Του Κώστα Ράπτη
Η ιστορία ενίοτε γράφεται και από ατυχήματα. Τέτοια ενδέχεται να αποδειχθεί η περίπτωση του δημοψηφίσματος που προτίθεται να διενεργήσει την Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου η ηγεσία του Ιρακινού Κουρδιστάν με το ερώτημα της ανεξαρτητοποίησης της περιοχής.
Είναι βέβαια αλήθεια, ότι η αυτόνομη κουρδική περιφέρεια του βόρειου Ιράκ (κληροδότημα του πρώτου Πολέμου του Κόλπου) μετρά ζωή δυόμιση δεκαετιών και το πέρασμα στο επόμενο βήμα, αυτό της ανεξαρτησίας, σταδιακά ωριμάζει – ιδίως όσο η εθνική ενότητα του Ιράκ συνεχίζει να αποδυναμώνεται. Την ίδια στιγμή, αντίστοιχα ζητήματα προβάλλει η ανάδυση των αυτόνομων κουρδικών “καντονιών” μέσα από το χάος της βόρειας Συρίας.
Ωστόσο, η ειρωνεία του πράγματος έγκειται στο ότι ο πρόεδρός της αυτόνομης κουρδικής περιφέρειας φαύλο κύκλο αποσταθεροποίησης, πιθανότατα μόνο για λόγους διαπραγμάτευσης με τη Βαγδάτη, έχοντας το βλέμμα κυρίως στραμμένο στα εσωτερικά του προβλήματα. Το δημοψήφισμα δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, ώστε να οδηγεί ευθύγραμμα στην δημιουργία κράτους. Είναι όμως ένα καλό πολιτικό όπλων ενόψει των τοπικών εκλογών του 2018, σε ένα τοπίο όπου ο Μπαρζανί έχει υπερβεί τη θητεία του κατά δυόμιση χρόνια, το κοινοβούλιο δεν είχε συνεδριάσει για δύο χρόνια, οι δημόσιοι υπάλληλοι μένουν συχνά απλήρωτοι λόγω της κατάρρευσης των εσόδων από το πετρέλαιο και η νεολαία έχει αρχίσει να αναζητά την τύχη της στη μετανάστευση. Η παραδοσιακή πολιτική βεντέτα του Δημοκρατικού Κόμματος Κουρδιστάν υπό τον Μπαρζανί με την Πατριωτική Ένωση Κουρδιστάν της οικογένειας Ταλαμπανί έχει γίνει πιο περίπλοκη μετά την εμφάνιση του νεότευκτου κινήματος “Γκορράν” (Αλλαγή) που αμφισβητεί τις σταθερές ενός σκηνικού διαφθοράς και αυταρχισμού.
Όπως και αν έχει, οι γειτονικές χώρες δεν μπορούν να μένουν απαθείς απέναντι στην πιθανότητα αλλαγής συνόρων. Αρκεί και μόνο να αναλογισθεί κανείς ότι εκτός των περίπου 7 εκατομμυρίων Κούρδων του Ιράκ, άλλα 7 εκατομμύρια ζουν στο Ιράν, 2 εκατομμύρια στη Συρία και 14 εκατομμύρια στην Τουρκία. Παρά τις πολιτικές και άλλες διαφορές μεταξύ αυτών των πληθυσμών, η δύναμη του παραδείγματος δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Ιδίως όταν την ίδια στιγμή το κουρδικό στοιχείο της βόρειας Συρίας πραγματοποιεί σήμερα Παρασκευή στη “Ροτζάβα” τις πρώτες του εκλογές, σε ένα σαφές μήνυμα προς τη Δαμασκό ότι η επιστροφή στο 2011 δεν είναι νοητή.
Η Τουρκία προφανώς έχει τεθεί σε κατάσταση συναγερμού. Το απειλητικό μήνυμα του Ταγίπ Ερντογάν, έστω και υπαινικτικά διατυπωμένο, ήταν σαφές. “Μην ξεκινάτε μια διαδικασία που θα σας στερήσει κι αυτά που έχετε” δήλωσε από του βήματος της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ο Τούρκος πρόεδρος και κατηγόρησε τον Μπαρζανί ότι “παίζει με τη φωτιά”.
Ο Ερντογάν προανήγγειλε “αποφασιστικές κυρώσεις” από μέρους της Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα η στάση της Άγκυρας έναντι του Μπαρζανί μάλλον διακρίνεται από αμηχανία και πάντως οι τόνοι είναι χαμηλότεροι του αναμενόμενου. Ο λόγος για αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι παρά τους φόβους των Τούρκων στρατηγών στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ιρακινό Κουρδιστάν αποδείχθηκε αξιόπιστος οικονομικός και πολιτικός εταίρος της Τουρκίας. Η τουρκική επικράτεια υπήρξε η μόνη έξοδος προς τις διεθνείς αγορές για το πετρέλαιο που το Αρμπίλ εμπορευόταν, αγνοώντας τη Βαγδάτη, αλλά και ο Μπαρζανί χρησιμοποιήθηκε από τον Ερντογάν (εμφανίσθηκε κάποτε μέχρι και σε προεκλογική του συγκέντρωση στο Ντιγιάρμπακιρ) ως αντίπαλο δέος στους αριστερούς Κούρδους αυτονομιστές του ΡΚΚ εντός Τουρκίας.
Η Τουρκία επιφυλάσσει διαφορετική αντιμετώπιση στα διαφορετικά τμήματα του κουρδικού στοιχείου, θεωρώντας “τρομοκρατικές οργανώσεις” το ΡΚΚ και το PYD (“θυγατρική” του στη Συρία), αλλά διατηρώντας σχέσεις συνεργασίας λ.χ. με τα παραδοσιακά κουρδικά κόμματα του Ιράκ. Η απουσία συνολικής “κουρδικής πολιτικής” επιδεινώνεται δε από τον συνυπολογισμό εγχώριων, συχνά βραχυπρόθεσμων, σκοπιμοτήτων.
Έτσι, λ.χ. στην παρούσα φάση, ο Ταγίπ Ερντογάν θα πρέπει, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2019, να μην φανεί υπέρμετρα αυστηρός έναντι του Μπαρζανί, αποξενώνοντας την απαραίτητη κουρδική ψήφο, ούτε όμως και ελαστικός, πράγμα που θα ανησυχούσε τους συμμάχους του Τούρκους εθνικιστές.
Οι λοιποί παίκτες
Αλλά και η Σαουδική Αραβία μόλις προχθές επικαλέστηκε την “λογική και την εμπειρία του προέδρου Μπαρζανί, ώστε να μην διεξαχθεί το δημοψήφισμα”. Στην πραγματικότητα όλοι οι διεθνείς και περιφερειακοί παίκτες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και του Ιράν, έχουν απευθύνει παρόμοιες εκκλήσεις. Όλοι πλην ενός: το Ισραήλ του Βενιαμίν Νετανιάχου έχει συνηγορήσει θερμά υπέρ της δημιουργίας στην περιοχή ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, το οποίο προφανώς θα αποτελεί σφήνα στα πλευρά όλων των περιφερειακών ανταγωνιστών του. Εξ ού και ο αντιπρόεδρος του Ιράκ Νούρι αλ Μάλικι αντέδρασε στην προοπτική διεξαγωγής του κουρδικού δημοψηφίσματαος με την χαρακτηριστική φράση: “Δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα Ισραήλ στην περιοχή”.
Οι δυτικές δυνάμεις προτείνουν στον Μπαρζανί την αναβολή του δημοψηφίσματος, έναντι της διεξαγωγής διαλόγου (πλην χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα) με τη Βαγδάτη, έχοντας κατά νού ότι δεν πρέπει να υπάρξουν περισπασμοί στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους που βρίσκεται στην τελική του ευθεία.
Για τον ίδιο λόγο, ωστόσο, η κουρδική πλευρά έχει κάθε λόγο να επείγεται: η κατάρρευση του αυτοανακηρυχθέντος Χαλιφάτου δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για να καλυφθεί το κενό. Άλλωστε η εμφάνισή του το 2014 και η κατάλυση της κρατικής εξουσίας στο βόρειο Ιράκ έδωσε στην κουρδική περιφέρεια την δυνατότητα να αυξήσει τα εδάφη της κατά 40%, εξασφαλίζοντας μεταξύ άλλων το διαφιλονικούμενο, πολυεθνοτικό Κιρκούκ. Είναι σε τέτοιες περιοχές που σύντομα κινδυνεύει να ξεσπάσει βία, με πρωτοβουλία είτε της Βαγδάτης (που έχει ήδη αποπέμψει τον κυβερνήτη του Κιρκούκ) είτε των Κούρδων “πεσμεργκά” είτε των σιιτών πολιτοφυλάκων που συμμετέχουν στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους.http://www.capital.gr