως έχει την σφραγίδα της «απ’ ευθείας εκλογής Προέδρου από το εκλογικό Σώμα» καθ’ όσον συνιστά μιας μορφής δημοψήφισμα σε προτεινόμενο από τα Κόμματα Υποψήφιο και όχι σε  πρόσωπο κοινής αποδοχής που θα προέρχεται από το Λαό και θα ψηφίζεται από αυτόν, ώστε να λειτουργήσει δημοκρατικά ο Λαός και να εκφραστεί η γνήσια Λαϊκή βούληση, για πρόσωπο που θα είναι εκτός των πολιτικών μεθοδεύσεων ( αφού θα προτείνεται από τα Κόμματα ; ) στις επιλογές των οποίων θα εγκλωβίζεται το εκλογικό Σώμα, γεγονός που ουδόλως διασφαλίζει την ακεραιότητα του χαρακτήρα και την ενάρετη προσωπικότητα που απαιτεί ο θεσμός του Ανώτατου Πολιτειακού Παράγοντα.   Συνεπώς η υιοθέτηση της εν λόγω προτάσεως, όπως εμφανίστηκε στον Τύπο και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, θεωρούμε ότι έχει στόχο να «παγιδεύσει» και να ποδηγετήσει την ελεύθερη έκφραση της βούλησης του Λαού, γεγονός που δεν είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατίας        

Ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων του εκλεγμένου από το Λαό Προέδρου, συνιστά άλλο θέμα για προβληματισμό.

Παρουσιάζουμε την πρόταση αυτή σε τρία μέρη:

1)  το Πολιτικό μέρος

2)  το Οικονομικό μέρος

3)  το Κοινωνικό μέρος

Η πρόταση μας, το έτος 2000 που πρωτοεμφανίστηκε καταγεγραμμένη (η ιδέα είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται από την δεκαετία του 1980), συνιστούσε ; ένα προοδευτικό και καινοτόμο πολιτικό κείμενο, το οποίο μέχρι τώρα παρέμεινε αδημοσίευτο, λόγω πολλών και ποικίλης μορφής εμποδίων, τα οποία η συγγραφεύς του κειμένου έπρεπε να υπερκεράσει, παρά τις προτροπές τόσον του κ. Παυλόπουλου, νυν Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσον και του κ. Κρητικού, τότε Προέδρου της Βουλής.   Δυστυχώς, διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες έγιναν αφορμή

να καθυστερήσει αρκετά η δημοσίευση όχι μόνον της παρούσης εργασίας αλλά και αρκετών άλλων, οι οποίες επέστη το πλήρωμα του χρόνου να τεθούν στην κριτική του κοινού.

Ι. Πολιτικό Μέρος: Προεδρική ή Προεδρευομένη Δημοκρατία

Η Πολιτική και η Οικονομία είναι δύο ξεχωριστές επιστήμες οι οποίες, θεωρητικά, αναπτύσσονται και εφαρμόζονται ξεχωριστά.  Το σημείο στο οποίο συναντώνται είναι η οικονομική-κοινωνική πολιτική, η οποία αφορά μόνον στην άσκηση διπλωματίας-πολιτικής απέναντι στην κοινωνία – δηλαδή στο εσωτερικό της χώρας – στο σύνολο τόσο των ενεργών όσο και των μη ενεργών πολιτών.   Πρέπει, συνεπώς, να διακρίνεται η διπλωματία της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας από την διπλωματία της εσωτερικής πολιτικής, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς την ίδια την κοινωνία – δύο εκφράσεις της διπλωματίας οι οποίες εμπεριέχουν την οικονομία χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται στην πράξη μαζί της, με άλλα λόγια η διαλεκτική των δύο επιστημών Πολιτικής-Οικονομίας έγκειται στο γεγονός ότι η οικονομία στηρίζει την πολιτική και η διπλωματία της πολιτικής, ιδιαίτερα στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, ανοίγει δρόμους για την οικονομία.

Εκτιμώντας την πρόταση, η οποία αφορά στην εκλογή του εκπροσώπου του ανώτατου Πολιτειακού Θεσμού-Προέδρου Δημοκρατίας-με καθολική ψηφοφορία, δηλαδή άμεση εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας απ’ ευθείας από το σύνολο του εκλογικού σώματος (τον Λαό), έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Η εκλογή του εκπροσώπου του Ανωτάτου Πολιτειακού Θεσμού, του Προέδρου Δημοκρατίας, με τις νυν διαδικασίες (εκλογή από Σώμα Βουλευτών) συνιστά « αντιγραφή » της διαδικασίας που αναδεικνύει τον παλαιό θεσμό της εκλεγμένης μη κληρονομικής Βασιλείας-Μοναρχίας, διαδικασία η οποία άριστα εξυπηρετεί τον θεσμό αυτόν, την εξέλιξη του οποίου ανέκοψε η έκρηξη της επαναστάσεως στη Γαλλία, ενώ έως τότε εφαρμοζόταν από τους αριστοκρατικούς κύκλους, δηλαδή την τάξη των «Ευγενών», σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, συνιστούσε δε μορφή εξελίξεως του Θεσμού της κληρονομικής Μοναρχίας και, ως θεσμός ήταν πολύ «κοντά» στα αρχαία ελληνικά πρότυπα (π.χ. εκλογή Βασιλέων στην αρχαία Σπάρτη με διαφορετικούς τρόπους και αλλού), δηλαδή οι αριστοκράτες Ευγενείς σε χώρες της Ευρώπης εξέλεγαν Βασιλείς – όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα ωστόσο – και με ποικίλους τρόπους.

Στο Κοινοβούλιο «υποτίθεται» (θεωρητικά) ότι εκλέγονται οι «άριστοι» πολίτες ως αντιπρόσωποι του Λαού.

Η εκλογή Εκπροσώπου στον Ανώτατο Πολιτειακό Θεσμό της χώρας – Προέδρου- με καθολική ψηφοφορία από το σύνολο του εκλογικού Σώματος (απ’ ευθείας, δηλαδή, εκλογή Προέδρου από το Λαό) αντικαθιστά εξ ολοκλήρου τον θεσμό της Βασιλείας-Μοναρχίας, την οποία υποκαθιστά εξ ολοκλήρου ως προς τις λειτουργίες της, συνεπώς εκλείπει η πιθανότητα παλινόρθωσης του Θεσμού της Μοναρχίας.   Ο εκλεγμένος απ’ ευθείας από το Λαό Πρόεδρος, ως λαοπρόβλητος ηγέτης, αφού εκλεγεί με καθορισμένες δημοκρατικές διαδικασίες προϊσταται του Στρατού (έχει τον έλεγχο του Στρατού), συνεπώς ενισχυομένου του απισχνασμένου ρόλου του, έχει λόγο ως προς τη διαμόρφωση στρατηγικής για την Εξωτερική Πολιτική και την Αμυνα.  Διαμορφώνεται διπλωματική τακτική και στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, όχι μόνον σ’ αυτόν της Εξωτερικής Πολιτικής (με το Συμβούλιο του Προέδρου, ήτοι Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας).

Εφ’ όσον εκλέγεται και Πρωθυπουργός, εξυπηρετείται η διαλεκτική (φιλοσοφική έννοια στο χώρο της Πολιτικής) στις σχέσεις των Εκπροσώπων των δύο θεσμών.  Εκπορεύεται εξουσία προερχόμενη από δύο πόλους οι οποίοι εξισορροπούν ο ένας τον άλλο, στοιχείο χαρακτηριστικό για την έννοια «Δημοκρατία», αφού ο όρος αυτός είναι συνυφασμένος με την έννοια του «επιμερισμού», σημαίνει δηλαδή το «…πλέον του ενός…», (σε διαφορετική περίπτωση θα συνιστούσε Μοναρχία).   Το στοιχείο, τόσο του «επιμερισμού» όσο και της διαλεκτικής είναι χαρακτηριστικό για την έννοια «Δημοκρατία», για το λόγο αυτό κύρια αποστολή της Δημοκρατίας είναι η διαμόρφωση συνειδήσεων κοινωνικής ευθύνης με στόχο την αγαστή συνεργασία των πολιτών, με άλλα λόγια διαμόρφωση συνειδήσεων πολιτών οι οποίοι θα υπηρετήσουν τους θεσμούς δημοκρατικά και όχι «υπηκόων».  Άλλως, η Δημοκρατία δεν επιτελεί το σκοπό της, συνεπώς δεν λειτουργεί ορθά και έχει ανάγκη διορθωτικών μέτρων.   Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ο συρρικνωμένος ρόλος του Προέδρου Δημοκρατίας, διότι σύμφωνα με τα ως άνω, αναπτύσσονται –μόνον- οι νυν αρμοδιότητες του Προέδρου, χωρίς να χάνει το πολίτευμα τη σημερινή ταυτότητά του (δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά το πολίτευμα, εξακολουθεί δηλαδή να είναι Προεδρευομένη και όχι Προεδρική Δημοκρατία) εφ’ όσον εκλέγεται και ο Πρωθυπουργός.

Η πιθανή διαφωνία των δύο λαοπρόβλητων ηγετών απαιτεί έναν τρίτο εξισορροπιστικό παράγοντα-πόλο εκπόρευσης εξουσίας, η σύνθεση του οποίου είναι το ζητούμενο (το οποίο θα εκθέσουμε στη συνέχεια):

Το Συμβούλιο αυτό το οποίο αποτελεί «ζητούμενο» -τη σύγκληση και τα προς συζήτηση θέματα στο οποίο εισηγείται ο Πρωθυπουργός-είναι δυνατόν να είναι:

α)  Το Συμβούλιο του Προέδρου, αποτελούμενο από τους Αρχηγούς των Κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο και τους τέσσερεις θεμελιώδους σημασίας Υπουργούς, δηλαδή Προεδρίας, Εξωτερικών, Αμύνης, Εθνικής Οικονομίας-Οικονομικών (Μικρό Συμβούλιο).

β)   Το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων (Μεγάλο ή Διευρυμένο Συμβούλιο) αποτελούμενο από τους τέσσερεις θεμελιακής σημασίας Υπουργούς, δηλαδή Προεδρίας, Εξωτερικών, Αμύνης, Εθνικής Οικονομίας-Οικονομικών (μαζί με τους Αρχηγούς των Κομμάτων τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή) εμπλουτισμένο επίσης με εκπροσώπους άλλων θεμελιακής σημασίας θεσμών. Ο εμπλουτισμός των Συμβουλίων είναι δυνατόν να συνίσταται στη συμμετοχή εκπροσώπων από επιστημονικούς θεσμούς, δηλαδή Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, από τον Αρχηγό της Εκκλησίας – λόγω του ρόλου της Εκκλησίας ως παράγοντος κοινωνικής εθνοσυσπειρώσεως και της αναπτύξεως διπλωματικών επαφών και σχέσεων με άλλες Εκκλησίες, αφού επίσης ο ρόλος της είναι Οικουμενικός – με γνωμοδοτικό δε μόνον ρόλο (ίσως) εκπροσώπου του Συνδικαλισμού, λόγω της εμπλοκής των εργασιακών σχέσεων με τα οικονομικά του Κράτους, συνεπώς των πολιτών, άνευ δικαιώματος ψήφου, με γνωμοδοτικό επίσης μόνον ρόλο, εκπροσώπου Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ίσως), λόγω της κοινωνικής δραστηριοποίησης των πολιτών, άνευ δικαιώματος ψήφου ασφαλώς.

Συνεπώς, ο τρίτος εξισορροπιστικός παράγοντας θα πρέπει να αναζητηθεί σε μία σύνθεση Συμβουλίου αυτού του είδους – ή περίπου αυτού του είδους, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς τον όρο Etas Generaux η λειτουργία του οποίου θα συνιστούσε εκ παραλλήλου λειτουργία με το Κοινοβούλιο προκειμένου να δοθούν λύσεις στις πιθανές διαφορετικές απόψεις Προέδρου-Πρωθυπουργού.

Το Συμβούλιο του Προέδρου ή Μικρό Συμβούλιο ή Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας (το τρίτο διαζευκτικό περιγράφει την ταυτότητά του) συνέρχεται και μεριμνά για τα θέματα τα οποία περιγράφει ο τίτλος του, όπως επίσης και για την περίπτωση εκλογών για λόγους εθνικής α;νάγκης, συγκαλείται δε από τον Πρόεδρο ή, αυτοδικαίως, κατόπιν εισηγήσεως του Πρωθυπουργού-αρχηγού του πλειοψηφούντος Κόμματος.

Το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων ή Μεγάλο ή Διευρυμένο Συμβούλιο εκφράζει γνώμη και επικυρώνει –ή όχι- τις αποφάσεις του Μικρού, ως αποφάσεις προερχόμενες από το Συμβούλιο του Προέδρου ως το Ανώτατο καθ’ ύλην αρμόδιο Συμβούλιο.  Προκειμένου για την επικύρωση αν, προσμετρουμένης της διπλής ψήφου του Προέδρου του Συμβουλίου, το αποτέλεσμα καταγράφεται ως ισοψηφία, τότε το τελικό αποτέλεσμα καθορίζει η διπλή ψήφος του Προέδρου, ως ισχυροτέρα, στο δεύτερο δε αυτό Συμβούλιο έρχονται και όσα θέματα (κοινωνικά, εργασιακά, οικονομικά κ.λ.π.) πρέπει να συζητηθούν, προκειμένου να οριστικοποιηθούν ως νομοσχέδια και να γίνουν νόμοι του κράτους.

Οι αποφάσεις αυτού του Συμβουλίου έρχονται στο Κοινοβούλιο (όπου του πλειοψηφούντος Κόμματος ηγείται ο Πρωθυπουργός), το οποίο εκδίδει απόφαση με τα δύο τρίτα των ψήφων των Βουλευτών (απαιτείται το ίδιο ποσοστό ψήφων για κάθε σύνοδο Συμβουλίου στο οποίο πρόκειται να εκδοθεί απόφαση, ή τουλάχιστον το ήμισυ συν έναν, σε περίπτωση δε ισοψηφίας την απόφαση εκδίδει η διπλή ψήφος του Προέδρου- του Σώματος ή του Συμβουλίου – γνωστή από τα αρχαία χρόνια ως ψήφος της Θεάς Αθηνάς).   Αν η απόφαση του Κοινοβουλίου αμφισβητηθεί από τον Πρόεδρο τότε, για να αποφευχθεί η πιθανότητα προβολής αρνησικυρίας από μέρους του, παραχωρείται το δικαίωμα επαναπομπής του θέματος στο Κοινοβούλιο με τα δύο τρίτα τουλάχιστον των ψήφων του Συμβουλίου, την υποστήριξη του οποίου επιδιώκει ο Πρόεδρος ( του Μεγάλου ή Διευρυμένου Συμβουλίου). 

Το αίτημα του Προέδρου για την επανεξέταση του θέματος από το Κοινοβούλιο και καθ’ όσον αφορά στην έκδοση αποφάσεως κοινά αποδεκτής την δεύτερη αυτή φορά απαιτείται σχετική πλειοψηφία, δηλαδή το ήμισυ συν έναν ψήφους του συνόλου των Βουλευτών, οι οποίοι ασφαλώς πολύ πιθανόν θα ανήκουν στο πλειοψηφούν Κόμμα του οποίου ηγείται ο Πρωθυπουργός. 

Η απόφαση αυτή θεωρείται τελεσίδικη και δεσμεύει αμφοτέρους τους εκπροσώπους των θεσμών.

Συνεπώς, ο Πρωθυπουργός εισηγείται, ο Πρόεδρος συμφωνεί ή διαφωνεί και από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει η διαδικασία έκδοσης αποφάσεως μέχρι τελεσιδικίας.  

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύεται και αναβαθμίζεται ο συρρικνωμένος μέχρι τούδε ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς να αποδυναμώνεται αυτός του Πρωθυπουργού.  Διότι, κι αν ακόμη ο Πρόεδρος έχει κάποια δικαιοδοσία στη σύγκληση του Συμβουλίου, αν αυτό είναι Συμβούλιο των Αρχηγών των Κομμάτων (εμπλουτισμένο με εκπροσώπους άλλων, θεμελιακής σημασίας για τη χώρα θεσμών) για θέματα εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας, είτε για προκήρυξη εκλογών, είτε για θέματα τα οποία αφορούν στο σύνολο του έθνους, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο και πάλι αυτό γίνεται κατόπιν εισηγήσεως του Πρωθυπουργού ως Αρχηγού του πλειοψηφούντος στη Βουλή κόμματος, πρώτου δηλαδή Αρχηγού των κομμάτων τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή, συνεπώς δεν απισχνούνται οι αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού, το Πολίτευμα δεν χάνει την νυν ταυτότητά του και εξακολουθεί να προσδιορίζεται ως Προεδρευομένη και όχι ως Προεδρική Δημοκρατία, απλά, μερικώς ενδυναμώνεται και αναβαθμίζεται ο ρόλος του Προέδρου.          

Ο εκλεγμένος από το σύνολο του Λαού Πρόεδρος είναι λαοπρόβλητος ηγέτης υπό την έννοια ότι εκλέγεται από το σύνολο του εκλογικού σώματος, όχι μόνον από μέρος εκλεγμένων αντιπροσώπων, συνεπώς εκλείπει η αριθμητική ολιγαρχία.  Εξ ίσου λαοπρόβλητος είναι και ο εκλεγμένος – και όχι – διορισμένος Πρωθυπουργός.   

Αν εφαρμοστεί το ασυμβίβαστο του ρόλου Υπουργού-Βουλευτού, η δε υπουργοποίηση Βουλευτού φθάσει να σημαίνει την παραίτηση του Βουλευτή από το αξίωμά του, για όσο χρόνο διαρκεί η υπουργοποίησή του και την αντικατάσταση του Βουλευτή, ο οποίος έχει υπουργοποιηθεί από τον επιλαχόντα κατά σειράν αναπληρωματικό Βουλευτή (εμφανίζεται η χρησιμότητα της αναπλήρωσης των τακτικών Βουλευτών), τότε ο Βουλευτής, ο οποίος υπουργοποιείται γίνεται υπερκομματικός ως προς το ρόλο του και (ίσως) οφείλει να «υπακούει» στον εκλεγμένο Πρόεδρο απ’ ευθείας και όχι στον εκλεγμένο Πρωθυπουργό – Αρχηγό Κόμματος (ερευνητέες οι προϋποθέσεις).

Συνεπώς, και σύμφωνα με τα ανωτέρω, στο ένα από τα ζητούμενα, δηλαδή τη σύνθεση του Συμβουλίου Εξωτερικής πολιτικής και Αμυνας, είναι δυνατόν να λάβουν μέρος οι τέσσερεις Υπουργοί, δηλαδή Προεδρίας, ως πολιτικός προϊστάμενος της Κρατικής Διοίκησης και των Ο.Τ.Α., ο Υπουργός Εξωτερικών, ο Υπουργός Αμύνης και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας ή (και) ο Υπουργός Οικονομικών, μαζί με τους Αρχηγούς Κομμάτων.

Ευκταίος ο εμπλουτισμός του διευρυμένου Συμβουλίου με εκλεγμένους εκπροσώπους της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου, της Εκκλησίας – λόγω του ρόλου της Εκκλησίας ως παράγοντος κοινωνικής εθνοσυσπειρώσεως και της, λόγω της φύσης του ρόλου της ως οικουμενικού, αναπτύξεως διπλωματικών επαφών και σχέσεων με άλλες Εκκλησίες, με γνωμοδοτικό δε μόνον ρόλο (ίσως) εκπροσώπου του συνδικαλισμού – λόγω της εμπλοκής των εργασιακών σχέσεων με τα οικονομικά του Κράτους, συνεπώς των πολιτών – και με γνωμοδοτικό επίσης μόνον ρόλο (ίσως) εκπροσώπου των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (λόγω της κοινωνικής τους δραστηριότητας ) ασφαλώς άνευ δικαιώματος ψήφου.

Μία σύνθεση αυτού του είδους (ή περίπου αυτού του είδους) θα είχε ευθεία αναφορά στον θεσμό των Etats Generaux, θεσμό τον οποίο, συχνά ή όχι συγκαλούσαν οι Ευρωπαίοι Μονάρχες όταν επρόκειτο να λάβουν απόφαση σχετικά με πολύ σημαντικά θέματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και που έχει το πρότυπό του στην Εκκλησία του Δήμου της Κλασσικής Ελλάδας, αφού στην τελική απόφαση εκπροσωπούνται όλοι οι θεσμοί της χώρας.

Εκλογές προκηρύσσονται κατόπιν εισηγήσεως του Πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο, ακολουθεί η διάλυση της Βουλής (ή όχι), ωστόσο ορίζονται Υπηρεσιακοί Υπουργοί από τον Πρόεδρο με τη συναίνεση και ανοχή του αποχωρούντος Αρχηγού του πλειοψηφούντος στη Βουλή (της οποίας λήγει η θητεία) κόμματος.  Σε περίπτωση μη διαλύσεως της Βουλής και μετά τον ορισμό από τον Πρόεδρο των Υπηρεσιακών Υπουργών, οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη για την ομαλή διενέργεια των εκλογών και μέχρι της εκδόσεως των αποτελεσμάτων και της ανακοινώσεως των ονομάτων των νέων Βουλευτών, το εν ενεργεία Σώμα της Βουλής αυτοδικαίως αναστέλλει κάθε κοινοβουλευτική δραστηριότητα μέχρι της συγκροτήσεως σε Σώμα της Νέας Βουλής, στην οποία, η προηγούμενη Βουλή, διά Πρωτοκόλλου παραδίδει την εξουσία.

 

ΙΙ. Οικονομικό Μέρος

Η επιβίωση της εθνικής κοινωνίας κάθε χώρας στηρίζεται στην ανάπτυξη δικλείδων αμύνης μέσω της υποστηρίξεως και αναπτύξεως τοπικού κεφαλαίου, διότι το τοπικό-εθνικό κεφάλαιο ενισχύει την κοινωνική άμυνα.  Η ανακατανομή κεφαλαίου και η οικονομική ενίσχυση των χαμηλών στρωμάτων της κοινωνίας προετοιμάζει πολίτες οι οποίοι θα υπηρετήσουν και πάλι τη διαδικασία αναπτύξεως εθνικού κεφαλαίου.

Ο χρόνος διενέργειας εκλογών για τον Προεδρικό Θεσμό και όσον αφορά στην αντιμετώπιση του κόστους, είναι δυνατόν να συμπίπτει με τη διενέργεια κάποιας άλλης εκλογής, όπως π.χ. είναι οι Ευρωεκλογές ή οι εκλογές για την τοπική Αυτοδιοίκηση. Μία επί πλέον εκλογική αναμέτρηση συνιστά ένα ακόμη δημοψήφισμα, σημαίνει δηλαδή δραστηριοποίηση των πολιτών και συμμετοχή στα κοινά ως ενεργοί πολίτες.  Εφ’ όσον τα κόμματα λαμβάνουν θέση για τις υποψηφιότητες των προς εκλογή προσωπικοτήτων (συναινούν ή τους προτείνουν;) αυτό σημαίνει ότι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία δεν αλλοιώνεται, ωστόσο οι υποψήφιοι θα είναι καλό να προέρχονται από χώρο εργασίας των Γραμμάτων και των Επιστημών.

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη «… οι εποχές πλέον είναι άλλες και τα πράγματα έχουν αλλάξει, οι πόλεμοι με συμβατικά όπλα δεν είναι πλέον αναγκαίοι αφού το ίδιο το πνεύμα των ανθρώπων γκρεμίζει τείχη και ανοίγει σύνορα…», και εφ’ όσον αυτό θεωρείται αλήθεια τότε ακριβώς αυτό το γεγονός οδηγεί κατ’ ευθείαν στους θεσμούς οι οποίοι  έχουν σχέση με τις Επιστήμες, όπως η Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο, συνεπώς η δύναμις του πνεύματος η οποία προέρχεται από τους εκπροσώπους αυτών των θεσμών συνιστά μορφή πολεμικής και η φυσική παρουσία τους στο «Διευρυμένο Συμβούλιο» κρίνεται ως αναγκαία γιατί πουθενά αλλού δεν καλλιεργείται τόσο πολύ το πνεύμα όσο στους ως άνω θεσμούς.

Η άσκηση των καθηκόντων των εκπροσώπων στους θεσμούς απαιτεί εγρήγορση και αμεσότητα, συνιστά δε μορφή πολεμικής ως προς τρίτους, αφού χρησιμοποιείται ο ανταγωνισμός και ο αιφνιδιασμός.   Γι’ αυτό απαιτείται εγρήγορση, ενώ ακόμη και οι διαδικασίες απαιτούν απλοποίηση και αμεσότητα, σε ό,τι αφορά στη σύγκληση των Συμβουλίων, αλλά και ως προς τη λήψη αποφάσεων, δηλαδή τα εντεταλμένα σώματα πρέπει να είναι ευέλικτα.

Τέλος οι αιρετοί εκπρόσωποι στους θεσμούς θα ήταν καλό να βρίσκονται σε φυσιολογική οικογενειακή ζωή, να είναι δηλαδή έγγαμοι, επειδή σε κάθε μορφής θέση εξουσίας πρέπει να εκπροσωπούνται και τα δύο φύλα, λόγω της ισοτιμίας του γυναικείου φύλου.

Συνεπώς, είναι καλό οι υποψήφιοι να προέρχονται από το χώρο των αρίστων του πνεύματος και όχι των οικονομικά ισχυρών διότι η παράδοση της χώρας μας δεν συνδέει το πνεύμα μόνον και αποκλειστικά με την παραγωγή χρήματος αλλά και με την ανάπτυξη των ψυχικών αρετών, δηλαδή την ανάπτυξη και την εκλέπτυνση του ήθους των πολιτών, οι οποίοι καλούνται να υπηρετήσουν τους θεσμούς, θέση –πρότυπο για τα κοινωνικά στρώματα στο σύνολό τους.

Αυτή η εργασία, την οποία παρουσιάσαμε σε μέρη, συνιστά μία πλήρη πολιτική πρόταση εν περιλήψει, η οποία είναι δίκαιη και λειτουργικά εφαρμόσιμη.   Η πολιτική αυτή πρόταση δεν αλλοιώνει το υπάρχον Πολιτειακό καθεστώς, το οποίο εξακολουθεί να προσδιορίζεται ως Προεδρευομένη Δημοκρατία, δεν συνιστά δηλαδή ούτε Προεδρική αλλά ούτε και Πρωθυπουργοκεντρική Δημοκρατία, αφού αυτός καθ’ εαυτός ο όρος «Δημοκρατία» σηματοδοτεί τον επιμερισμό της ευθύνης («…πλέον του ενός…»), διαφορετικά θα ήταν «Μοναρχία».  Οι ρόλοι των εκπροσώπων των δύο θεσμών είναι διακεκριμένοι και αυτοτελείς.   Ενισχύεται ο ρόλος του Προέδρου χωρίς να επικαλύπτει τον ρόλο του Πρωθυπουργού.   Οι εκπρόσωποι είναι μεν λίγοι ως προς τον αριθμό, πλην όμως τα Σώματα τα οποία σχηματίζονται δεν συνιστούν Ολιγαρχία, αφού είναι αιρετοί άρχοντες και εκπροσωπούν το σύνολο του λαού, τουλάχιστον των ενεργών (δραστηριοποιημένων) πολιτών.

Η παρούσα πολιτική πρόταση, προσφέρει ισορροπία, δίνει αυτοτελείς λύσεις, δεν προσκρούει σε αδιέξοδα, δεν αλλοιώνει τη σημερινή μορφή του πολιτεύματος και στοχεύει στο να λαμβάνει μέτρα τέτοια διά των οποίων θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί κοινωνική ευθύνη, διαφορετικά ή Δημοκρατία δεν εξυπηρετεί το ρόλο της ως καθεστώς κοινωνικής προσφοράς και σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αναζητηθούν διορθωτικές λύσεις, οι οποίες θα θεραπεύσουν τα αδύνατα σημεία της μαζί με τα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία αναφύονται συνεχώς σε κοινωνίες, οι οποίες δραστηριοποιούνται ελεύθερα.

Τέλος τονίζεται ότι η παρούσα πολιτική πρόταση εντάσσεται στο χώρο της Πολιτικής Επιστήμης, στηρίζεται στην Ιστορία και τη Φιλοσοφία, είναι δηλαδή εμπνευσμένη από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία  «λειτούργησαν» επ’ ωφελεία των κοινωνιών, αντλεί στοιχεία από το παρελθόν και δικαιώνει τις επιλογές του παρόντος, προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον.

Τα ανωτέρω αποτελούν πλήρη πολιτική πρόταση εν περιλήψει, όπως τονίστηκε.

Τόσον η ανάπτυξή της όσον και η καταγραφή των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της διαμορφώνονται αναλόγως για τον εμπλουτισμό και την τελειοποίησή της.

ΙΙΙ. Κοινωνινό Μέρος

Η διαδικασία, όπως την έχουμε περιγράψει στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας, αποδίδει την αριστοτελική αρχή του «κατ’ αξίαν ίσοι», στοιχείο το οποίο, ακολουθώντας την εξέλιξη των θεσμών μετά την έκρηξη της επαναστάσεως στη Γαλλία, έχει ενσωματωθεί στο σύστημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία συνιστά σύνθεση λαϊκού και αριστοκρατικού στοιχείου (Ennobling the Democracy), αποδίδει στην πράξη το «κατ’ αξίαν ίσοι», στην επικοινωνία δε της εξουσίας με την κοινωνία παροχετεύει τάση για «υψηλό λαϊκό φρόνημα» (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου) και όχι «λαϊκίστικο» στοιχείο, δηλαδή  «ευτελισμένο λαϊκό». 

Ο Στρατός αποτελεί το ένοπλο τμήμα του λαού, συνεπώς είναι μέρος των Etats Generaux («εθνοσυνελεύσεων»), στηρίζει δε την ασφάλεια, την ανεξαρτησία και τελικά την επιβίωση των πολιτών, οι οποίοι τον συντηρούν με τους φόρους τους, για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να θεωρείται μόνον ως χώρος απορροφήσεως ανεργίας.  Επειδή η επιτυχής και νικηφόρα άσκηση εξωτερικής πολιτικής, τόσο σ’ αυτά καθ’ εαυτά τα θέματα πολιτικής όσο και άμυνας, εξαρτάται από την επαρκή άμυνα και αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων με ασφάλεια και αφορά σε οποιασδήποτε μορφής πόλεμο, δηλαδή αυτόν με συμβατικά όπλα αφ’ ενός, (απειλή εναντίον εθνικού εδάφους) ή εκείνον που είναι γνωστός ως οικονομικό-βιομηχανικός ή βιο-χημικός αφ’ ετέρου, ή τεχνολογίας και διαστήματος, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής πόλεμο, στρατιωτικό ή κοινωνικό, ή διατήρηση και συντήρηση – αν όχι η ανάπτυξη – εθνικού στρατού σε ικανοποιητικό βαθμό, καθίσταται ευκταία.  Η προστασία της υγείας της κοινωνίας εντός των εθνικών συνόρων επαφίεται στην ενεργοποίηση και εγρήγορση του ενόπλου τμήματος του λαού δηλαδή του Στρατού. 

Η παγκοσμιοποίηση ομογενοποιεί κοινωνικά (πλην όμως η οικονομία κάθε χώρας, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς την κοινωνία στα εθνικά σύνορά της, αναπτύσσεται επί του εθνικού εδάφους της κατ’ αρχήν και επεκτείνεται σε υπερεθνικό επίπεδο κατόπιν) διά των ανταγωνιστικών τάσεων, τις οποίες ως μοιραία συνέπεια δημιουργεί στα όριά της λόγω, αφ’ ενός της δραστηριοποίησης των πολιτών στο καθημερινό «οικονομικό γίγνεσθαι» και αφ’ ετέρου της εξομοιωτικής ισότητας των χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο (έστω και αν θα έπρεπε να ισχύει το «κατ’ αξίαν» ακόμη και στο θέμα αυτό, ανάλογα με την προσφορά εκάστης των χωρών στον παγκόσμιο πολιτισμό) είναι δυνατόν να επηρεάσει την κοινωνία κάποιας χώρας η οποία θα βρεθεί γεωγραφικά – περίπου – στους αντίποδες, χώρα την οποία η κοινωνία άλλης χώρας ανταγωνίζεται στον τομέα του πολιτισμού, προσβλέποντας στην αναπτυγμένη ή την υπό ανάπτυξη οικονομία της, η οποία ασφαλώς έχει ως σημείο αναφοράς πάλι την «ποιότητα» των θεσμών στο εσωτερικό της.  Για το λόγο αυτό, απαιτείται προστασία της εθνικής κοινωνίας από επιδράσεις άλλων κοινωνιών, ακόμη και στον τομέα της υγείας.

Πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τη διατήρηση του περιβάλλοντος καθαρού και αμόλυντου από βιοχημικά στοιχεία που εκλύονται από άλλες κοινωνίες (συνήθως από στρατούς ή Βιομηχανίες, δηλαδή παραγωγή οικονομίας).   Αυτή η διαδικασία επαφίεται στην επαγρύπνηση του ενόπλου τμήματος του λαού, δηλαδή του στρατού.                     

Η παρούσα Μελέτη εκπονήθηκε από την κ. Νασίκα Ζωή, Διδάκτορα στην Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία, τηλ. 210-6452816/ 6949718475, από το Δεκέμβριο 1999 έως τον Ιανουάριο 2000, κατόπιν αιτήματος του κ. Σταύρου Δήμα.    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Related Post